Ο πρώην συνοδός χρηματαποστολής, Τονί Μουσουλέν, ο οποίος έχει γίνει διάσημος από την αναίμακτη κλοπή 11,6 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2009 στη Λιόν, καταδικάσθηκε σήμερα να καταβάλει 270.000 ευρώ στον πρώην εργοδότη του, αλλά μάλλον θα αποφύγει ακόμη κι αυτό, καθώς η δικαιοσύνη δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να πληρώσει αυτήν την αποζημίωση.
Το επιδικασθέν είναι κατά πολύ μικρότερο από το ποσό που αξίωνε ο πρώην εργοδότης του, η σουηδική εταιρεία χρηματαποστολών Loomis, η οποία ζητούσε να της καταβληθεί ένα εκατ. ευρώ σε αποζημιώσεις και τόκους.
Μολαταύτα, ο Μουσουλέν «δεν έχει καμία υποχρέωση να αποζημιώσει τον οποιονδήποτε», τόνισε ο συνήγορός του Ερβέ Μπανμπανάστ, μετά την ετυμηγορία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της Λιόν. Ο ίδιος εξήγησε πως οι δικαστές «στερούνται κάθε μέτρου καταναγκασμού», καθώς αμέλησαν να συνοδεύσουν την πρωτόδικη ποινή του με τη ρήτρα της αναστολής με την καταβολή αποζημίωσης.
Ο Μουσουλέν είχε καταδικασθεί από το Εφετείο τον Νοέμβριο του 2010 σε 5ετή φυλάκιση.
Στις 5 Νοεμβρίου 2009, ο σιωπηλός και μοναχικός, σερβικής καταγωγής, υπάλληλος είχε κλέψει μαζί με δύο συναδέλφους του ένα θωρακισμένο φορτηγό με 11,6 εκατ. ευρώ.
Ενώ στο Ίντερνετ ο Μουσουλέν χαιρετιζόταν ως ένας νέος «Ρομπέν των Δασών», για την θεαματική τούτη και κυρίως χωρίς βία, ληστεία του, η αστυνομία ανακάλυπτε μεγάλο τμήμα της λείας (9,1 εκατ. ευρώ) στο βάθος ενός ενοικιαζόμενου αποθηκευτικού χώρου, τον οποίο ο Μουσουλέν νοικίαζε με ψεύτικο όνομα.
Ο ίδιος ο δράστης παραδόθηκε στην αστυνομία του Μονακό στις 16 Νοεμβρίου 2009 και προωθήθηκε αμέσως στη γαλλική αστυνομία. Όμως η αστυνομία έκτοτε δεν έχει ανακαλύψει τα υπόλοιπα 2,5 εκατ. ευρώ, που ο Τονί Μουσουλέν υποστηρίζει ότι έχουν εξαφανισθεί.
Ο πρώην υπάλληλος χρηματαποστολής είναι ύποπτος πως είχε στοιχηματίσει υπέρ της καταδίκης του σε μία ελαφρά ποινή, δεδομένου του αναίμακτου χαρακτήρα της ληστείας, για να επωφεληθεί στη συνέχεια από το ποσό που θα κέρδιζε.
Ο 40χρονος Μουσουλέν είχε καταδικασθεί επίσης από το Εφετείο της Λιόν σε πρόστιμο 45.000 ευρώ, σε πενταετή απαγόρευση να ασκήσει το επάγγελμά του και σε πενταετή στέρηση των πολιτικών, κοινωνικών και οικογενειακών του δικαιωμάτων.