Το διπλωματικό επεισόδιο με την άρνηση του Ρίσι Σούνακ να συναντηθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη εξαιτίας των αναφορών του Έλληνα πρωθυπουργού για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, φέρνει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα των αρχαιοτήτων ξένων χωρών που έχουν καταλήξει στην Αγγλία και στο Βρετανικό Μουσείο.
Οι πόρτες του Βρετανικού Μουσείου άνοιξαν για πρώτη φορά το 1759. Πρόκειται για το παλαιότερο εθνικό δημόσιο μουσείο στον κόσμο, αλλά και το μεγαλύτερο αρπακτικό πολιτιστικής κληρονομίας.
Με πάνω από πέντε εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως, κατά μέσο όρο, αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή τουριστικά αξιοθέατα στο Λονδίνο. Τα έσοδά του και οι επιχορηγήσεις από το κυβερνητικό Τμήμα Ψηφιακών Μέσων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Όλα αυτά οφείλονται στα ανεκτίμητα κειμήλια που φιλοξενεί. Τα περισσότερα και σημαντικότερα από αυτά προέρχονται από άλλες χώρες, μια υπενθύμιση των αποικιακών «κατορθωμάτων» της Βρετανίας, με τα Γλυπτά του Παρθενώνα να βρίσκονται σε περίοπτη θέση.
Μια έρευνα από το Al Jazeera αποκαλύπτει πως στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του Βρετανικού Μουσειόυ, έχουν καταγραφεί επίσημα 2,2 εκατομμύρια αντικείμενα από τουλάχιστον 212 διαφορετικές χώρες σε όλο τον κόσμο. Και η συνολική συλλογή αντικειμένων είναι ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερη, όπως μαρτυρά το πρόσφατο σκάνδαλο κλοπής και πώλησης αρχαιοτήτων, που βρίσκονταν «ξεχασμένα» στις αποθήκες του.
Τουλάχιστον 649.727 κατηγοριοποιούνται ως αντικείμενα που κατασκευάστηκαν, αποκτήθηκαν ή βρέθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τα περισσότερα (625.371) στην Αγγλία. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα αυτά είναι κειμήλια του βρετανικόυ πολιτισμού, αλλά ότι εντοπίστηκαν στο νησί. Εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του μουσείου, 164.140 αντικείμενα προέρχονται από το Ιράκ και ακολουθεί η Ιταλία (147.697), η Αίγυπτος (119.854), η Γαλλία (81.980), η Τουρκία (73.922), η Γερμανία (66.273), η Ελλάδα (64.928), η Κίνα (58.749) και η Ινδία (52.518).
Το Al Jazeera παρουσιάζει ενδεικτικά ορισμένες τις πιο διάσημες αρχαιότητες που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και για τις οποίες οι χώρες διεκδικούν την επιστροφή τους.
Η Στήλη της Ροζέτας
Είναι μέρος μιας μεγαλύτερης πλάκας, στην οποία έχει σκαλιστεί ένα διάταγμα σε τρεις διαφορετικές γραφές Ιερογλυφικά, δημοτική-αιγυπτιακή και αρχαία ελληνικά. Ανακαλύφθηκε κατά λάθος από στρατιώτες του Ναπολέοντα, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο από το 1798 έως το 1801. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, η πέτρα στάλθηκε το 1802 στην Αγγλία, όπου και παραμένει. Από τότε αξιωματούχοι της Αιγύπτου ζητούν την επιστροφή της.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν μέρος της ζωφόρου που κοσμούσε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας. Τα 17 γλυπτά και οι 15 μετόπες της αρχικής ζωφόρου που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο κατασκευάστηκαν μεταξύ 447 π.Χ. και 423 π.Χ. Αφαιρέθηκαν στη χαραυγή του 19ου αιώνα από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν και πρέσβη της Αγγλίας, όταν η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη υπό την κυριαρχία της Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ελλάδα υπέβαλε για πρώτη φορά επίσημο αίτημα για την επιστροφή όλων των γλυπτών το 1983, μια εκστρατεία που ξεκίνησε από την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη.
Τα χάλκινα του Μπενίν
Πρόκειται για μια σειρά από μπρούντζινες πλάκες και γλυπτά που διακοσμούσαν το βασιλικό παλάτι του Μπενίν, της σημερινής πρωτεύουσας της Πολιτείας Έντο στη Νιγηρία. Κατασκευάστηκαν τον 16ο αιώνα από ειδικούς τεχνίτες.
Η πόλη καταλήφθηκε από τη Βρετανική Αυτοκρατορία από το 1897 έως το 1960. Οι βρετανικές δυνάμεις λεηλάτησαν πολλά από τα μνημεία και τα παλάτια. Μερικά από τα λάφυρα δόθηκαν στη βασίλισσα Βικτώρια και άλλα πουλήθηκαν σε ιδιώτες ή κατέληξαν σε μουσεία σε όλο τον κόσμο. Εκπρόσωποι του Βασιλικού Παλατιού του Μπενίν, αλλά και το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Πολιτισμού της Νιγηρίας κατέθεσαν αίτημα το 2021 για επιστροφή των αντικειμένων.
