«Όταν ήμουν νέος, όλα στην κοινωνία έμοιαζαν να στοχεύουν στον γάμο. Ήταν η προσδοκία. Ήταν κάτι το αναπόφευκτο». Με αυτά τα χαρακτηριστικά λόγια ξεκινάει το εκτενές του άρθρο στους New York Times ο έγκριτος αναλυτής Τσαρλς Μπλόου.
Ωστόσο, ο 51χρονος αρθογράφος στο αναλυτικό του δημοσίευμα υποστηρίζει ότι ήδη από τότε [σ.σ: εννοεί τα τέλη της δεκαετίας του 1970] είχε διαφανεί η τάση ότι κάποιοι άνθρωποι καθυστερούν να παντρευτούν, ενώ κάποιοι άλλοι επιλέγουν τελικά να μη το κάνουν καθόλου.
Μια τάση που, όπως ισχυρίζεται, όχι μόνο συνεχίζεται αλλά πλέον πλησιάζουμε πραγματικά σε ένα ορόσημο στην (όχι και τόσο έντονη πλέον) δημοφιλία του συγκεκριμένου θεσμού.
«Όταν ήμουν νέος, έπρεπε να συναντήσεις κάποιον, να παντρευτείς και να δημιουργήσεις οικογένεια. Πάντα αυτός ο δρόμος υπήρχε και πάντα αυτός θα είναι. Αλλά ακόμη και έτσι, το μερίδιο των ανθρώπων που είναι παντρεμένοι είναι ήδη μειωμένο. Τη χρονιά που γεννήθηκα, το 1970, το ποσοστό των Αμερικανών μεταξύ των ηλικιών 25 και 50 ετών, οι οποίοι δεν είχαν παντρευτεί, ήταν μόλις 9%. Μέχρι να γίνω ενήλικας, ο αριθμός αυτός είχε φθάσει το 20%», σημειώνει ο Μπλόου.
Ο αρθρογράφος βασίστηκε πάνω σε μια ανάλυση δεδομένων που δημοσίευσε πριν μερικές ημέρες το φημισμένο Ερευνητικό Κέντρο Pew η οποία δείχνει ότι έχει αυξηθεί στο 38% το μερίδιο των ενήλικων Αμερικανών, οι οποίοι ούτε είναι παντρεμένοι, ούτε ζουν μαζί με το ταίρι τους, ενώ αυτή η ομάδα περιλαμβάνει ορισμένους ενήλικες που ήταν προηγουμένως παντρεμένοι και τώρα είναι χωρισμένοι ή χήροι.
Αυτά τα στοιχεία ήρθαν στο φως μετά από αναλύσεις του Εθνικού Κέντρου Στατιστικών Υγείας, τα οποία έδειξαν ότι ο δείκτης γάμων στις ΗΠΑ έφθασε σε ιστορικό χαμηλό πριν από τρία περίπου χρόνια, το έτος 2018.
«Είμαστε κοντά σε μια περίοδο, κατά την οποία στις ΗΠΑ θα υπάρχουν περισσότεροι ανύπαντροι ενήλικες παρά παντρεμένοι, μια εξέλιξη με τεράστιες επιπτώσεις στο πώς ορίζουμε την οικογένεια και την ενηλικίωση γενικότερα, όπως και στο πώς διαρθρώνουμε τη φορολογία και τα επιδόματα», σημειώνει εμφατικά ο Μπλόου.
Φυσικά, τα ποσοστά των ανύπαντρων διαφέρουν από δημογραφικές ομάδες σε δημογραφικές ομάδες. Όπως κατέδειξε το Pew, ανάμεσα στις ηλικίες 25 έως 54 ετών, το 59% των μαύρων ενήλικων ήταν χωρίς ταίρι το 2019.
Αυτό το ποσοστό είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ισπανόφωνων (38%), των λευκών (33%) και των Ασιατών (29%). Για τις περισσότερες εθνοτικές ομάδες, οι άνδρες είναι πιο πιθανό να είναι δίχως ταίρι από ότι οι γυναίκες. Εξαίρεση αποτελούν οι μαύροι, στους οποίους οι γυναίκες (62%) είναι πιο πιθανό να είναι χωρίς ταίρι από ότι οι άνδρες (55%).
