Η πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους Σύρους, με καραβάνια προσφύγων από γειτονικά κράτη να επιστρέφουν στη Συρία. Έκτοτε, ξεκίνησε άτυπη συζήτηση αν η Ευρώπη θα στείλει πίσω στην πατρίδα τους όσους βρήκαν καταφύγιο στις χώρες της Ε.Ε.
Εξάλλου, διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπως Γερμανία, Αυστρία και Ελλάδα αποφάσισαν να «παγώσουν» τη διαδικασία ασύλου, ενώ δεν έχει ακουστεί κάτι για ανανέωση της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας, καθώς η γειτονική χώρα κρατάει περίπου 3,5 εκατομμύρια Σύρους, εμποδίζοντάς τους (επίσημα) να μεταβούν σε πλούσιες χώρες της Ευρώπης.
Το Politico έγραψε σε δημοσίευμα ότι ο επαναπατρισμός τους ενδεχομένως μείνει ένα άπιαστο όνειρο, τόσο για τους ίδιους, όσο και για όσους επιθυμούν να τους διώξουν από τις χώρες τους. Αυτό, διότι η Συρία είναι μια χώρα-ερείπιο, με τα επίσημα στοιχεία να δείχνουν ότι έρχεται νέα ανθρωπιστική κρίση, που θα γιγαντωθεί, αν υπάρξει πληθυσμιακή έκρηξη.
Ενδεικτικά, η Συρία αριθμεί 23 εκατομμύρια περίπου ανθρώπους, πληθυσμός που αντιστοιχεί σε εκείνον πριν από την έναρξη του εμφυλίου. Ταυτόχρονα, περίπου 6 με 7 εκατομμύρια ζουν στην Ευρώπη και κυρίως σε Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο και Αυστρία. Από τον κατάλογο εξαιρείται η Ελλάδα, η οποία έχει 45.000 Σύρους, επειδή δεν μπορεί να τους διώξει και όχι γιατί επέλεξαν να μείνουν, όπως συνέβη με τις παραπάνω χώρες.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περίπου ο μισός πληθυσμός της Συρίας δεν έχει πρόσβαση σε τροφή και στέγαση, ο μέσος μισθός είναι στα 7 δολάρια, σχεδόν τα μισά νοσοκομεία δεν λειτουργούν, ενώ η κρατική οικονομία έχει καταρρεύσει και μέχρι στιγμής δεν υπάρχει διεθνές πλάνο διάσωσης.
Τυχόν νέα αύξηση του πληθυσμού λοιπόν, πόσω μάλλον απότομη, θα χειροτέρευε την υπάρχουσα κατάσταση και δεν θα διευκόλυνε τα πράγματα. Ωστόσο, πρόβλημα δεν υπάρχει μόνο στην οικονομία, αλλά και στη δομή της κοινωνίας.
Η βία φέρνει βία
Η πτώση του Άσαντ δεν έγινε από κάποια λαϊκή εξέγερση (ασχέτως αν η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε από την Αραβική Άνοιξη), αλλά από συνασπισμό ένοπλων ομάδων, που είχαν τις σιωπηλές ευλογίες των μεγάλων δυνάμεων. Αυτές οι ομάδες δεν είναι μικρές, ούτε μεμονωμένες. Αντιθέτως, εκτείνονται σε όλη τη χώρα και αποτελούνται από χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι σχεδόν επί μία δεκαετία το μόνο που μάθαιναν ήταν να σκοτώνουν.
Έτσι, ακόμη και αν οι φατρίες συμφωνήσουν να καταθέσουν τα όπλα, αυτό δεν συνεπάγεται ομαλή επιστροφή στην ειρηνική ζωή για τους μαχητές τους, πόσω μάλλον αν συνυπολογιστούν κι εκείνοι που στήριξαν τον Άσαντ.
Επίσης, ακόμη ένα κομμάτι στο παζλ της Συρίας αποτελούν τα άτομα που στήριξαν ή συνεργάστηκαν με το καθεστώς, καθώς είναι οι μοναδικοί που γνωρίζουν από διοίκηση και γραφειοκρατικά ζητήματα. Τζιχαντιστές και λοιποί αντάρτες τούς απένειμαν χάρη, αλλά είναι αβέβαιο αν συνεργαστούν μαζί τους ή προσπαθήσουν να τους αντικαταστήσουν.
Ο επαναπατρισμός των Σύρων, λοιπόν, που έζησαν μακριά από τη φρίκη του πολέμου και σε χώρες πολύ πιο ανεπτυγμένες από τη δική τους, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες εντάσεις ή να αποτελέσει το τελειωτικό χτύπημα στο εύθραυστο πολιτικό μωσαϊκό της Συρίας, που μπορεί να σπάσει ανά πάσα στιγμή, μόλις σταματήσουν οι πανηγυρισμοί.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, δεν υπάρχει σωστή απάντηση στις αποφάσεις που θα κληθούν να λάβουν οι ευρωπαίοι ηγέτες. Υπάρχει, όμως, η λάθος και αφορά εκείνες που οι Σύροι δεν θα αποφασίσουν για το μέλλον τους (καλό ή κακό), αλλά θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα «θέλω» άλλων κρατών. Ό,τι δηλαδή έγινε στο παρελθόν, με ένα από τα αποτελέσματα να είναι η μεταναστευτική κρίση.