Υπήρχαν εποχές, όχι ακριβώς θαμμένες στα βάθη του χρόνου, που εμείς τα Ελληνόπουλα παίζαμε στις αλάνες της γειτονιάς, τα πάρκα και τις πλατείες.
Και παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτοκυνηγητό, μακριά γαϊδούρα, κλέφτες και αστυνόμους, αγαλµατάκια, μήλα και τέτοια σπουδαία πράγματα.
Το αγαπημένο της δικής μας παρέας ήταν μακράν η αμπάριζα, καθώς αυτή συμπύκνωνε στα παιδικά μας μάτια όλα όσα θέλαμε από ένα παιχνίδι: την ανοιχτωσιά, την ανεμελιά, το ξέφρενο τρέξιμο και το σκάρωμα της στρατηγικής φυσικά. Αχ αυτή η στρατηγική που σε έκανε να μοιάζεις στρατηγός!
Γι’ αυτό και η καλή αμπάριζα ξεκινούσε πολύ πριν πιάσουν πόστο οι παίκτες γύρω από το δέντρο, μιας και όλα κρίνονταν στη δημιουργία της ομάδας. Είπαμε, στρατηγός σωστός!
Το καλό με την αμπάριζα είναι πως μπορούσε να παιχτεί πρακτικά παντού, καθώς το μόνο που χρειαζόσουν ουσιαστικά ήταν δυο στύλους σε σχετικά κοντινή απόσταση. Και τα πάντα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αμπάριζα, από δέντρα και στύλους της ΔΕΗ μέχρι σήματα, κάγκελα, τσιμεντοκολόνες…
Μπορούσες να την παίξεις στην άπλα της αλάνας ή τις «παγίδες» του πάρκου, στην ασφάλεια της σχολικής αυλής ή, όταν μεγάλωνες κομματάκι και σε άφηναν να κυκλοφορείς μόνος σου, ακόμα και στις αλέες των δρόμων, το απολύτως αγαπημένο μας σημείο, μιας και σε κείνες τις δεντροστοιχίες τα πράγματα δυσκόλευαν και ξεχώριζε ο καλός ο παίκτης από τον απλώς γρήγορο, εκείνο το παιδί δηλαδή που για άγνωστο λόγο η φύση το είχε προικίσει με καταραμένη σβελτάδα!
Μόνο που η αμπάριζα δεν ήταν ακριβώς δυο ομάδες που κυνηγιόνταν σαν τρελές σε προκαθορισμένο χώρο, αλλά μια ολόκληρη ιεροτελεστία, μια μύηση στην εφηβεία που γίνονταν από τα μεγαλύτερα παιδιά και όχι πάντα με τον κομψότερο δυνατό τρόπο…
Οι δύο αρχηγοί έπρεπε λοιπόν πρώτα να συμφωνήσουν για τις αμπάριζές τους, έργο που δεν ήταν πάντα εύκολο, καθώς ακόμα και το πάχος της αμπάριζας έπαιζε τον δικό του ρόλο σε όλο το αλισβερίσι. Ένας χοντρός κορμός στην αμπάριζα του αντιπάλου, για παράδειγμα, σου χάριζε μερικά πολύτιμα εκατοστά, αυτούς τους λιγοστούς πόντους που μπορούσαν ωστόσο να κάνουν τη μεγάλη διαφορά στο να προλάβεις να αγγίξεις την αμπάριζα του αντιπάλου και να κερδίσεις πριν σε αγγίξει ο αντίπαλος και χάσεις.
Αφού γινόταν μια εκτίμηση με το μάτι για το μέγεθος των δύο βάσεων και συμφωνούσαν οι αρχηγοί πως οι αμπάριζες ήταν δίκαιες, ξεκινούσε η μεγάλη διαπραγμάτευση για το ποιος θα πάει πού. Ισάριθμες σπανίως ήταν οι ομάδες, αν κι αυτό λίγη σημασία είχε για την τελική έκβαση του αγώνα.