«Ως κοινωνία λοιπόν, πρέπει να ρωτήσουμε τον εαυτό μας αν είναι σωστό και δίκαιο να συνεχίσουμε να επιβραβεύουμε τον γάμο μέσω της φορολογίας και της πολιτικής, όταν λιγότεροι άνθρωποι επιλέγουν να παντρευτούν ή να βρουν μια αποδεκτή σχέση», αναρωτιέται με νόημα ο 51χρονος αρθρογράφος.
Είναι ο γάμος πάντα το ιδανικό;
Ο Μπλόου βάζει στην εξίσωση της διαλεκτικής του και έναν ακόμη παράγοντα: την επονομαζόμενη «θεσμοποιημένη μοναχικότητα».
«Πρέπει τα μοναχικά άτομα να πληρώνουν ένα φόρο «μοναχικότητας» επειδή δεν τον επιδιώκουν [σ.σ: τον γάμο];», θέτει το ερώτημα ο ίδιος, αναφερόμενος σε μια ανάλυση-έρευνα του 2013, όταν οι δυο ερευνήτριες διαπίστωσαν ότι «κατά τη διάρκεια της ζωής τους, οι ανύπαντροι άνθρωποι μπορούν να πληρώσουν έως και 1 εκατ. ευρώ περισσότερο σε σχέση με τους παντρεμένους σε ασφαλιστική κάλυψη, φόρους και άλλα».
Κάπως έτσι, ο Μπλόου φαίνεται να έχει πάρει οριστικά την απόφασή του:
«Ήμουν παντρεμένος, αλλά δεν είμαι πια. Δεν βλέπω να ξαναπαντρευτώ στο μέλλον. Δεν είναι μια φιλοδοξία που έχω. Και δεν θεωρώ τίποτα λάθος σε αυτό. Αλλά αντιλαμβάνομαι την ώθηση των γύρω μου, οι οποίοι είναι παντρεμένοι ή φιλοδοξούν να γίνουν και λαθεμένα υποστηρίζουν ότι ο γάμος είναι ο μοναδικός τρόπος να είσαι αληθινά χαρούμενος και ολοκληρωμένος. Τα απορρίπτω όλα αυτά. Ο καθένας ό,τι θέλει, αυτό λέω εγώ. Και αυτό περιλαμβάνει τους χαρούμενος ελεύθερους και τα χαρούμενα ζευγάρια που δεν θέλουν να παντρευτούν».
Φυσικά, η κατάσταση αυτή περιπλέκεται πολύ περισσότερο όταν στον γάμο υπάρχουν και παιδιά, τα οποία, σύμφωνα με όλες τις σχετικές έρευνες, ωφελούνται από περισσότερη φροντίδα και περισσότερα χρήματα όταν οι γονείς τους ζουν μαζί.
Το Ινστιτούτο Brookings ανέφερε συγκεκριμένα σε μελέτη του από το 2014 ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με παντρεμένους γονείς, τα πάνε καλύτερα στο σχολείο, αναπτύσσουν ισχυρότερες γνωστικές και μη ικανότητες, είναι πιο πιθανόν να πάνε στο κολλέγιο, να κερδίσουν περισσότερα χρήματα και πιθανόν να κάνουν ένα πιο σταθερό γάμο.
Αλλά τι συμβαίνει με τους ενήλικες, οι οποίοι δεν έχουν παιδιά ή είναι χωρισμένοι και τα παιδιά τους είναι ενήλικα σήμερα;
Ο Πολ Ντόλαν, ένας επιστήμονας του συμπεριφορισμού στο London School of Economics, τονίζει ότι ενώ οι άνδρες, κατά μέσον όρο, μπορούν να ωφεληθούν από τον γάμο, επειδή ηρεμούν και παίρνουν λιγότερα ρίσκα, οι γυναίκες δεν απολαμβάνουν τα ίδια οφέλη. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Ντόλαν, οι πιο ευτυχισμένες είναι όσες δεν παντρεύτηκαν ποτέ ή δεν απέκτησαν παιδιά.
«Αλλά το βασικό παραμένει: Ο γάμος, ως κυρίαρχο ιδεώδες χάνει το momentum του. Το ίδιο συμβαίνει και με το στίγμα του ανύπαντρου. Τώρα η κυβερνητική πολιτική που επιβραβεύει τους παντρεμένους, ενώ τιμωρεί τους ανύπαντρους, θα πρέπει επίσης να χαλαρώσει», καταλήγει με νόημα ο Μπλόου.