Ο Γιάννης Μηλιώκας είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης κι ένας ξεχωριστός δημιουργός που έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του ’80, πορεύτηκε σαν «μοναχικός καβαλάρης» και κατάφερε μέσα από τα τραγούδια του να είναι πάντα διαχρονικός και επίκαιρος.
Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του ένα βιωματικό καλλιτέχνη που περιμένει πρώτα να ζήσει κάτι και μετά να το καταγράψει. Δεν ήταν ποτέ των «δημοσίων σχέσεων», δεν στηριζόταν στα «κολλητηλίκια» του χώρου. Ήθελε μόνο να μιλάει μέσα από τα τραγούδια του και αυτό έκανε και κάνει. Άλλοτε μας ταξιδεύει με τα τραγούδια του κι άλλοτε μας κάνει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και δούμε αυτά που ίσως δυσκολευόμαστε να πούμε.
Ο Γιάννης Μηλιώκας γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1950 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έβγαλε το πρώτο χαρτζιλίκι του πιτσιρικάς ακόμα, κάνοντας τον σερβιτόρο στην ταβέρνα του παππού του. Από τα 13 μέχρι τα 18 πήγαινε νυχτερινό σχολείο ενώ παράλληλα εργαζόταν στο μηχανουργείο του πατέρα του. Παράλληλα με τη δουλειά και το σχολείο άρχισε να μαθαίνει κιθάρα ενώ ανάμεσα στις μεγάλες του αγάπες ήταν και η ζωγραφική.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Μηλιώκας έχει γράψει αρκετά δικά του τραγούδια και αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα και να δοκιμάσει την τύχη του στη δισκογραφία. Τα πρώτα του τραγούδια τα έγραψε στη γκαλερί που είχε ανοίξει, όσο έκανε διάλειμμα από την ζωγραφική.
Ερχόμενος στην Αθήνα, έδωσε κασέτες σε επτά διαφορετικές εταιρίες αλλά καμία δεν έδειξε να ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κομμάτια του. Ο λόγος ήταν οι στίχοι του οι οποίοι διακρίνονταν για το χιούμορ τους με αποτέλεσμα οι περισσότερες εταιρίες να τα«φοβούνται». Τα «έβρισκαν» προχωρημένα για την εποχή και προσπάθησαν να κάνουν παρεμβάσεις, κάτι το οποίο δεν έβρισκε τον ερμηνευτή σύμφωνο. Ο Μηλιώκας δεν ήταν διατεθειμένος να τα «πειράξει».
Η μόνη εταιρία που ενθουσιάστηκε ήταν η Μίνος, του Μάκη Μάτσα, με την οποία και συνεργάστηκε τελικά ο τραγουδιστής. Ο πρώτος δίσκος είχε τίτλο «εδώ Θεσσαλονίκη» και κυκλοφόρησε το 1985. Τα τραγούδια που ξεχώρισαν ήταν το «Αμπεμπαμπλόμ» και το «Ποιμενικό ροκ».
Η επιτυχία ήταν μεγάλη, αναπάντεχη και δεν σταμάτησε στον πρώτο δίσκο. Ο κόσμος υποδέχτηκε με τον ίδιο ενθουσιασμό και τις επόμενες ηχογραφήσεις του τραγουδιστή. Ο δεύτερος δίσκος είχε τίτλο, «Για το καλό μου» και περιείχε, εκτός από το ομώνυμο τραγούδι, που ακούγεται μέχρι σήμερα και το χιουμοριστικό «Κακοσάλεσι» τις περίφημες «βουβάλες» που καθιέρωσαν τον Μηλιώκα.
Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ίσως ο καλύτερος της καριέρας του. Οι πωλήσεις ξεπερνάνε το «χρυσό» όριο των 50.000 αντιτύπων και τα τραγούδια κάνουν θραύση. Το ομότιτλο τραγούδι θεωρείται ένα από τα πιο συγκλονιστικά που έγραψε ποτέ ο Γιάννης Μηλιώκας.
«Το τραγούδι αυτό βασίζεται σε προσωπικά βιώματα» έχει πει σε συνεντεύξεις του ο τραγουδιστής. «Είπα αυτά που ήθελα να πω, εκτονώθηκα, και μέσα από αυτό προχώρησα».
