Μπροστά στα μάτια του νόμου όλοι και όλες είναι ίσοι. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι, ανεξάρτητα από το είδος του αδικήματος που φέρεται να έχουν κάνει, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, την ταξική τους υπόσταση, θρησκευτικά ή άλλου είδους χαρακτηριστικά που μπορεί να χρησιμοποιηθούν ενάντια κάποιου ή υπέρ κάποιου άλλου. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που κάποιος διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα, το αποδεχτεί αλλά έχει πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες;
Στα μάτια του νόμου, ο πρώτος serial killer του Νόξβιλ, στο Τενεσί και γενικότερα στις ΗΠΑ (που έχει δει από τα πλέον σοκαριστικά εγκλήματα στην σύγχρονη ιστορία της), έχει αποδειχτεί ένα φρικιαστικό έγκλημα, αλλά δεν έχει δικαστεί ποτέ για αυτό. Βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα για ένα σωρό αδικήματα αλλά όχι για τους φόνους που έκανε.
Μία ιστορία ενός διαταραγμένου ανθρώπου με διχασμένη προσωπικότητας, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, με σύνδρομο πολλαπλών ταυτοτήτων και ένα ολόκληρο αστυνομικό και δικονομικό σύστημα που έμεινε αποσβολωμένο μπροστά σε μία υπόθεση η οποία δεν είχε υπάρξει ξανά στα χρονικά. Στη διάρκεια αρκετών εβδομάδων πίσω στο 1992, τέσσερις γυναίκες κατακρεουργήθηκαν στα Απαλάχια Όρη και η υπόθεση της δολοφονίας τους δεν μπορεί να κλείσει και μάλλον δεν θα κλείσει ποτέ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 90 o Τόμας Χάσκι ήταν αρκετά γνωστός στην τοπική κοινωνία του Νόξβιλ στο Τενεσί και ιδιαίτερα στο δρόμο όπου ο έρωτας αγοράζεται και πουλιέται της μετρητοίς, την οδό Μανόλια. Οι εκδιδόμενες γυναίκες είχαν σχεδόν επικηρύξει έναν μεγαλόσωμο άνδρα ο οποίος της πλησίαζε για να αγοράσει τις υπηρεσίες τους, τις παρέσυρε σε ένα κομμάτι του δάσους σε ένα απόμερο σημείο μιας επαρχιακής οδού και συχνά τις βασάνιζε. Ανάλογα με το ποιος εαυτός του τις είχε πλησιάσει αρχικά.
Το παρατσούκλι του «Zoo Man» (ο άνθρωπος του ζωολογικού κήπου) είχε προκύψει μιας και βοηθούσε τον πατέρα του στον τοπικό ζωολογικό κήπο, φροντίζοντας τους ελέφαντες. Ο Zoo Man ωστόσο ήταν περιβόητος για την συμπεριφορά του, αλλά κάποιες από τις γυναίκες συνέχιζαν να του επιτρέπουν τις χτυπάει και να τις βασανίζει καθώς είχαν ανάγκη από τα χρήματα.
Το 1992 όμως ξεπέρασε τα (ήδη ξεπερασμένα) όρια καθώς βιαιοπράγησε απέναντι σε μία γυναίκα και ληστεύοντάς την, αφήνοντάς την να κινδυνεύσει από το κρύο και τα άγρια ζώα στο απομακρυσμένο σημείο που του άρεσε. Η γυναίκα έκανε καταγγελία στην αστυνομία και οι αρχές πήγαν στο σημείο που τους υπέδειξε. Έπιασαν τον Χάσκι επί τω έργω με μία ιερόδουλη και τον συνέλαβαν επί τόπου.
Προσπάθησαν να φτιάξουν μία στιβαρή υπόθεση εναντίον του ώστε να σταματήσει την βίαιη δράση του. Και άλλες γυναίκες βρέθηκαν να καταθέσουν ότι τις είχε κακοποιήσει στο συγκεκριμένο σημείο. Ωστόσο ξαφνικά όλες όσες είχαν μιλήσει αρχικά στις αρχές αναίρεσαν τις καταθέσεις τους. Και έτσι ο Χάσκι επέστρεψε στους δρόμους. Και φρόντισε από εκείνο το σημείο και πέρα να μην επιτρέψει να υπάρχουν μάρτυρες για αυτά που είχε σχεδιάσει στο διαταραγμένο του μυαλό.
Ένας κυνηγός τυχαία ανακάλυψε το πρώτο πτώμα στις 20 Οκτωβρίου του 1992. Το όνομα του θύματος ήταν Πατρίτσια Άντερσον. Βρέθηκε στραγγαλισμένη, αλυσοδεμένη με ένα φόρεμα να την σκεπάζει. Η κοπέλα ήταν έγκυος…
Τις επόμενες μέρες οι αρχές ανακάλυψαν τι σωρούς άλλων δύο γυναικών σε προχωρημένη σήψη και τα κόκκαλα μιας τέταρτης γυναίκας. Οι δύο πρώτοι σωροί ήταν κατακρεουργημένη από τα άγρια ζώα του δάσους. Και οι τέσσερις γυναίκες είχαν ένα κοινό: Υπήρχαν αναφορές που τις συνέδεαν με τον δρόμο των ιερόδουλων και επεσήμαναν ότι εκδίδονταν. Δεν υπήρχε κάποια αναφορά για την εξαφάνισή τους ή κάποιο αρχικό στοιχείο. Μέχρι που ένας ντετέκτιβ του τοπικού αστυνομικού τμήματος θυμήθηκε ότι κοντά σε αυτό το σημείο είχαν πιάσει τον Χάσκι με μία ιερόδουλη την στιγμή της πράξης.