Γιατί ήταν βλέπετε «εκείνοι» οι παίκτες που ήθελαν όλοι στην ομάδα τους και ήσουν έτοιμος να πληρώσεις πολλά για τη μεταγραφή τους στον δικό σου σύλλογο. «Σου δίνω αυτούς τους δυο και παίρνω αυτόν», έλεγε ο ένας ηγέτης επιλέγοντας το καμάρι της παρέας, τον φτεροπόδαρο μικρούλη που έτρεχε σαν δαίμονας και ελισσόταν σαν χέλι. Παρέα ήμασταν εξάλλου και ξέραμε καλά ποιος τραβούσε και ποιος όχι.
Και μετά ήταν πάντα κι αυτό το άβολο θέμα, ποιος θα πάρει τα κορίτσια. Γιατί βλέπετε οι μικρές μας φίλες ήταν κάπως πιο συνεσταλμένες στις αθλητικές τους επιδόσεις, κι έτσι η κυρίως μάχη δινόταν για το ποια αγόρια θα πάνε πού. Η μοιρασιά των κοριτσιών ήταν εύκολη υπόθεση και λυνόταν συνήθως στο φτερό, αποκαμωμένοι καθώς ήταν οι αρχηγοί από τις πύρινες συζητήσεις για τα αγόρια. Κι έτσι κατέληγες με άνισες αριθμητικά ομάδες, καθώς ήταν οι ικανότητες αυτές που μετρούσαν. Οι «καλοί» πού θα πάνε είχε σημασία, τα κορίτσια πιάνονταν εξάλλου εύκολα και τα είχες κυρίως για να φυλούν τις αμπάριζες ή να προστατεύουν τους αιχμαλώτους σου.
Μετά κάθε ομάδα πήγαινε στην αμπάριζα, ακουμπούσε στο δέντρο της και περίμενε τις διαταγές του αρχηγού για το ποιος θα βγει πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος θα παραφυλάει για ποιον. Ακόμα και παίκτες που μάρκαραν αποκλειστικά έναν αντίπαλο υπήρχαν, καθώς ο καλός της άλλης ομάδας απαιτούσε ειδικό χειρισμό για να μη φέρει την καταστροφή. Αν ο άλλος είχε τον Μέσι της αμπάριζας στις τάξεις του, εσύ θα είχες 2-3 να τον μαρκάρουν στενά, αντίμετρα βλέπετε πάντα υπήρχαν.
Παίρνοντας λοιπόν την ευλογία του αρχηγού, εκείνο το κοφτό «βγες», φώναζες «βγαίνω» και… έβγαινες. Εμείς «βγαίνω» φωνάζαμε, καθώς αυτό το «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω» το έλεγαν ακόμα παλιότερα. Άφηνες την προστασία της αμπάριζας δηλαδή και έτρεχες προς την άλλη, σταματώντας σε απόσταση ασφαλείας και προκαλώντας τους αντιπάλους να βγουν για να ξεκινήσει το παιχνίδι.
Αυτή η αρχική πρόκληση, αχρείαστη κατά τα άλλα, είχε τη δική της γλύκα, καθώς επαφιόταν αποκλειστικά στην προσωπικότητα του πιτσιρικά. Άλλος κορόιδευε, άλλος ειρωνευόταν, άλλος έκανε αστείες γκριμάτσες, άλλος χειρονομούσε σαν μανιακός. Κάποια στιγμή έβγαινε ένας αντίπαλος που σε «είχε», αν σε ακουμπούσε δηλαδή σε σκλάβωνε. Ένας δεύτερος δικός σου έβγαινε να σε υπερασπιστεί, μιας και πια αυτός «είχε» τον άλλο, και έτσι παιζόταν το πράγμα, στη βάση του ποιους «είχες», ποιοι σε «είχαν», ποιος μπορούσε να πιάσει ποιον δηλαδή.