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φανταζόμουνα ότι θα υπήρχε τόση ανταπόκριση και ότι μοιάζω με τόσους πολλούς ανθρώπους. Δεν το περίμενα ότι τόσοι πολλοί Έλληνες αισθάνονται έτσι και ότι εκφράζονται μέσα από αυτό το τραγούδι. Γιατί την εποχή που το έβγαλα, ήτανε κάτι πολύ παράξενο το να πεις τα πράγματα με το όνομά τους» έχει πει χαρακτηριστικά.
Από τον τρίτο δίσκο «Και άλλα πολλά εμπριμέ» (1988) ξεχώρισε το ντουέτο «Ροζ» με την Αφροδίτη Μάνου, το οποίο προέκυψε από ένα… λάθος.
«Τα όνειρα μου κόκκινα, τα όνειρα μου άσπρα, ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ» τραγουδάει ο Γιάννης Μηλιώκας. Οι στίχοι προέκυψαν από ένα… λάθος στο πλυντήριο. Όταν ο τραγουδιστής πήγε να βάλει πλυντήριο στο σπίτι έβαλε έβαλε κατά λάθος ένα κόκκινο ρούχο μαζί με άσπρα, με αποτέλεσμα να γίνουν όλα ροζ.
Στον ίδιο δίσκο υπήρχε κι ένα αθυρόστομο αλλά τόσο διαβολεμένα προφητικό το οποίο εξακολουθεί να επίκαιρο 30 χρόνια μετά.
Το «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μ@λ@κες» είχε προβληματίσει μέχρι και την εταιρία λόγω της «εθνικής βρισιάς», που περιείχε, αλλά τελικά έβαλαν στην άκρη τους αρχικούς ενδοιασμούς και το κυκλοφόρησαν. Το τραγούδι όχι μόνο έκανε επιτυχία τότε, αλλά παραμένει επίκαιρο στις μέρες μας. Ο Γιάννης Μηλιώκας αποδείχτηκε «μάντης» και με τους στίχους του να ταυτίζονται πολλοί άνθρωποι μέχρι και σήμερα.
Ο ίδιος έχει πει ότι το τραγούδι αυτό είχε άλλο ρεφρέν, έλεγε «κι εμείς καθόμαστε να κοιτάμε σαν μ@λ@κες» αλλά η εταιρεία το φοβήθηκε και το άλλαξαν και το κάνανε «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μ@λ@κες».
Η επιτυχία του Μηλιώκα ήταν τόσο απρόσμενη, που ούτε ο ίδιος δεν μπόρεσε να την διαχειριστεί. «Εγώ ήθελα να επικοινωνήσω με πέντε χιλιάδες τρελούς, που η οπτική τους γωνία ήταν περίπου ίδια μ’ αυτήν που είχα εγώ στη ζωή μου. Δεν φανταζόμουν να βρω οκτώ εκατομμύρια να συμφωνούν» έλεγε.
Τελικά αποσύρθηκε για πάνω από μία δεκαετία από τα μουσικά δρώμενα. «Ήθελα να ωριμάσω, να καλλιεργηθώ και να βιώσω καινούργια πράγματα»,έχει πει σε συνέντευξή του.
Την μουσική δεν την αποχωρίστηκε απλά σταμάτησε να ηχογραφεί δίσκους και να κάνει ζωντανές εμφανίσεις. Στο διάστημα αυτό κυκλοφόρησε ένα βιβλίο για την Αρχαία Ελλάδα, με τον τίτλο «Μαίανδρος, η γυμναστική των αρχαίων Ελλήνων».
Μετά από περίπου 20 χρόνια απουσίας, ο Γιάννης Μηλιώκας αποφάσισε να επιστρέψει στις ζωντανές εμφανίσεις. Τα τραγούδια του δεν άλλαξαν ποτέ ως προς το στιλ, άλλαξε όμως η εποχή. Και πάλι όμως φροντίζει να δίνει το «παρών» μόνο όταν έχει κάτι να πει κι αν νιώθει ότι πρέπει να το κάνει.
Όσο για το διαχρονικό και αθυρόστομο τραγούδι του «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μ@λ@κες» ίσως να μας συντροφεύει πολλά χρόνια ακόμα…