«Η Γαλλία πάντα καλωσόριζε και θα συνεχίσει να καλωσορίζει τους ξένους, ιδίως τους αιτούντες άσυλο και τους φοιτητές», δήλωσε την Τετάρτη ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στην πρώτη του συνέντευξη μετά την ψήφιση της αμφιλεγόμενης μεταρρύθμισης του μεταναστευτικού νόμου. «Ο νόμος ήταν το απαραίτητο αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού», συνέχισε ο Μακρόν, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, προσθέτοντας: «Η πολιτική ζωή αποτελείται από κρίσεις, συμφωνίες και διαφωνίες».
Ο Μακρόν αντιμετώπισε ρωγμές εντός της κυβερνητικής του συμμαχίας την Τετάρτη μετά την ψήφιση από το κοινοβούλιο ενός σκληρού μεταναστευτικού νομοσχεδίου, γεγονός που ώθησε στην παραίτηση του υπουργού Υγείας εν μέσω εντάσεων σχετικών με τη νέα νομοθεσία.
Σύμφωνα με τη βρετανική Guardian, ο γάλλος πρόεδρος αρνήθηκε ότι ο νόμος αποτελεί νίκη της γαλλικής Ακροδεξιάς. «Δεν υπάρχουν ιδέες του ακροδεξιού κόμματος (RN) στο κείμενο. Η ψήφιση του νομοσχεδίου είναι μία ήττα για τη Λεπέν», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Μακρόν και πρόσθεσε:
«Η καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης δεν είναι μόνο θέμα της Δεξιάς. Εάν ζείτε σε μια εργατική περιοχή που επηρεάζεται από αυτό, είστε υπέρ αυτού του νόμου. Εάν ζείτε σε ωραίες περιοχές, όπου δεν επηρεάζεστε από αυτά τα προβλήματα, μπορείτε να πείτε “ωχ, δεν είναι καλό”, αλλά πολλοί άνθρωποι σε ευάλωτες περιοχές υποστηρίζουν αυτόν τον νόμο».
Το αρχικό νομοσχέδιο που πρότεινε η κυβέρνηση απορρίφθηκε από την εθνοσυνέλευση πριν από 10 ημέρες, αφού η πρόταση απόρριψής του, που προτάθηκε από το κόμμα των Πρασίνων, υποστηρίχθηκε από τη σκληρή αριστερά και την άκρα δεξιά.
Η κυβέρνηση, η οποία δε διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή μετά τις περσινές γενικές εκλογές, διαβίβασε στη συνέχεια το νομοσχέδιο σε διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή βουλευτών και γερουσιαστών για τη σύνταξη νέου κειμένου. Τα μέλη της γερουσίας, που ελέγχεται από τη δεξιά, πρόσθεσαν έναν αριθμό σκληροπυρηνικών μέτρων, που δεν περιλαμβάνονταν στο αρχικό κείμενο.
Ο Μακρόν παραδέχθηκε ότι δε συμφωνούσε με όλες τις αλλαγές, αλλά δήλωσε ότι αυτός δεν ήταν επαρκής λόγος για να εγκαταλείψει τη νομοθεσία, που χρειάστηκε περισσότερο από ένα χρόνο για να καταρτιστεί και να υιοθετηθεί.