Οι περισσότερες γυναίκες ομολογούν, ότι σπάνια φεύγουν από το σπίτι τους χωρίς ίχνος μακιγιάζ, με κύρια «όπλα» ομορφιάς τους το μέικ απ, το κραγιόν και τη μάσκαρα.
Ωστόσο, σύμφωνα με μια έρευνα, το να περνά κανείς ώρες πολλές μπροστά από τον καθρέφτη, βάζοντας στο πρόσωπό του στρώσεις επί στρώσεων ακριβών καλλυντικών προϊόντων και μακιγιάζ, μάλλον είναι… χάσιμο χρόνου.
Κι αυτό γιατί, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, το μακιγιάζ δεν προσδίδει πολλά στην ελκυστικότητα μιας γυναίκας. Αντίθετα μάλιστα, η φυσική ομορφιά κρίνεται ως πολύ πιο σημαντική, όταν πρόκειται να αξιολογηθεί η ομορφιά κι ελκυστικότητά της από το αντίθετο φύλο.
«Το σημαντικό είναι να είναι κανείς όπως… είναι» ανέφερε στη MailOnline ο ψυχολόγος από το πανεπιστήμιο του Γιορκ, Robin Kramer.
«Ενώ το μακιγιάζ κάνει τις γυναίκες ελαφρώς πιο ελκυστικές, δεν προσδίδει τίποτα όταν συγκρίνεται με τα φυσικά χαρακτηριστικά. Αν μακιγιαριστεί μια μη ελκυστική γυναίκα δε θα γίνει αυτομάτως πιο ελκυστική, απ’ ό,τι μια όμορφη γυναίκα χωρίς μακιγιάζ. Τα φυσικά χαρακτηριστικά και η προσωπικότητα, με τα οποία γεννιέται κανείς, αυτά είναι που καθορίζουν την ελκυστικότητα ενός ατόμου και δε μπορεί να κάνει κανείς πολλά γι’ αυτό».
Στην έρευνα συμμετείχαν 44 φοιτήτριες, ηλικίας από 18 έως 21 ετών, οι οποίες φωτογραφήθηκαν με και χωρίς μακιγιάζ.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές έδειξαν τις φωτογραφίες αυτές σε ένα τυχαίο δείγμα 62 φοιτητών –αντρών και γυναικών- από τους οποίους ζήτησαν να αξιολογήσουν το πόσο ελκυστικές τις θεωρούσαν σε μια κλίμακα από το ένα έως το επτά. Οι ερευνητές τούς έδειξαν είτε τη φωτογραφία «πριν» το μακιγιάζ, είτε τη φωτογραφία «μετά» το μακιγιάζ, ποτέ όμως και τις δύο μαζί, έτσι ώστε οι συμμετέχοντες να μη μπουν στη διαδικασία να συγκρίνουν τις δύο εικόνες από την ίδια γυναίκα.
Μελετώντας τις απαντήσεις οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι οι φωτογραφίες με το μακιγιάζ ανταποκρίνονταν μόλις στο 2% αυτού που θεωρούνταν ως «ελκυστικό», ενώ η γενικότερη ελκυστικότητα μιας γυναίκας, τα χαρακτηριστικά ή η προσωπικότητά της κρίθηκαν ως πιο σημαντικά, εκφράζοντας ένα ποσοστό της τάξης του 69%.
Η έρευνα διεξήχθη από το πανεπιστήμιο Bangor University της βόρειας Ουαλίας και πρόκειται να δημοσιευτεί στο επιστημονικό περιοδικό για θέματα ψυχολογίας Perception.