Το αγγείο του Πόρτλαντ
Το αγγείο του Πόρτλαντ είναι ένας γυάλινος αμφορέας με δύο λαβές που χρονολογείται από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου. Πάνω στο μοβ-μπλε γυάλινο βάζο υπάρχουν επτά φιγούρες, ένα φίδι και δύο γενειοφόρες και κερασφόρες κεφαλές. Το βάζο ήταν μέρος της συλλογής της οικογένειας Barberini. Το 1790, ο Βρετανός πρέσβης στη Νάπολη αγόρασε το αγγείο και στη συνέχεια το πούλησε στη Δούκισσα του Πόρτλαντ. Βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο από το 1810.
Τα αγάλματα του Λαμάσσου
Το αγάλματα του Λαμάσσου, ενός φτερωτού τέρατος με κεφάλι ανθρώπου της ασσυριακής μυθολογίας, πλαισίωναν την πόρτα της αίθουσας του θρόνου του βορειοδυτικού παλατιού του ασσύριου βασιλιά Ασουρνασιρπάλ, στο Νιμρούντ, μια αρχαία πόλη που βρίσκεται στο Ιράκ, 30 χιλιόμετρα νότια της Μοσούλης. Χρονολογείται από το 865 π.Χ. έως το 860 π.Χ. Ανακαλύφθηκε από τον Όστιν Χέντρι Λάιαρντ, Άγγλο ασσυριολόγο περιηγητή, και αποκτήθηκε από το μουσείο το 1851. Τα τελευταία χρόνια, το Βρετανικό Μουσείο έχει επαναπατρίσει κομμάτια που είχαν ληφθεί παράνομα από το Ιράκ κατά τη διάρκεια της εισβολής του 2003.
Μοάι από το Νησί του Πάσχα
Στο Βρετανικό Μουσείο εκτίθενται και δύο Μοάι (αγάλματα) από το Νησί του Πάσχα, στην ανατολική Πολυνησία. Πρόκειται για τα διάσημα μεγαλιθικά αγάλματα, που χρονολογούνται από το 1.000 έως το 1200. Χρησιμοποιούνταν σε τελετουργίες και περιγράφονται ως τα ζωντανά πρόσωπα των προγόνων.
Τα αγάλματα κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο μέσω ενός βρετανικού πλοίου έρευνας, το οποίο βρέθηκε στο Νησί του Πάσχα. Το πλήρωμα συνέλεξε το πρώτο Μοάι το 1868 και ανακάλυψε ένα δεύτερο. Μεταφέρθηκαν στη Βρετανία, με το ένα να προσφέρεται στη βασίλισσα Βικτώρια και το άλλο να δωρίζεται στο Βρετανικό Μουσείο. Τον Ιούλιο του 2019 υποβλήθηκε αίτημα για την επιστροφή τους.
Τα μάρμαρα Αμαραβάτι
Πρόκειται για μια συλλογή 120 γλυπτών, γνωστή και ως μάρμαρα Palnad, που αφαιρέθηκαν από τη βουδιστική στούπα Αμαραβάτι, στο Άντρα Πραντές, στη νοτιοανατολική Ινδία. Το Μεγάλο Ιερό του Αμαραβάτι δημιουργήθηκε περίπου το 200 π.Χ. και πιστεύεται ότι είναι ένα από τα παλαιότερα βουδιστικά μνημεία στην Ινδία. Τα μάρμαρα ήρθαν στην Αγγλία μετά την ανασκαφή τους το 1816 – 1817 από μια βρετανική ομάδα ερευνών και πάνω από 120 εστάλησαν στο Βρετανικό Μουσείο.
Οι νουθεσίες της Εκπαιδεύτριας προς τις Κυρίες της Αυλής
Πρόκειται για ένα κινεζικό αφηγηματικό πίνακα σε μετάξι που χρονολογείται μεταξύ 400 και 700 μ.Χ.. Συνήθως εμφανίζεται μόνο για έξι εβδομάδες το χρόνο, λόγω των μέτρων προφύλαξης για την συντήρησή του. Στον κύλινδρο απεικονίζεται έναν ποιητικό αφηγηματικό έργο του ποιητή Zhang Hua. Αγοράστηκε από το Βρετανικό Μουσείο από τον Λοχαγό Κλάρενς Τζόνσον που βρισκόταν στο Πεκίνο το 1900 κατά την ταραχώδη περίοδο της «Εξέγερσης των Μπόξερ». Τα κινεζικά κρατικά μέσα ζήτησαν πρόσφατα από το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει τα κινεζικά αντικείμενα που έχει στη συλλογή του.
Μοκομοκάι
Τα Μοκομοκάι ή Τόι Μόκο είναι διατηρημένα κεφάλια Μαορί της Νέας Ζηλανδίας. Η διατήρηση των κεφαλιών στον πολιτισμό των Μαορί γίνεται για να τιμηθεί ο νεκρός. Επί του παρόντος, το Βρετανικό Μουσείο κατέχει επτά διατηρημένα κεφάλια των Μαορί με τατουάζ. Η Νέα Ζηλανδία ζήτησε την επιστροφή τους. Σημειώνεται πως περισσότερα από 6.000 ανθρώπινα λείψανα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
Ο θησαυρός του Ώξου
Ο Θησαυρός του Όξου χρονολογείται από την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, από τον 5ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. Είναι μια συλλογή από 180 χρυσών και ασημένιων αντικειμένων που βρέθηκαν στον ποταμό Ώξου (σημερινό Αμού Ντάρια) κοντά στην πόλη Ταχτ – ι – Σανγκίν, στο Τατζικιστάν μεταξύ 1876 και 1880. Η συλλογή βρίσκεται από τότε στο Βρετανικό Μουσείο.