«Όταν έχω κέφια, είμαι σε θέση να μελοποιήσω ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο…» έχει πει ο αξέχαστος Μάνος Λοΐζος ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες.
Πόσοι Έλληνες δεν βρήκαν παρηγοριά στα τραγούδια του; Πόσοι δεν βρήκαν καταφύγιο στη μουσική του; Τα τραγούδια του λιτά και έντεχνα, συνδέθηκαν άμεσα με τις λαϊκές μάζες.
Στην μουσική του πορεία γράφει μερικά από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια, συνεργαζόμενος με τους στιχουργούς Γιάννη Νεγρεπόντη, Φώντα Λάδη, Μανώλη Ρασούλη, Δημήτρη Χριστοδούλου και Λευτέρη Παπαδόπουλο, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1965 και από τότε οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι. Μια καταλυτική σχέση και μια σπάνια χημεία στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού.
Τραγούδια που ξεχώριζαν για τον λυρισμό και την τρυφερότητά τους, ερμηνεύτηκαν από μεγάλα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, όπως ο Γιάννης Καλατζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Πάριος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Στέλιος Καζαντζίδης.
«Είχα την ευτυχία και τη χαρά να συναντήσω τον Μάνο Λοΐζο από τα πρώτα του βήματα. Τον θυμάμαι στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, να κάθεται απέναντι μου ώρες αμέτρητες καθώς οι συζητήσεις μας δεν είχαν τελειωμό. Ο Λοΐζος δεν κατασκεύαζε. Και αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε. Γεννούσε. Κι αυτό γιατί έτσι το ένιωθε… Τρυφερός και καλός, γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες, στον αγώνα. Δεν ήταν πλατάνι ή βαλανιδιά. Ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου» έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης για τον μεγάλο συνθέτη (απόσπασμα από «Το Περιοδικό – ΑΝΘΡΩΠΟΙ, Πορτρέτα – 17/09/2015).
Στις 8 Ιουνίου του 1982 ο Μάνος Λοΐζος υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου πέρασε ένα δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Πεθαίνει δέκα ημέρες αργότερα στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982. Η είδηση του θανάτου του σκορπίζει μία απέραντη θλίψη στο λαό που τον αγάπησε και τον τραγούδησε…
«Ήταν Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου 1982, όταν ο Μάνος “επέστρεφε” οριστικά στην Αθήνα από τη Μόσχα, με αεροπλάνο της Αεροφλότ. Είχε πάει πριν από ενάμιση μήνα για να βρει την υγειά του κι επέστρεφε άψυχος, με συντροφιά τον φίλο του Φώντα Λάδη, που βρισκόταν την ίδια περίοδο στη Μόσχα για σπουδές. Κανένας δεν πίστευε, όταν έφευγε, ότι δεν θα γύριζε ζωντανός. Γι’ αυτό και ταξίδεψε μόνος, γεμάτος ελπίδες ότι θα νικήσει και θα ζήσει. Δεν τα κατάφερε και την Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου, έφυγε στα 45 του. Μακριά από τον τόπο του και τους δικούς του έπειτα από ένα δεύτερο θανατηφόρο εγκεφαλικό» γράφει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης στο βιβλίο του «Ένας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά». Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε Έλληνες ανθρώπους της τέχνης που γνώρισε και πλέον δεν βρίσκονται στη ζωή -με μοναδική εξαίρεση τον Μίκη Θεοδωράκη, σε μια προσπάθεια, παράλληλα με το έργο τους, να σκιαγραφήσει την ανθρώπινη πλευρά και τα πιστεύω τους.
«Θρήνος βουβός, κόκκινα τριαντάφυλλα και γαρίφαλα, από συγγενείς και φίλους που τον περίμεναν στο αεροδρόμιο» γράφει ο Δημήτρης Γκιώνης. Κι έπειτα η νεκροφόρα και η πομπή των αυτοκινήτων ως τους νεκροθαλάμους του Α’ νεκροταφείου. Εκεί το πρώτο προσκύνημα, που συνεχίστηκε την επομένη στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου. Για να ακολουθήσει το ίδιο απόγευμα η κηδεία με τις τιμές που του άξιζαν. Από την πολιτεία, τους συναδέλφους και τα πλήθη που συνέρρευσαν να τον κατευοδώσουν με τον θρήνο, τα χειροκροτήματα και τα τραγούδια του».
