Διέδιδαν την ιδεολογία του μίσους, ασκούσαν βία και εκφόβιζαν, σκορπώντας τον τρόμο στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές του 1930. Ήταν η παραστρατιωτική οργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος που έπαιξε ρόλο-κλειδί στην άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία.
Τα Τάγματα Εφόδου συνόδευαν τον Χίτλερ στις δημόσιες εμφανίσεις του, λειτουργώντας ως σωματοφύλακές του, ενθάρρυναν τους υποστηρικτές του Φύρερ να ασκούν βία κατά των Εβραίων και των πολιτικών αντιπάλων, βία που ασκούσαν και οι ίδιοι σε κάθε ευκαιρία. Η δύναμή τους διαρκώς ενισχυόταν και το 1934 είχαν γίνει υπερβολικά ισχυροί, τόσο ισχυροί που έπρεπε να αποδυναμωθούν.
Τα Sturmabteilung (συντομογραφία: SA, Τάγματα Εφόδου) ιδρύθηκαν στο Μόναχο από τον Αδόλφο Χίτλερ το 1921. Τα πρώτα του μέλη προέρχονταν κυρίως από τα Freikorps (Ελεύθερα Σώματα), παραστρατιωτικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν στη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από πρώην στρατιώτες, που μάχονταν τους αριστερούς στους δρόμους τις πρώτες ημέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Γνωστοί και ως «καφέ πουκάμισα», τα SA φορούσαν καφέ στολές, επηρεασμένες από τις στολές των Μελανοχιτώνων του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία. Με το καφέ, ξεχώριζαν και από τα SS, που φορούσαν μαύρα.
Οι άντρες των SA προστάτευαν τις συγκεντρώσεις του κόμματος, παρελαύναν σε πορείες των Ναζί και είχαν αναλάβει την άσκηση βίας και εκφοβισμού των πολιτικών αντιπάλων.
Προσωρινά σε αποδιοργάνωση με το αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπιραρίας του Χίτλερ το 1923 για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία από τον ίδιο και τους εθνικοσοσιαλιστές του κόμματός του, τα Τάγματα Εφόδου αναδιοργανώθηκαν το 1925 και σύντομα ξανάρχισαν να εφαρμόζουν τις βίαιες μεθόδους τους, εκφοβίζοντας ψηφοφόρους σε εθνικές και τοπικές εκλογές.
Τα «αναγεννημένα» Τάγματα Εφόδου αποκτούν τότε την πρώτη τους επίσημη στολή καθώς και τα πρώτα τους διακριτικά των βαθμών. Πέρα από την καφέ στολή, τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου φορούσαν περιβραχιόνια με τη σβάστικα και ένα συγκεκριμένο καπέλο. Αρχικά, χρησιμοποιούσαν τους βαθμούς που ίσχυαν πριν από το 1923, αυτό όμως άλλαξε το 1926 όταν τοπικές μονάδες των SA άρχισαν να οργανώνονται σε μεγαλύτερους σχηματισμούς, γνωστούς ως Standarten. Κάθε τέτοιος σχηματισμός διοικούνταν από έναν αξιωματικό που αποκαλούνταν Standartenführer. Την ίδια περίοδο, για να ξεχωρίζουν, οι αξιωματικοί άρχισαν να φορούν φύλλα βελανιδιάς στον γιακά της στολής ως διακριτικά του βαθμούς τους. Όσα περισσότερα τα φύλλα, τόσο μεγαλύτερος ο βαθμός. Οι χαμηλότεροι βαθμοί δεν φορούσαν ακόμη διακριτικά.
Το 1928 απαιτήθηκε μια διεύρυνση των βαθμών των SA εξαιτίας του αυξανόμενου αριθμού των μελών τους. Μια ακόμη αλλαγή το 1928 ήταν η δημιουργία του βαθμού Gruppenführer, που χρησιμοποιούσε το διακριτικά με τα τρία φύλλα βελανιδιάς, το οποίο φορούσε προηγουμένως μόνο ο ανώτερος αρχηγός. Την ίδια περίοδο, τα Τάγματα Εφόδου αρχίζουν να χρησιμοποιούν διακριτικά και για τα νέα μέλη.
