Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Νέας Ζηλανδίας κατηγόρησαν την Κίνα ότι βρίσκεται πίσω από πολλές κυβερνοεπιθέσεις εναντίον πολιτικών θεσμών τους, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Πεκίνου.
Οι τρεις κυβερνήσεις, σε ένα σπάνιο γεγονός, κατηγόρησαν δημοσίως την Κίνα για σειρά κυβερνοεπιθέσεων που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια, μια ενέργεια που φαίνεται να είχε στόχο να ζητήσουν από το Πεκίνο να λογοδοτήσει.
Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ότι απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον επτά Κινέζων για μια ευρύτατη εκστρατεία κυβερνοεπιθέσεων που διήρκεσε 14 χρόνια. Εξάλλου πρόσθεσε ότι θα δοθεί αμοιβή έως και 10 εκατ. δολαρίων σε όσους έχουν πληροφορίες για τους επτά άνδρες.
Σύμφωνα με την αμερικανίδα υφυπουργό Δικαιοσύνης, Λίσα Μόνακο, οι χάκερς αυτοί είχαν στόχο επιχειρήσεις, δημοσιογράφους στις ΗΠΑ και το εξωτερικό, υποψήφιους σε εκλογές και πολιτικούς.
Οι επτά Κινέζοι φέρονται να έστειλαν περισσότερα από 10.000 «κακόβουλα μέιλ, που επηρέασαν χιλιάδες θύματα σε πολλές ηπείρους» σε μια επιχείρηση, η οποία σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, υποστηριζόταν από την κινεζική κυβέρνηση.
«Ιστορική πρόκληση»
Λίγη ώρα νωρίτερα ο αντιπρόεδρος της βρετανικής κυβέρνησης, Όλιβερ Ντάουντεν, ανακοίνωσε στο κοινοβούλιο ότι «παράγοντες που συνδέονται με το κινεζικό κράτος» διέπραξαν «δύο κακόβουλες κυβερνοπράξεις» το 2020 και το 2021.
Ο Ντάουντεν έκανε λόγο για κυβερνοεπιθέσεις εναντίον βουλευτών που επικρίνουν το Πεκίνο και εναντίον της Εκλογικής Επιτροπής του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Πρόκειται για το πιο πρόσφατο επεισόδιο μιας σειράς εχθρικών δραστηριοτήτων της Κίνας, οι οποίες περιλαμβάνουν τη στοχοθέτηση δημοκρατικών θεσμών και βουλευτών στη Βρετανία και σε άλλες χώρες», τόνισε ο Ντάουντεν.
Η επίθεση εναντίον της Εκλογικής Επιτροπής επέτρεψε στους χάκερς να αποκτήσουν πρόσβαση σε διακομιστές που περιείχαν αντίγραφα εκλογικών καταλόγων με τα στοιχεία 40 εκατ. ψηφοφόρων, όπως μετέδωσαν βρετανικά μέσα ενημέρωσης.
Σύμφωνα με τον Ντάουντεν, «αυτές οι απόπειρες παρέμβασης στη δημοκρατία του Ηνωμένου Βασιλείου απέτυχαν» και δεν θα επαναληφθούν στις επόμενες εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν τους επόμενους μήνες.
Ο βρετανός πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ, διαβεβαίωσε από την πλευρά του ότι το Λονδίνο θα κάνει «ό,τι είναι αναγκαίο» για την ασφάλεια του κράτους και των πολιτών και για να προστατευθεί απέναντι από την «ιστορική πρόκληση» που θέτει η Κίνα.
Συκοφαντίες
Αντιδρώντας η κινεζική πρεσβεία στη Βρετανία έκανε λόγο για «εντελώς αβάσιμες κατηγορίες» και «συκοφαντίες».
Εξάλλου σε ανακοίνωσή της η Νέα Ζηλανδία κατηγόρησε ομάδα που συνδέεται με το Πεκίνο ότι διείσδυσε το 2021 στο σύστημα πληροφορικής της υπηρεσίας του Κοινοβουλίου που είναι αρμόδια για την κατάρτιση και τη δημοσίευση νόμων.
Η νεοζηλανδική υπηρεσία κυβερνοασφάλειας εντόπισε σύνδεση μεταξύ της ομάδας αυτής, γνωστής με το όνομα APT40 «που υποστηρίζεται από το κινεζικό κράτος», και μιας κυβερνοεπίθεσης εναντίον των υπηρεσιών του Κοινοβουλίου, όπως ανάφερε η νεοζηλανδή υπουργός Άμυνας, Τζούντιθ Κόλινς, σε σημερινή της ανακοίνωση.
«Η επίθεση αποκρούσθηκε και η ομάδα πλέον δεν είναι σε θέση να προκαλέσει κακό», διαβεβαίωσε επίσης.
«Το Ουέλινγκτον διαμαρτυρήθηκε στον κινέζο πρεσβευτή στη χώρα», διευκρίνισε ο νεοζηλανδός υπουργός Εξωτερικών, Ουίνστον Πίτερς.
Η πρεσβεία της Κίνας στη Νέα Ζηλανδία από την πλευρά της απέρριψε «κατηγορηματικά αυτές τις αβάσιμες και ανεύθυνες κατηγορίες», εκφράζοντας «την έντονη δυσαρέσκειά της».
Τα τελευταία χρόνια δυτικές χώρες έχουν εμφανιστεί ολοένα και πιο διατεθειμένες να καταγγείλουν κακόβουλες κυβερνοεπιθέσεις και να κατηγορήσουν γι’ αυτές ξένες κυβερνήσεις, κυρίως της Κίνας, της Ρωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.
Η Ρωσία και η Κίνα έχουν κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιούν εταιρείες-βιτρίνα για να διεξάγουν κυβερνοεπιθέσεις.
Τον Σεπτέμβριο του 2023 ο Σούνακ είχε καταγγείλει σε συνάντηση με τον κινέζο ομόλογό του, Λι Τσιάνγκ, «τις παρεμβάσεις» του Πεκίνου στο βρετανικό κοινοβούλιο, μετά την αποκάλυψη ότι δύο πρόσωπα είχαν συλληφθεί για κατασκοπεία.