Μεγάλη συζήτηση γίνεται το τελευταίο διάστημα για το ενδιαφέρον του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ για τη Γροιλανδία. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τα λόγια του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με την απόκτηση της Γροιλανδίας, δήλωσε την Τρίτη ότι πρέπει πρώτα να ακουστεί ο λαός της Γροιλανδίας.
Η Γροιλανδία, όπου ζουν 57.000 άνθρωποι, ήταν αποικία της Δανίας μέχρι το 1953, αλλά σήμερα είναι αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας. Το 2009 εξασφάλισε το δικαίωμα να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της μέσω ψηφοφορίας, όπως σημειώνει το πρακτορείο Reuters.
Γιατί ενδιαφέρεται ο Τραμπ;
Η Γροιλανδία κατέχει κεντρική θέση στον Αρκτικό κύκλο, προσφέροντας στρατηγική πρόσβαση στον Βόρειο Ατλαντικό και στις διαδρομές μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.
Η τοποθεσία της είναι ζωτικής σημασίας για το αμερικανικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης βαλλιστικών πυραύλων, ενώ αποτελεί και πύλη προς τις κινήσεις του ρωσικού ναυτικού και των υποβρυχίων του.
Πέρα από τα στρατιωτικά οφέλη, η Γροιλανδία είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, περιλαμβάνοντας 25 από τα 34 ορυκτά που χαρακτηρίζονται «κρίσιμα» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως γραφίτης, λίθιο και σπάνιες γαίες.
Παρότι η εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου απαγορεύεται για περιβαλλοντικούς λόγους, η δυναμική της εξόρυξης αυτών των πρώτων υλών προσελκύει διεθνές ενδιαφέρον.
Το status της Γροιλανδίας
Η Γροιλανδία παραμένει ημιαυτόνομη περιοχή υπό τη Δανία, έχοντας τη δυνατότητα να κηρύξει την ανεξαρτησία της μέσω δημοψηφίσματος.
Ωστόσο, οι οικονομικές εξαρτήσεις του νησιού, όπως η ετήσια επιχορήγηση ύψους σχεδόν 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων από τη Δανία, καθιστούν την πλήρη ανεξαρτησία δύσκολη.
Το 95% των εξαγωγών της Γροιλανδίας αφορά την αλιεία, ενώ η ανάπτυξη άλλων τομέων, όπως η εξόρυξη, παρεμποδίζεται από γραφειοκρατικά εμπόδια και αντιδράσεις των αυτοχθόνων.
Παρότι η πλειοψηφία των Γροιλανδών επιθυμεί την ανεξαρτησία, υπάρχουν έντονοι προβληματισμοί για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου.
Ένα πιθανό σενάριο μετά την ανεξαρτησία θα μπορούσε να περιλαμβάνει «ελεύθερη σύνδεση» με τις ΗΠΑ, όπως αυτή που ισχύει για τα νησιά Μάρσαλ ή τα Παλάου, παρέχοντας στρατιωτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ έναντι οικονομικής υποστήριξης.