Ένας Μουσουλμάνος, ένας Βουδιστής και ένας Εβραίος συζητούν για τις θρησκείες τους. Στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι η σωστή θρησκεία είναι η δική τους αρχίζουν να διηγούνται τα θαύματα που έχουν κάνει ο Αλλάχ, ο Βούδας και ο Προφήτης.
«Μια μέρα», αρχίζει ο Μουσουλμάνος, «εκεί που καθόμουν σε μια πέτρα,…
νηστικός και άφραγκος και έκλαιγα την ατυχία μου, παρακάλεσα τον Αλλάχ να μου δώσει λεφτά και ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά μου ένα κοπάδι πρόβατα. Και έτσι έγινα πλούσιος. Ο Αλλάχ είναι ο πραγματικός Θεός!!».
«Αυτό δεν είναι τίποτα», λέει ο Βουδιστής, «Εγώ μια μέρα γύριζα στο χωριό μου με τα πόδια κουρασμένος, μπαϊλντισμένος από τον ήλιο, σερνόμουνα. Παρακάλεσα το Βούδα να με βοηθήσει να φτάσω γρήγορα στο σπίτι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα φορτηγό να σταματάει μπροστά μου. Ανέβηκα και σε λίγη ώρα ήμουν πράγματι στο σπίτι μου. Αυτό είναι θαύμα! Ο Βούδας είναι ο αληθινός Θεός!!!»
«Ααααα», λέει ο Εβραίος, «σιγά τα θαύματα. Αν σας διηγηθώ τι μου συνέβη, τότε θα καταλάβετε ποιος είναι πράγματι ο αληθινός Θεός. Ένα Σάββατο βραδάκι, που λέτε, είχα αράξει σ’ ένα παγκάκι και σκεφτόμουνα. Έρχεται κάποια στιγμή και κάθεται κάποιος δίπλα μου. Γυρίζω και τι να δω; Μια γυναικάρα 2 μέτρα, μ’ ατέλειωτα πόδια, με ένα στήθος φοβερό, με ένα μάτι τσακίρικο, ένα στόμα προκλητικό, ένα μαλλί ξανθό χείμαρρο! Τρελάθηκα!! Φούντωσα ολόκληρος!!! Της πιάνω τη κουβέντα, την πλησιάζω, της πιάνω το χέρι….. Αρχίζει κι αυτή να με χαϊδεύει….. Την αγκαλιάζω εγώ….. Μετά από λίγο βρέθηκε να κάθεται στα πόδια μου….. Είχα ανάψει, δεν άντεχα άλλο….. Την ξαπλώνω στο παγκάκι κι εκεί που ήμουνα έτοιμος να ορμήσω θυμάμαι ότι είναι Σάββατο. Τότε παρακαλώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου το Θεό να με βοηθήσει. Και δεν θα το πιστέψετε τι έγινε. Στο σημείο που καθόμουνα έγινε Κυριακή και …. γύυυρω-γύυυρω Σάββατο!»