Η κυβέρνηση της Ελβετίας εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την ουδέτερη στάση που τηρεί από το 1815, λόγω της απειλής του Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και του κέρδους που χάνει από το εμπόριο όπλων.
Η υπουργός Άμυνας και Ασφάλειας, Viola Amherd, διόρισε επιτροπή εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από διπλωμάτες, ανώτερους αξιωματούχους, έναν πρώην επικεφαλής του ελβετικού στρατού και τον Wolfgang Ischinger, πρώην διευθυντή της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, ώστε να συντάξουν έκθεση για τις κινήσεις που πρέπει να κάνει η χώρα στο τομέα της ασφάλειας.
Δημοσίευμα του Politico παρουσίασε τα συμπεράσματα της έκθεσης, σύμφωνα με τα οποία η Ελβετία πρέπει να «εγκαταλείψει πλήρως» ή «ως ένα βαθμό» την ουδετερότητα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να συσφίξει τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα με το ΝΑΤΟ, αλλά και να άρει τους περιορισμούς στο εμπόριο όπλων.
Παραδείγματος χάριν, η Βέρνη χάνει εκατομμύρια, αν όχι δισεκατομμύρια από τους πολέμους των τελευταίων ετών, καθώς απαγορεύει την απευθείας πώληση όπλων σε χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Παράλληλα, αυτό έχει αντίκτυπο στις σχέσεις με κράτη που εμπορεύονται οπλικά συστήματα με ελβετικά εξαρτήματα, καθώς χρειάζονται ειδική άδεια σε περίπτωση που θελήσουν να τα δώσουν έναντι αμοιβής σε χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, όπως η Ουκρανία.
Ενδεικτικά, οι εξαγωγές ελβετικών όπλων μειώθηκαν πέρυσι κατά 27% σε λιγότερα από 700 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα (746 εκατομμύρια ευρώ) σε σύγκριση με το 2022.
Επίσης, η έκθεση πρότεινε οι στρατιωτικές δαπάνες να φθάσουν το 1% του ΑΕΠ έως το 2030 και να γίνουν επενδύσεις στο τομέα της πολεμικής βιομηχανίας, όπως κατασκευή εργοστάσιων που θα παράγουν ακριβά οπλικά συστήματα, όπως μαχητικά, τεθωρακισμένα και πυραύλους.
Η απειλή της Ρωσίας
Πέρα από τον οικονομικό παράγοντα, οι εμπειρογνώμονες πρότειναν και αναθεώρηση της ουδετερότητας λόγω της απειλής από τη Ρωσία. «Μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, η ουδετερότητα έγινε και πάλι αντικείμενο πολιτικής συζήτησης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η πίεση προς την Ελβετία να αποσαφηνίσει τη θέση της αυξάνεται», έγραψαν στην έκθεση.
Πρότειναν λοιπόν, σύσφιξη των σχέσεων με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, στο πνεύμα της πολιτικής που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες το ελβετικό ομοσπονδιακό συμβούλιο. Π.χ. νωρίτερα αυτό το μήνα, το συμβούλιο ενέκρινε τη συμμετοχή σε δύο από τα προγράμματα Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) της ΕΕ, ένα για τη στρατιωτική κινητικότητα που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της διέλευσης των συνόρων και ένα άλλο για την κυβερνοάμυνα.
Ακόμη, την Τετάρτη, ελβετική αντιπροσωπεία ταξίδεψε στο Λουξεμβούργο για να συναντηθεί με τον Οργανισμό Υποστήριξης και Προμηθειών του ΝΑΤΟ (NSPA). Ένας από τους στόχους της συνάντησης ήταν να αξιολογηθούν πιθανές συνέργειες και ευκαιρίες συνεργασίας με τον οργανισμό.
Ωστόσο, η έκθεση δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, με Ελβετούς πολιτικούς να υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα είναι «φτιαχτά», λόγω πιέσεων από εξωτερικούς ή επιχειρηματικούς παράγοντες. «Η Amherd διόρισε στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων κυρίως λάτρεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Τι συμπεράσματα… περιμένατε;», είναι μια φράση που ακούστηκε από αρκετά στόματα.
Ο Jean-Marc Rickli, επικεφαλής του Κέντρου Πολιτικής Ασφάλειας της Γενεύης για τους παγκόσμιους και αναδυόμενους κινδύνους, σχολίασε τη μελέτη, αναφέροντας πως «η έκθεση καθιστά σαφές ότι η Ελβετία είναι μια δυτική χώρα και συνεπώς υποστηρίζει τις δυτικές αξίες. Οι εκκλήσεις για αυξημένη στρατιωτική συνεργασία με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ είναι πολύ πιθανό να προκαλέσουν πολλές συζητήσεις στο εσωτερικό της Ελβετίας… Αλλά αν η χώρα θέλει να επωφεληθεί από τη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων της, θα πρέπει να δώσει κάτι πίσω».