Ηγέτης των Ταγμάτων Εφόδου αναλαμβάνει τον Ιανουάριο του 1931 ο Ερνστ Ρεμ, που ονειρεύεται να καταστήσει τα SA την κύρια στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας. Υπό τον Ρεμ, η δύναμη των Ταγμάτων Εφόδων αυξάνεται σε 400.000 άντρες το 1932 και ίσως και μέχρι 2.000.000 -20 φορές μεγαλύτερη από τη δύναμη του τακτικού στρατού της χώρας- μέχρι ο Χίτλερ να αναλάβει την εξουσία το 1933.
Τις πρώτες ημέρες του ναζιστικού καθεστώτος, τα SA πραγματοποιούσαν επιθέσεις στους δρόμους κατά Εβραίων και αντιπάλων των Ναζί. Για το ναζιστικό κόμμα, τα «καφέ πουκάμισα» – στις τάξεις των οποίων περιλαμβάνονταν και άνεργοι και μαθητές- ήταν «πολιτικοί στρατιώτες. Για τον Γκέμπελς, ο ρόλος τους ήταν «η κατάκτηση του δρόμου». Στους δρόμους του Βερολίνου, οι κυρίως νεαροί αυτοί άντρες καλούνταν να συμβιβάσουν και να προτάξουν δύο προηγουμένως εχθρικές αντιλήψεις: τον εθνικισμό, ο οποίος σύμφωνα με τον Γκέμπελς έπρεπε «να ανασχηματιστεί με έναν περισσότερο επαναστατικό τρόπο», και τον «πραγματικό σοσιαλισμό» απελευθερωμένο από τον Μαρξ.
Οι Εβραίοι του Βερολίνου βρέθηκαν στο στόχαστρο αυτού του πειράματος, που είχε ως στόχο να φέρει στα άκρα την κοινωνική και πολιτική ένταση στη γερμανική πρωτεύουσα.
Το 1925, ο Χίτλερ διέταξε την ίδρυση της Schutzstaffel, περισσότερο γνωστής συντομογραφικά ως SS, μια ομάδα που ήταν ξεχωριστή και παράλληλα συνδεόταν με τα SA. Τα SS αποτελούν αρχικά από οκτώ μόλις άτομα στα οποία είχε ανατεθεί η προσωπική ασφάλεια του Αδόλφου Χίτλερ και άλλων κορυφαίων Ναζί.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1929, ο Χίτλερ ορίζει τον Χάινριχ Χίμλερ αρχηγό των SS. Ο Χίμλερ, ένθερμος αντισημίτης όπως και ο Χίτλερ, εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα το 1923 και βοήθησε στην άσκηση προπαγάνδας του κόμματος. Ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να διαχωρίσει τα SS από τα SA, να μεταμορφώσει τα SS σε μια ελίτ δύναμη περισσότερο ικανή από τα SA και τελικά να αλλάξει τη λειτουργία της οργάνωσης εντός του ναζιστικού κόμματος.
Υπό την καθοδήγηση του Χίμλερ, τα SS εξελίχθηκαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια σε μια σημαντική παραστρατιωτική μονάδα. Το 1932, τα SS μετρούσαν χιλιάδες μέλη, τα οποία φορούσαν μαύρες στολές. Στις αρχές του 1933, η δύναμή τους ανερχόταν σε 50.000 άντρες. Τον Απρίλιο του 1934, ο Χίμλερ ανέλαβε επικεφαλής της μυστικής κρατικής αστυνομίας, γνωστής ως Γκεστάπο.
Την ίδια περίοδο, τα Τάγματα Εφόδου αντιμετωπίζονταν με μία δυσπιστία από τον στρατό της χώρας και τους πλούσιους βιομηχάνους, δύο ομάδες τη στήριξη των οποίων ήθελε να εξασφαλίσει ο Χίτλερ. Ενάντια στις επιθυμίες του Φύρερ, ο Ρεμ συνέχιζε να πιέζει για μια «δεύτερη ναζιστική επανάσταση» με σοσιαλιστικό χαρακτήρα και ήλπιζε να ενσωματώσει τον κανονικό στρατό στα SA και υπό τη δική του ηγεσία.
Το τέλος του θα σφραγιζόταν τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», στις 30 Ιουνίου 1934, όταν ο Χίτλερ, χρησιμοποιώντας δυνάμεις των SS προχώρησε σε μια εκκαθάριση της ηγεσίας των SA. Ο Ρεμ και δεκάδες ακόμη στελέχη εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια, η δύναμη των Ταγμάτων Εφόδου περιορίστηκε σημαντικά, ωστόσο συνέχισαν να υφίστανται χωρίς όμως να παίζουν τον σημαντικό πολιτικό ρόλο τους στις υποθέσεις του ναζιστικού καθεστώτος.