«Ο δρόμος σου είχε τη δική του ιστορία. Μια ιστορία σύντομη, μοναδική και μεγάλη. Γραμμένη χαρισματικά, με ήθος δημιουργού και φλέβα προικισμένη. Και δεν ήσουν ακόμα Μάνο μας ούτε 45 χρονών», είπε αποχαιρετώντας τον η υπουργός Πολιτισμού και φίλη του Μελίνα Μερκούρη, εκφράζοντας το αίσθημα για τον πρόωρο χαμό του.
«Να πας στο καλό Μάνο και σ’ ευχαριστούμε. Σε ευχαριστούμε γιατί ήσουν ο πρώτος που μας πήρε από το χέρι και μας έμαθε να αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας. Σ’ ευχαριστούμε γιατί μας άφησες τα τραγούδια σου» θα έλεγε η Χαρούλα Αλεξίου στο δικό της «αντίο».
«Τον θυμάμαι στο τελευταίο γλέντι της ζωής του, τρεις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο με το πρώτο εγκεφαλικό, που ήταν και η αρχή του τέλους. Ήταν στο σπίτι της Χαρούλας Αλεξίου και του τότε συζύγου της Αχιλλέα Θεοφίλου, εν μέσω φίλων αγαπημένων. Είχε κάποιες στεναχώριες με την προσωπική του ζωή (δεν πήγαιναν καλά οι σχέσεις με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση), αλλά σύντομα καθώς κυλούσε η βραδιά, βρήκε την καλή του διάθεση- με τη συνδρομή της Αλεξίου, που έκανε ολόκληρη παράσταση για να τον διασκεδάσει» γράφει στο βιβλίο του ο Δημήτρης Γκιώνης και συνεχίζει:
«Και κάποια στιγμή πήρε την κιθάρα κι άρχισε να τραγουδάει, όπως ξέρουν πολλοί συνθέτες να λένε τα τραγούδια τους και κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν η τελευταία φορά που τον ακούγαμε να τραγουδάει. Κι έπειτα με το εγκεφαλικό στο νοσοκομείο, όπου ένα πρωινό τον βρήκα μόνο. “Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βάλω στο άλλο κρεβάτι για να αλλάξω τα σεντόνια;” λέει μια νοσοκόμα. Και κάνω έτσι και τον σηκώνω στην αγκαλιά μου σαν πούπουλο, τόσο είχε αδυνατίσει. Αλλά δεν είχε χάσει το χαμόγελό του. “Θα περάσει που θα πάει”. Και καθώς δεν ξεχνούσε ότι ήταν πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – Στιχουργών Ελλάδας: “Γράψε κάτι για το σινάφι μας που δεν έχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τόσα λεφτά βγάζουν από μας”. Δεν ήμουν μόνο ο δημοσιογράφος που τον θαύμαζε και τον περιποιόταν. Ήμουν και φίλος μια και έλαχε να τον γνωρίσω και να κάνουμε παρέα πριν αναδειχθεί ως συνθέτης. Το βράδυ της ταφής του, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Άσπα είχαν μια καλή ιδέα να παραθέσουν ένα δείπνο στο σπίτι τους μια “μακαριά” για λίγους φίλους (την κόρη του Μάνου Μυρσίνη με τη μητέρα της Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο Νταλάρα με την Άννα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη κ.α) Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Νίκος Καρούζος εκφράζοντας την πικρία αλλά και την αγανάκτηση για τη “βιασύνη” του Λοΐζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής. Όπου λέει μόλις πεθάνει κάποιος, τον κρεμάνε σε ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε..».
Ο Μάνος Λοΐζος έφυγε πολύ νωρίς, μόλις στα 45 του χρόνια, έμεινε όμως το έργο του και με αυτό είναι σαν να υπάρχει και ο ίδιος.