Για πολλούς οι ζωολογικοί κήποι δεν είναι παρά φυλακές για άγρια ζώα που κανονικά θα έπρεπε να ζουν εκεί που επιβάλει η φύση τους. Για κάποιους άλλους οι ζωολογικοί κήποι είναι όμορφα μέρη, όπου ειδικοί φροντίζουν τα ζώα και οι επισκέπτες απολαμβάνουν ένα θέαμα που δύσκολα θα έβλεπαν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Για κάποιους, λιγοστούς πλέον είναι η αλήθεια, ανθρώπους, ωστόσο, ένας συγκεκριμένος ζωολογικός κήπος είναι ο ενδιάμεσος σταθμός από την κόλαση στον παράδεισο. Πώς μπορεί ένας απλός ζωολογικός κήπος να είναι κάτι τόσο σημαντικό; Κι όμως. Γίνεται. Για την ακρίβεια, έχει γίνει μια φορά στο παρελθόν.
Σε χρόνια σκοτεινά, γεμάτο πόνο και αίμα, ένας ζωολογικός κήπος μετατράπηκε σε καταφύγιο, όχι ζώων, αλλά ανθρώπων που έδιναν τη δική τους μάχη προκειμένου να ξεφύγουν από τις ναζιστικές ορδές.
Ο ζωολογικός αυτός κήπος είναι ακόμα και σήμερα το καμάρι της Βαρσοβίας. Εκεί, ένα ζευγάρι Πολωνών κατάφεραν με κίνδυνο τη ζωή τους να σώσουν περίπου 300 ανθρώπους και να τους οδηγήσουν στην πολυπόθητη ελευθερία.
Ο ζωολογικός κήπος- καμάρι της Βαρσοβίας
Προπολεμικά, ο ζωολογικός κήπος της Βαρσοβίας ήταν ένα στολίδι. Το καμάρι της Πολωνικής πρωτεύουσας. Κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι επισκέπτονταν τον συγκεκριμένο χώρο προκειμένου να δουν από κοντά άγρια ζώα.
Παπαγάλοι που πετούσαν ελεύθεροι, αετοί, γεράκια, ελέφαντες, ιπποπόταμοι, βίσωνες, λάμα, καμήλες, ζέβρες, άλογα, λύκοι, μαϊμούδες, γορίλες και πολλά- πολλά άλλα ζώα, ζούσαν στον τεράστιο ζωολογικό κήπο των πολλών τετραγωνικών μέτρων που διέθετε περίπου 100 κλουβιά.
Μέσα στον ζωολογικό κήπο δέσποζε και μια βίλα. Ήταν το σπίτι των ανθρώπων που όχι απλά διοικούσαν το μέρος αλλά το φρόντιζαν και το έκαναν καθημερινά πιο όμορφο και πιο ελκυστικό για τους θεατές.
Το ζευγάρι αυτό ήταν η Αντονίνα και ο σύζυγός της Ζαν Ζαμπίνσκι. Λάτρεις της άγριας φύσης και οι δυο μαζί με τον γιο τους φρόντιζαν τα πάντα από το 1929 που τον είχαν αναλάβει. Και τα είχαν καταφέρει περίφημα. Ενδεικτικό της επιτυχίας τους ήταν πως τον συγκεκριμένο ζωολογικό κήπο επισκέπτονταν επιστήμονες από διάφορα μέρη της γης.
Ανάμεσα σε αυτούς και ο διάσημος Γερμανός ζωολόγος Λουτζ Χεκ ο οποίος με τον καιρό έγινε οικογενειακός φίλος των Ζαμπίνσκι.
Το ξέσπασμα του πολέμου και η καταστροφή του ζωολογικού κήπου
Τον Σεπτέμβριο του 1939, ωστόσο, τα πάντα άλλαξαν και ένας ολόκληρος κόσμος κατέρρευσε. Ο Χίτλερ είχε εξαπολύσει τις φονικές μηχανές του Γ’ Ράιχ που εισέβαλαν στην Πολωνία καίγοντας και καταστρέφοντας τα πάντα.
