Η Ελλάδα δεν αισθάνεται κάποια πίεση, που θα μπορούσε να την ωθήσει σε συμβιβασμό για το θέμα της ονομασίας, εκτίμησε ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Νίκολα Γκρούεφσκι.
«Η εντύπωση που σχηματίζω είναι ότι η Ελλάδα δεν αισθάνεται καμία πίεση για την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας ή και να αισθάνεται κάποια πίεση αυτή είναι πολύ μικρή, με αποτέλεσμα να μην ανησυχεί και να μην έχει κίνητρο να προβεί σε συμβιβασμό», ανέφερε σε συνέντευξή του στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της ΠΓΔΜ «ΜΙΑ».
Οι χώρες της ΕΕ αλλά και άλλες, πρόσθεσε ο Γκρούεφσκι, στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ότι έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα τα οποία προκαλούν και πολιτικές επιπτώσεις.
«Από την άλλη πλευρά, η σημερινή ελληνική ηγεσία, περισσότερο από ένα χρόνο συνεχώς και μέχρι κάποιο βαθμό επιτυχώς πουλάει την ιστορία ότι ενδιαφέρεται για μια γρήγορη λύση στο ζήτημα της ονομασίας, ότι υπάρχουν συνεχείς συζητήσεις και πρόοδος σε αυτό το θέμα και ότι χρειάζεται ακόμη λίγος χρόνος», ανέφερε ακόμη ο κ. Γκρούεφσκι.
Σε ερώτηση αν έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος για την εξεύρεση λύσης στο θέμα του ονόματος, ο κ. Γκρούεφσκι είπε: «Για την ώρα υπάρχει πρόοδος μόνο όσον αφορά τη βελτίωση των σχέσεων καθώς και συχνές συναντήσεις. Δηλαδή, υπάρχει πρόοδος μόνο στο τυπικό μέρος, κάτι που ασφαλώς δεν πρέπει να υποτιμάται. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό για την επίλυση της ουσίας του ζητήματος. Νομίζω ότι η Ελλάδα, για την ώρα τουλάχιστον, δεν είναι έτοιμη να προβεί σε συμβιβασμό όσον αφορά το ουσιαστικό μέρος. Είκοσι χρόνια μετά την ανεξαρτησία μας και ένα χρόνο μετά από συχνές συναντήσεις, οι συνομιλητές μας εξακολουθούν να έχουν σοβαρό πρόβλημα να αποδεχτούν ότι σε αυτή τη χώρα ζουν “Μακεδόνες” και μιλούν γλώσσα που λέγεται “μακεδονική”».
Ερωτηθείς αν η ΠΓΔΜ κάνει κάποια πρόταση, στη συνάντηση που θα έχει ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς με τους εκπροσώπους της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ στις 9 Φεβρουαρίου στη Ν.Υόρκη, ο κ. Γκρούεφσκι απάντησε: «Εμείς ανταλλάσσουμε συνεχώς ιδέες στις συναντήσεις με το μεσολαβητή του ΟΗΕ. Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη βούλησης του άλλου μέρους να λάβει ένα μικρό ρίσκο και να εξηγήσει στους πολίτες της ότι έχουν ένα γείτονα που πρώτον δεν είναι εχθρός και δεν έχει καμία βλέψη εναντίον τους και δεύτερον ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να αποκαλεί τον εαυτό του στη βάση της ταυτότητας του. Όταν η ανθρώπινη διάσταση επικρατήσει του εθνικισμού, τότε τα πράγματα μπορούν να προχωρήσουν. Αν επικρατήσει ένα τέτοιο πνεύμα στην Ελλάδα, τότε οι πιθανότητες για συμβιβασμό θα αυξηθούν σημαντικά».