Κι ενώ η αμπάριζα ήταν πολυπρόσωπο παιχνίδι και οι ομάδες μπορούσαν να αριθμούν ακόμα και 7-8 παίκτες η καθεμιά, θα περίμενε κανείς πως θα γινόταν σωστό κομφούζιο με το ποιος κυνηγάει ποιον και από ποιον κυνηγιέται. Μόνο που στην πράξη ήταν ολότελα απλό, τόσο απλό που τώρα που πέρασαν τα χρόνια σε κάνει να σκέφτεσαι πως στο καλό θυμόμασταν ποιος «είχε» ποιον! Κι όμως θυμόμασταν και παραθυμόμασταν και το παιχνίδι παιζόταν απρόσκοπτα. Σχεδόν απρόσκοπτα, καθώς τα καυγαδάκια, το αλατοπίπερο κι αυτού του παιχνιδιού, δεν έλειπαν.
«Εγώ βγήκα μετά από αυτόν», διαφωνούσαν κάποιες φορές οι ομάδες κι ένας νέος κύκλος αντιπαράθεσης είχε μόλις ανοίξει. Αν και αυτές οι διευθετήσεις κρατούσαν λίγο, μιας και είχες πάρει φούρια με το τρέξιμο και δεν είχες πια όρεξη για λόγια και τσακωμούς, κάτι που έκαναν οι μεγάλοι κι όχι εσύ.
Ο σκοπός της αμπάριζας ήταν πάναπλος και συμπυκνωνόταν στις μονολεκτικές οδηγίες του αρχηγού: «πιάσε την αμπάριζα» ή «πιάσε αυτόν». Αν κατάφερνες να ακουμπήσεις την αμπάριζα του άλλου χωρίς να σε πιάσουν, τότε σκόραρες έναν πολύτιμο πόντο. Αν πάλι γράπωνες κανέναν, ακουμπώντας τον απλώς πάνω στο κυνήγι, τότε τον έπαιρνες αιχμάλωτο. Τον έστηνες λίγα βήματα παραπέρα από την αμπάριζά σου και μπορούσε να ελευθερωθεί μόνο αν κάποιος παίκτης της ομάδας του τον ακουμπούσε.
Αλίμονο βέβαια, πάντα υπήρχε ένας που ήταν επιφορτισμένος με το φύλαγμα των αιχμαλώτων, όσων ήταν στη φυλακή σου, όπως λέγαμε χαρακτηριστικά, και το μόνο που έκανε ήταν να βγαίνει από την αμπάριζά του τελευταίος, ώστε να «έχει» όλους τους αντιπάλους και να μπορεί να τσακώσει όποιον θρασύτατα κοντοζύγωνε τους σκλαβωμένους.
Οι καλοί βέβαια έκαναν πολλά περισσότερα από αυτά, παίρνοντας ακόμα και προκλητικές πρωτοβουλίες! Και ήταν προκλητικές γιατί συνήθως ακολουθούσες πιστά τις εντολές του αρχηγού και περιθώρια για αυτόβουλη δράση σπανίως υπήρχαν. Μια καρπαζιά ή μια από αυτές τις απαγορευμένες λέξεις που έλεγαν οι μεγάλοι νομίζοντας πως δεν τους ακούμε διασφάλιζε την υποταγή της ομάδας στα παραγγέλματα του στρατηγού…
Όχι και πάλι όχι, κατά κανέναν τρόπο όχι! Η αμπάριζα ήταν πρωτίστως διασκέδαση, άλλη μια ανέμελη αφορμή να είσαι εκτός σπιτιού και να ξεδίνεις με την καρδιά σου. Αμπάριζα σήμαινε παλιοπαρέα, τρέξιμο μέχρι σκασμού, ξενοιασιά, αλλά και ένας ακόμη καλός λόγος να μη διαβάσεις για αύριο.
Αμπάριζα σήμαινε όμως και σκέψη, δαιμόνια και ανατρεπτική σκέψη, αυτή που προτιμούμε εμείς οι Έλληνες. Ποιος δεν θυμάται την ανθρώπινη αλυσίδα που κάναμε από την αμπάριζά μας ώστε ο τελευταίος να είναι πιο κοντά στο αντίπαλο δέντρο και να προστατεύεται ευκολότερα στον γυρισμό; Και τους ομηρικούς καυγάδες μετά για το αν συνιστούσε «κλεψιά» ή αν εντασσόταν στους κανόνες του παιχνιδιού!