Από τη μανία των ναζί δεν γλίτωσε ούτε ο περίφημος ζωολογικός κήπος που αρχικά βομβαρδίστηκε με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλά ζώα. Όταν οι ναζί κατέλαβαν την Πολωνία, η στάση του Λουτζ Χεκ απέναντι στους Ζαμπίνσκι άλλαξε. Ο ίδιος πλέον είχε γίνει ο νούμερο ένα ζωολόγος της ναζιστικής Γερμανίας και προσωπικός συνομιλητής του Χίτλερ ο οποίος του είχε ζητήσει να κάνει πειράματα σε ζώα.
Ο Χεκ πήγε στον ζωολογικό κήπο, φόρτωσε σε φορτηγά όλα τα σπάνια είδη ή αυτά που θα τα χρησιμοποιούσε για πειράματα και τα μετέφερε στη Γερμανία.
Παράλληλα, μια ημέρα επέτρεψε σε μια διμοιρία μεθυσμένων στρατιωτών των SS να μπουν μέσα στον κήπο και να επιδοθούν σε ένα κυνηγητό… διασκέδασης προκειμένου να σκοτώσουν όσα ζώα είχαν απομείνει ζωντανά και δεν του ήταν χρήσιμα.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο άλλοτε περίφημος ζωολογικός κήπος της Βαρσοβίας ήταν ένα φάντασμα. Παντού ερείπια και κουφάρια εκτελεσμένων ζωών που οι Ζαμπίνσκι αναγκάστηκαν να θάψουν.
Το Γκέτο της Βαρσοβίας και το ανέλπιστο καταφύγιο
Για την Αντονίνα και τον Ζαν Ζαμπίνσκι η καταστροφή του «πράσινου παραδείσου» τους, όπως χαρακτήριζαν, τον ζωολογικό κήπο ήταν ένα βαρύ πλήγμα. Ήταν αυτόπτες μάρτυρες της κτηνωδίας των ναζί απέναντι σε αθώα ζώα και αναρωτιόντουσαν, όπως έγραψε στο ημερολόγιο της η Αντονίνα, τι τύχη θα είχαν οι αντίπαλοι των ναζί.
Αποφάσισαν, λοιπόν, να κάνουν ότι μπορούν προκειμένου να κρατήσουν ζωντανό τον ζωολογικό τους κήπο αλλά και όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν. Ήδη το μαρτυρικό Γκέτο της Βαρσοβίας είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά και τα όσα γινόντουσαν εκεί μέσα δεν άφηναν κανέναν ασυγκίνητο.
Απευθύνθηκαν, λοιπόν, στον Λουτζ Χεκ και του ζήτησαν να κρατήσουν ανοικτό τον κήπο εκτρέφοντας γουρούνια προκειμένου -μεταξύ άλλων- να ταΐζουν τους γερμανούς στρατιώτες. Ο Χεκ χωρίς να υποψιάζεται το παραμικρό για το σχέδιο των Ζαμπίνσκι έδωσε την άδειά του και τους επέτρεψε επίσης να πηγαίνουν με φορτηγό μέσα στο Γκέτο και να παίρνουν τα σκουπίδια προκειμένου με αυτά να ταΐζουν τα γουρούνια που θα εκτρέφουν.
Οδηγός σε αυτό το φορτηγό θα ήταν ο ίδιος ο Ζαν Ζαμπίνσκι ο οποίος είχε ήδη ενεργό συμμετοχή στην Πολωνική αντίσταση.
Έτσι ξεκίνησε η αποστολή σωτηρίας. Κάθε ημέρα ο Ζαμπίνσκι έμπαινε στο Γκέτο, φόρτωνε το φορτηγό σκουπίδια και έβγαινε προκειμένου να τα μεταφέρει στον ζωολογικό κήπο. Μόνο που κάθε φορά που έβγαινε έξω, μετέφερε και μερικούς εβραίους κρυμμένους μέσα στα σκουπίδια. Όταν επέστρεφε στον ζωολογικό κήπο αναλάμβανε η Αντονίνα η οποία φρόντιζε και στη συνέχεια έκρυβε όσους είχαν καταφέρει να αποδράσουν μέσα από το Γκέτο. Παράλληλα, ο Ζαν με τη βοήθεια της αντίστασης τους προμήθευε με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα και τους προετοίμαζε για το μεγάλο ταξίδι προς την ελευθερία.
