Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 1999 εκτυλίχθηκαν μερικά από τα πιο σημαντικά επεισόδια στην ιστορία των ηλεκτρονικών εγκλημάτων. Το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ και η NASA είδαν τα συστήματά τους να παραβιάζονται και να ανοίγουν «τρύπες» δισεκατομμυρίων ευρώ. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτό το γεγονός είναι ότι ο εισβολέας ήταν ένας 15χρονος που το μόνο που ήθελε ήταν να… διασκεδάσει!
Ο Τζόναθαν Τζέιμς αποτελεί τον πρώτο ανήλικο χάκερ που καταδικάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις πράξεις του. Η ιδέα να περάσει τη ζωή του στη φυλακή ήταν κάτι που δεν άντεχε. «Προτιμώ να πεθάνω ελεύθερος» είχε γράψει σε ένα σημείωμά του λίγο πριν αυτοκτονήσει στο μπάνιο του σπιτιού του, φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του.
Η αγάπη του Τζόναθαν για τους υπολογιστές ξεκίνησε από την ηλικία των 6 ετών. Οι ώρες που πέρναγε μπροστά από την οθόνη ήταν πολλές και αυτός ήταν ένας από τους πιο συχνούς λόγους για τους τσακωμούς με τους γονείς του καθώς τα ξενύχτια ήταν συχνά. Στην ευαίσθητη ηλικία των 13 ετών οι γονείς του αποφάσισαν ότι έπρεπε να πάρουν δραστικά μέτρα και του απαγόρευσαν την πρόσβαση στον υπολογιστή. Τότε ήταν που ο Τζόναθαν το έσκασε από το σπίτι και απείλησε τη μητέρα και τον πατέρα του ότι αν δεν του επέστρεφαν τον υπολογιστή δεν θα επέστρεφε.
Μετά τη μίνι επαναστατική απόδραση από το σπίτι και την επιστροφή ο Τζόναθαν άρχισε να βουτάει στα σκοτεινά μονοπάτια του διαδικτύου. Μεταξύ 29 και 30 Ιουνίου ο Comrade, όπως ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, κατάφερε να σπάσει την ασφάλεια της Εθνικής Υπηρεσίας Αεροναυπηγικής και Διαστήματος (NASA) και να κλέψει λογισμικό και δεδομένα αξίας 1,7 εκατομμυρίων δολαρίων, αναγκάζοντας την Υπηρεσία να κλείσει τα συστήματά της για 21 μέρες προκειμένου να κάνει επισκευές που κόστισαν συνολικά 41.000 δολάρια.
Μετά τη μεγάλη ζημιά που προκάλεσε έγινε γνωστό ότι το λογισμικό που είχε κλέψει από τη NASA έλεγχε τη θερμοκρασία και την υγρασία στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό και άλλα σημαντικά στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος. Η διαστημική Υπηρεσία αναγκάστηκε να απενεργοποιήσει τα συστήματά της και να ενισχύσει την ασφάλειά της ξαναγράφοντας ένα κομμάτι του πηγαίου κώδικα.
Μέχρι τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο 16χρονος Τζόναθαν είχε χακάρει τα συστήματα της μεγάλης εταιρείας τηλεπικοινωνιών BellSouth, του κέντρου διαστημικών πτήσεων Marshall στο Χάντσβιλ της Αλαμπάμα και του σχολικού συγκροτήματος Dade στο Μαϊάμι.
Αυτό όμως που θα άναβε φωτιές στις ΗΠΑ ήταν το χακάρισμα των υπολογιστών του Πενταγώνου. Ο επαναστάτης έφηβος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση σε παράρτημα του υπουργείου Εθνικής Άμυνας το οποίο ανέλυε τους πιθανούς κινδύνους που θα αντιμετώπιζε η Αμερική. Όπως παραδέχτηκε αργότερα στις Αρχές είχε εγκαταστήσει ένα κακόβουλο λογισμικό σε έναν σέρβερ στη Βιρτζίνια που του επέτρεψε να βρει τα usernames και τα passwords που χρησιμοποιούσαν οι υπάλληλοι του υπουργείου και έτσι να διαβάσει πάνω από 3.000 μηνύματα. Μεταξύ των λογαριασμών ήταν και αυτοί 10 στρατιωτικών.
