Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 1974, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Στρατηγός Φαίδωνας Γκιζίκης κάλεσε στο γραφείο του, τους πιο επιφανείς πολιτικούς των δυο παρατάξεων για να αναζητηθεί το καταλληλότερο πρόσωπο που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας, το οποίο έπρεπε νʼ αντιμετωπίσει άμεσα και την Κυπριακή κρίση.

Η αρχική πρόταση των πολιτικών περιελάμβανε την προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας μεταξύ του Γεωργίου Μαύρου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, προκειμένου να σχηματίσουν Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Μετά, όμως, από παρέμβαση του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, άρχισε να συζητείται και το όνομα του πρώην Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, που παρέμενε αυτοεξόριστος στο Παρίσι απʼ το 1963, ύστερα απʼ τη διαφωνία που είχε με το βασιλιά Παύλο.

Πράγματι, μετά από πιέσεις του Ε. Αβέρωφ και τη σύμφωνη γνώμη και των άλλων πολιτικών, ο Φαίδων Γκιζίκης κάλεσε προσωπικά στο τηλέφωνο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και του ζήτησε να έλθει στην Ελλάδα και να σχηματίσει άμεσα νέα Εθνική Κυβέρνηση. Ο Κ. Καραμανλής, αφού έλαβε τις απαραίτητες εγγυήσεις που έκρινε αναγκαίες για την απρόσκοπτη τέλεση του έργου του, αποφάσισε να επανέλθει στην Ελλάδα.

Στις 2.05 τη νύχτα, της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974, το προσωπικό αεροπλάνο του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντʼ Εστέν, που μετέφερε στην Ελλάδα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πατώντας τα πόδια του στην Ελλάδα, ύστερα από 11 χρόνια, απηύθυνε στον ελληνικό λαό τον ακόλουθο χαιρετισμό: «Είμαι ευτυχισμένος που επιστρέφω εις την πατρίδα. Ήλθα δια να συμβάλω με όσας δυνάμεις διαθέτω στην αποκατάστασιν της ομαλότητος και της Δημοκρατίας. Είμαι βέβαιος ότι όλαι αι εθνικές δυνάμεις του τόπου θα καταστήσουν το όραμα της αναγεννήσεως της Ελλάδος πραγματικότητα».