Σε μία «φαντασμαγορική» επιχείρηση η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι που έμενα ο Χάσκι με τους γονείς του, όντας χωρισμένος και πατέρας δύο παιδιών. Στην έρευνα που έκαναν βρέθηκε σκοινί το οποίο έμοιαζε με εκείνο που είχε εντοπιστεί δίπλα στις σωρούς των γυναικών καθώς και πολλά γυναικεία χρυσαφικά τα οποία ταυτοποιήθηκαν ότι άνηκαν σε κάποιες από τις δολοφονημένες γυναίκες.
Οι αρχές πίστευαν ότι είναι πολύ κοντά στο να δέσουν την υπόθεση και να καταφέρουν να πετύχουν την καταδίκη και την θανατική ποινή για τον πρώτο serial killer της περιοχής τους. Στην πρώτη ανάκριση που έγινε οι αστυνομικοί είδαν τον γνωστό Χάσκι που ήξεραν. Έναν άνθρωπο σχετικά χαμηλών τόνων, σχεδόν φοβισμένο που μιλούσε χαμηλόφωνα. Λίγο πριν περάσει την πόρτα της φυλακής ως προφυλακισμένος όμως, μιας και είχε αποδεχτεί τους βιασμούς τουλάχιστον των 4 γυναικών που βρέθηκαν νεκρές, ζήτησε από τους αστυνομικούς να του δώσουν και άλλο χρόνο μιας και είχε να τους πει και κάτι ακόμα.
Όταν αυτοί ξαναμπήκαν στην αίθουσα της ανάκρισης με έναν άλλον άνθρωπο ονόματι Κάιλ. Ο αστυνομικός που τον ανέκρινε τον χαρακτήρισε ως «απαιτητικό, αγροίκο, νταή που απειλούσε τους πάντες και τα πάντα».
«Δώσε μου ένα τσιγάρο και θα σου πω τα πάντα», είπε ο άνδρας και συνέχισε «με λένε Κάιλ. Μισώ αυτόν τον τύπο τον Τόμι». Ο δεύτερος εαυτός του Χάσκι μίλησε για όλα. Πώς βασάνισε και δολοφόνησε τις γυναίκες αφού πρώτα τις είχε βιάσει. Ο Τόμι ήταν αριστερόχειρας. Ο Κάιλ χρησιμοποιούσε μόνο το δεξί του. «Ήταν τα “πειράματά” μου. Το έκανα γιατί ήθελα να εκδικηθώ τον Τόμι».
Δεν ήταν όμως μόνο εδώ που τα πράγματα έγιναν περίεργα. Ο Χάσκι εμφάνισε άλλη μία προσωπικότητα. Έναν «Βρετανό» με τέλεια αγγλική προφορά που έλεγε τον εαυτό του Νταξ. Μετά όμως εμφάνισε και μία μειλίχια προσωπικότητα που την ονόμαζε Τίμοθι.
Η ψυχική κατάσταση του Χάσκι ήταν ένα βασικό επιχείρημα των ανθρώπων που τοποθετήθηκαν από την πολιτεία να τον υπερασπιστούν. Η εισαγγελία ζητούσε την θανατική ποινή και υποστήριξε ότι ο Χάσκι έχει σώας τα φρένας και είναι ένας ευφάνταστος serial killer. Η υπεράσπιση θέλησε να πείσει τους ενόρκους ότι είχαν να κάνουν με έναν πλήρως διαταραγμένο άτομο το οποίο ό,τι έκανε, το έκανε μία από τις πολλαπλές προσωπικότητές του.
Και κατά τη διάρκεια της δίκη του που κράτησε κοντά στα 15 χρόνια αλλά και της φυλάκισής του ο Χάσκι εμφάνισε αρκετές φορές τις προσωπικότητές του σοκάροντας τους ενόρκους. Στην αρχή ο εισαγγελέας κατάφερε να επιτύχει καταδίκη του Χάσκι το 1996 για βιασμό και απαγωγή σε ποινή κάθειρξης 64 ετών. Το μέλημά τους ήταν να βρίσκεται στη φυλακή. Το 1999 ξεκίνησε η δίκη του για τους φόνους.
Λόγω της φύσης της υπόθεσης στο δικαστήριο Νοξβιλ είχαν συρρεύσει τηλεοπτικά δίκτυα από όλη την πολιτεία. Η δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση ήταν τεράστια και οι ένορκοι είδαν μπροστά στα μάτια τους μία μάχη ειδικών ψυχολόγων, ψυχιάτρων και ερευνητών οι οποίοι είχαν έρθει ως μάρτυρες από την κάθε πλευρά για να στηρίξουν τα επιχειρήματα.
Μετά από μήνες ακροάσεων οι ένορκοι δεν κατέληξαν σε απόφαση. Κατέληξαν στο ότι αυτός τις σκότωσε αλλά όχι για την πνευματική του κατάσταση. Ο δικαστής ανακήρυξε κακοδικία και εν τέλει το 2005 οι κατηγορίες για φόνο κατέπεσαν.
Σήμερα ο Χάσκι κρατείται σε φυλακές μεσαίες κλίμακας ασφάλειας κοντά στην Αλαμπάμα. Έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος serial killer που αποδέχτηκε τους φόνους που διέπραξε αλλά δεν καταδικάστηκε ποτέ για αυτούς.