Το ηρωικό ζευγάρι που αψήφησε το θάνατο
Οι Ζαμπίνσκι έκρυβαν στα κλουβιά του ζωολογικού κήπου ή ακόμα και μέσα στο σπίτι τους όσους Εβραίους είχαν καταφέρει να βγάλουν μέσα από το Γκέτο. Η διαδικασία μέχρι να καταφέρουν να τους φτιάξουν τα απαραίτητα έγγραφα και να τους φυγαδεύσουν μπορούσε να διαρκέσει από μερικές εβδομάδες μέχρι και δυο χρόνια.
Όσο ζούσαν μέσα στο σπίτι τους η Αντονίνα είχε βρει ένα… συνθηματικό, ώστε να τους ειδοποιεί και να κρύβονται αν ερχόταν στο σπίτι κάποιος ναζί. Έπαιζε στο πιάνο το κομμάτι «Go, go, go to Crete» του σπουδαίου συνθέτη και βιολοντσελίστα της ρομαντικής εποχής Ζακ Όφενμπαχ και οι φιλοξενούμενοι χρησιμοποιούσαν κρυφά τούνελ που οδηγούσαν από τα υπόγεια του σπιτιού στα κλουβιά που κάποτε φιλοξενούσαν τα ζώα και κρύβονταν εκεί μέχρι η Αντονίνα να ξανακαθίσει στο πιάνο!
Από το 1939 μέχρι και το 1944 οι Ζαμπίνσκι είχαν φιλοξενήσει στο σπίτι τους 300 Εβραίους που είχαν καταφέρει να φυγαδεύσουν από το Γκέτο της Βαρσοβίας και όχι μόνο. Από αυτούς μόνο δυο γυναίκες δεν κατάφεραν να επιζήσουν και αυτό γιατί η βαφή που είχε χρησιμοποιήσει η Αντονίνα για να κάνει τα μαλλιά τους ξανθά ξέβαψε ή απέκτησε μια κόκκινη απόχρωση με αποτέλεσμα να γίνουν αντιληπτές από τους ναζί οι οποίοι τις εκτέλεσαν.
Η δράση του ηρωικού ζευγαριού σταμάτησε το Φθινόπωρο του 1944. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης εξέγερσης της πολωνικής αντίστασης ο Ζαν Ζαμπίνσκι τραυματίζεται, συλλαμβάνεται και μεταφέρεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τότε ήταν που ο Λουτζ Χεκ και υπόλοιποι ναζί κατάλαβαν. Ήταν ήδη αργά, ωστόσο, γι’ αυτούς καθώς η υποχώρηση προς το Βερολίνο είχε ήδη ξεκινήσει.
Η Αντονίνα γλίτωσε την εκτέλεση από καθαρή τύχη και ίσως επειδή είχε καλές σχέσεις με τον Χεκ ο οποίος τη βρήκε να είναι αγκαλιά με τη νεογέννητη κόρη της και δίπλα της να κλαίει ο μικρός γιος της οικογένειας. Στάλθηκε, όμως, στη Γερμανία απ’ όπου επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου.
Ο άνδρας της γύρισε στη Βαρσοβία και το 1949 άρχισαν και πάλι να λειτουργούν τον ζωολογικό κήπο. Το 1968 ανακηρύχθηκαν από το Ισραήλ «Δίκαιοι μεταξύ των Εθνών», ενώ ένα δέντρο φυτεύτηκε στη μνήμη τους στο Γιαντ Βασέμ, το μνημείο του Ολοκαυτώματος.
Η Αντονίνα έφυγε από τη ζωή το 1971. Ο Ζαν έλεγε για εκείνη πως: «δεν ανακατεύτηκε ποτέ με τα πολιτικά και την αντίσταση. Ήταν μια απλή νοικοκυρά που μετατράπηκε σε ύαινα όταν είδε πως συμπεριφέρονταν οι ναζί σε ανθρώπους και ζώα». Ο ίδιος πέθανε το 1974 και αφού είχε προλάβει να κάνει ξανά σπουδαίο τον ζωολογικό κήπο της Βαρσοβίας ο οποίος λειτουργεί μέχρι και σήμερα, ενώ η βίλα του ζευγαριού έχει μετατραπεί σε μουσείο.