Μετά από σειρά ερευνών στις 26 Ιανουαρίου 2000 οι Αρχές εισέβαλαν στο σπίτι του Τζόναθαν. Στα 16 του ο νεαρός χάκερ κρίθηκε ένοχος για νεανική εγκληματικότητα και του επιβλήθηκε εξάμηνος κατ’ οίκον περιορισμός, απαγόρευση της χρήσης υπολογιστή έως την ενηλικίωσή του και υποχρεώθηκε να γράψει απολογητικά γράμματα για όσα είχε κάνει στη NASA και το Πεντάγωνο. Αν ήταν ενήλικας θα μπορούσε να είχε καταδικαστεί για το ηλεκτρονικό έγκλημα σε έως και 10 χρόνια φυλάκιση και εγγύηση πολλών χιλιάδων δολαρίων.
«Η κυβέρνηση στερείται μέτρων ασφαλείας στους υπολογιστές της και το γνωρίζει. Γνωρίζω το Unix και το C απέξω και ανακατωτά και αυτό γιατί έχω μελετήσει πολλά βιβλία και έχω μείνει κολλημένος μπροστά από έναν υπολογιστή για πολύ καιρό. Το πιο δύσκολο μέρος είναι να εισβάλλεις σε ένα σύστημα» είχε πει σε συνέντευξή του.
Λίγο πριν κλείσει τα 18 ο Τζόναθαν παραβίασε τους όρους αναστολής του κάνοντας χρήση ναρκωτικών και καταδικάστηκε σε έξι μήνες κράτησης στο σωφρονιστικό ίδρυμα ανηλίκων της Αλαμπάμα.
Τον Ιανουάριο του 2007 συνέβη μία από τις μεγαλύτερες κυβερνοεπιθέσεις στην ιστορία των ΗΠΑ. Μεγάλες εταιρίες όπως τα εστιατόρια Boston Market και Dave & Buster’s, τα καταστήματα ρούχων της Forever 21 και οι εταιρίες πώλησης προϊόντων TJX Companies και OfficeMax έπεσαν θύμα χάκερ, με αποτέλεσμα να βγουν στον αέρα τα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων πελατών.
Πίσω από αυτή την επίθεση κρυβόταν ο χάκερ Άλμπερτ Γκονζάλες και κατά την ανάκρισή του αποκαλύφθηκαν και άλλα ονόματα, όπως του Κρίστοφερ Σκοτ, με τον οποίο ο Τζόναθαν ήταν φίλος.
Οι Αρχές έκαναν φύλλο και φτερό τα σπίτια του Τζόναθαν, του πατέρα του και της αγαπημένης του, χωρίς ωστόσο να βρουν κάποιο στοιχείο που να αποδείκνυε την εμπλοκή του στην συγκεκριμένη υπόθεση. Το μόνο που βρήκαν ήταν ένα όπλο, που κατείχε νόμιμα, και ένα σημείωμα μιας αποτυχημένης πρώτης αυτοκτονίας.
Τη δεύτερη φορά όμως δεν απέτυχε και στις 18 Μαΐου 2008 ο Τζόναθαν βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο του σπιτιού του. Είχε στρέψει το όπλο στον εαυτό του βάζοντας τέλος στη ζωή του με μια σφαίρα στο κεφάλι. Στο σημείωμα που είχε αφήσει έγραφε:
«Δεν εμπιστεύομαι το σύστημα δικαιοσύνης, ίσως οι πράξεις μου και αυτό το γράμμα να στείλουν ένα δυνατό μήνυμα στον κόσμο. Έχασα τον έλεγχο της κατάστασης και αυτός είναι ο μόνος τρόπος να τον ανακτήσω. Δεν εμπλέκομαι σε αυτή την υπόθεση. Παρά το γεγονός ότι ο Σκοτ και ο Γκονζάλες είναι οι πιο επικίνδυνοι και καταστροφικοί χάκερ, εγώ έχω περισσότερο ενδιαφέρον για την κοινή γνώμη. Έτσι είναι η ζωή» έγραφε.
«Θυμηθείτε. Δεν έχει να κάνει με το “χάνω ή κερδίζω” αλλά με το τι θα κερδίσω ή θα χάσω αν κάτσω στη φυλακή για 20, 10 ή ακόμα και 5 χρόνια για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα. Αυτός δεν είναι ο δικός μου τρόπος να κερδίσω, οπότε ας πεθάνω ελεύθερος» έγραφε ο Τζόναθαν.
Ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία ο πατέρας του, Ρόμπερτ, μίλησε για το πάθος του γιου του για τους υπολογιστές και αποκάλυψε ότι ο Τζόναθαν έπασχε από κατάθλιψη. Μίλησε για ένα ιδιοφυές αγόρι με το οποίο όμως ποτέ δεν μπόρεσε να έρθει κοντά και παραδέχτηκε ότι ένιωσε περήφανος για την εισβολή του γιου του στη NASA και το Πεντάγωνο.