Και ποιους κανόνες δηλαδή, που τους τραβούσες από δω, τους τραβούσες από κει, ώστε να χωρέσουν στον μοναδικό σκοπό του παιχνιδιού, τη νίκη; Κανόνες υπήρχαν μεν, τους ξεπερνούσες όμως με τη φαντασία ή τις διαπραγματευτικές σου ικανότητες. Όταν μάλιστα η αμπάριζα παιζόταν με την αντίπαλη παρέα της αλάνας, που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο μισιόσασταν θανάσιμα, τότε τον πρώτο λόγο έπαιρνε η «σοβαρότητα» στο παιχνίδι, η καλομελετημένη στρατηγική κι αυτό το «όλα για τη νίκη».
Αμπάριζα σήμαινε τότε ακόμα και κάνα ματωμένο γόνατο ή κάνας τρικούβερτος καυγάς, αφού ήταν σαφές πως κανείς δεν ήθελε να χάσει. Ειδικά από «κείνη» την παρέα που οι κοκορομαχίες πήγαιναν σύννεφο.
Μεγαλώνοντας μάλιστα η αμπάριζά μας παιζόταν αποκλειστικά στα πεζοδρόμια, καθώς ήταν δυσκολότερη και καταλληλότερη για τα μεγάλα παιδιά που είχαμε εντωμεταξύ γίνει. Τώρα κρυβόσουν και πίσω από κάνα αυτοκίνητο και καραδοκούσες για τον αντίπαλο που πλησίαζε την αμπάριζά σου πιστεύοντας πως ήταν αφύλακτη. Εκεί να δεις αψιμαχίες περί νομιμότητας της κίνησης! Και θα ήταν πάντα κι αυτός ο ενοχλητικός περαστικός που θα περνούσε μέσα από τον χώρο σου, προκαλώντας νέους διαξιφισμούς επειδή στάθηκε εμπόδιο στην προέλασή σου.
Κάποιοι μάλιστα είχαμε την κακιά συνήθεια να συνεχίζουμε την αμπάριζα και σε σχετικά προχωρημένες ηλικίες. Φοιτητές πια όλοι μας και διασκορπισμένοι από δω κι από κει, μαζευόμασταν στη βάση μας στις γιορτές και μετά την απαραίτητη βραδινή έξοδο που επιβεβαίωνες πόσο είχες μεγαλώσει με κάνα ποτό στο χέρι, επέστρεφες στην ίδια αλάνα για λίγη αμπάριζα!
Λίγη μεθυσμένη και μεταμεσονύχτια πια αμπάριζα, αλλά η νίκη δεν είχε τώρα σημασία. Είμασταν πάλι όλοι μαζί και παίζαμε αμπάριζα, έφτανε και περίσσευε. Οι θριαμβευτικές κραυγές του παρελθόντος όταν αιχμαλώτιζες τον αρχηγό είχαν ήδη δώσει τη θέση τους στο νοσταλγικό γέλιο για μια εποχή που είχε περάσει για όλους μας ανεπιστρεπτί. Ή μήπως όχι; Αμπάριζα δεν παίζαμε εξάλλου ακόμα;
Κι αν σήμερα η αμπάριζα μοιάζει να έχει λουφάξει ως παιδικό παιχνίδι, η γλώσσα μας αρνείται να την αφήσει να χαθεί. «Παίρνω αμπάριζα» λέμε, κάτι που πάει να πει «παίρνω σβάρνα», παρασύρω στο διάβα μου ή αναζητώ κάτι επίμονα, όπως επιβεβαιώνει και το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Τριανταφυλλίδη.
Θα πάρω αμπάριζα δηλαδή και δεν θα ξέρεις πού να κρυφτείς!