Τον Αύγουστο του 1978 η πτήση της Ολυμπιακής – ΟΑ 411 για Νέα Υόρκη, παραλίγο να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο πολύνεκρα δυστυχήματα στα αεροπορικά χρονικά. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Μία έκρηξη ακούστηκε στη δεξιά πλευρά του Jumbo 747 με πιλότο το Σήφη Μιγάδη και συγκυβερνήτη τον Κώστα Φικάρδο. Ο κινητήρας Νο 3 είχε καταστραφεί κατά την απογείωση από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. «Αυτό που ήξερα, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, ήταν ότι έχουμε σκοτωθεί», ανέφερε στη μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε ο Μιγάδης. «Όλοι εμείς μετά από αυτό ζούμε λαθραία, δεν παύει όμως να υπάρχει και στις πιο δύσκολες στιγμές μία ελπίδα, που μπορεί να δώσει ζωή», είχε πει μεταξύ άλλων ο κυβερνήτης. Κατάφερε να κρατήσει το Jumbo 747 στον αέρα, πετώντας σε ύψος 55 μέτρων από το έδαφος, πάνω από τις ταράτσες των πολυκατοικιών, με ταχύτητα κάτω από το όριο στήριξης, πετώντας με πολύ χαμηλή ταχύτητα για αεροπλάνο, που έφτασε ακόμα και τα 164 μίλια. Με επιδέξιους χειρισμούς κατάφερε να προσγειώσει το αεροπλάνο στο Ελληνικό. Όλοι οι προσομοιωτές πτήσης της κατασκευάστριας, Boeing, έβλεπαν ότι το αεροπλάνο έπεσε. Εκείνος πήγε κόντρα στους αεροπορικούς κανονισμούς και κατάφερε να σώσει το αεροπλάνο. Η μικρότερη από τις δύο κόρες του, Ειρήνη, καταθέτει την προσωπική της μαρτυρία στο newsbeast.gr για το περιστατικό, το οποίο την εποχή εκείνη πολλοί προσπάθησαν να αποκρύψουν. Όλα κρίθηκαν σε 93 δευτερόλεπτα, όσα κράτησε η πτήση πάνω από την Αθήνα και ενώ ένα από τα επικρατέστερα σενάρια στο μυαλό του Μιγάδη ήταν να ρίξει το αεροπλάνο στο όρος Αιγάλεω για να περιορίσει το μέγεθος της καταστροφής.
Η μαρτυρία…
«Ήμουν 19 ετών τότε. Βρισκόμαστε στο πατρικό μου στη Νέα Σμύρνη, ένα αργόσχολο καλοκαιρινό πρωινό. Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας ξάδερφός μου, ο οποίος ρωτούσε πού είναι ο Σήφης. “Ο Σήφης έφυγε, έχει δρομολόγιο για Νέα Υόρκη”, απαντήσαμε εμείς. “Μα… Ένα Jumbo περνάει αυτή την ώρα κάτω από τους προβολείς στο γήπεδο Πανιωνίου”, επέμεινε εκείνος. “Βλέπω τα πρόσωπα των επιβατών. Τι έγινε;”. “Δεν ξέρουμε…” Αμέσως πήραμε τηλέφωνο στην επιμελητεία του αεροδρομίου η αδερφή μου κι εγώ. Ρωτούσαμε τι είχε συμβεί. Εκείνοι μας ζήτησαν να περιμένουμε. Τελικά απάντησαν, λέγοντάς μας ότι υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα και το αεροπλάνο επιστρέφει. Ξεκινήσαμε αμέσως για το αεροδρόμιο. Όταν φτάσαμε το αεροπλάνο δεν είχε προσγειωθεί ακόμα. Θυμάμαι ότι ανεβήκαμε στην ταράτσα και το είδαμε να έρχεται. Έχω την εικόνα του μέσα στο μυαλό μου, όπως ακριβώς είχε φανεί τότε στα μάτια μου. Να κατεβαίνει αλώβητο. Άψογο και περήφανο έκανε την προσγείωσή του. Μερικά λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα, πήγε η σκάλα, και κατέβηκε ο πατέρας μου. Ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Ένας λαμπερός, ευτυχισμένος άνθρωπος. Σιγά σιγά άρχισε να αδειάζει το αεροπλάνο».
Τι συνέβη
«Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, κι εκείνος μάζεψε τις ρόδες του αεροπλάνου. Κατάφερε να λειτουργήσει άμεσα υπό συνθήκες ασφυκτικής πίεσης. Τα πάντα κράτησαν ενάμισι λεπτό. Πέταξε με τα χέρια κρατώντας το τιμόνι του αεροπλάνου σταθερό επί ενάμισι λεπτό. Είχε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να το παλέψει, παρά το γεγονός ότι στο μυαλό του φαντασιωνόταν ήδη, εμάς, τα παιδιά του, να είμαστε μαζεμένα πάνω από τον τάφο του. Στον ελάχιστο χρόνο που συνέβησαν όλα, επεξεργάστηκε διάφορα σενάρια. Σκεφτόταν να το ρίξει στο Αιγάλεω με την κοιλιά, μήπως και σωθεί κανένας από τους επιβάτες. Ωστόσο όπως είχε πει ο ίδιος στη συνέντευξή του στον Παπαπέτρου, βλέποντας τα λεπτά να περνούν και τις συνθήκες να καλυτερεύουν: “Δεν μου χρειαζόταν πια το Αιγάλεω. Το άφησα το Αιγάλεω. Έφυγα”. Kάθε στιγμή ήταν και ένα νέο πλάνο, επανεκτιμούσε τις συνθήκες. Μόνο ανθρώπινο μυαλό με βέλτιστη λειτουργία θα μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο».
Τι θα είχε συμβεί
«Εάν δεν σωζόταν το αεροπλάνο, μία φλεγόμενη βόμβα με 130 τόνους καυσίμων, θα έπεφτε και θα συρόταν σε κατοικημένη περιοχή για τουλάχιστον 500 μέτρα. Θα είχαμε 400 νεκρούς επιβάτες και χιλιάδες νεκρούς στο έδαφος. Και φυσικά ένα φαινόμενο ντόμινο, που θα έφερνε την ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή για την Ολυμπιακή». «Μετά το περιστατικό, το πλήρωμα κατευθύνθηκε προς τα γραφεία της Ολυμπιακής στο αεροδρόμιο. Μπορέσαμε να τον δούμε ελάχιστα. Μόνο ένα φιλί, ένα “είμαστε καλά”, κι αυτό ήταν όλο. Μία αεροσυνοδός του είπε: “συγχαρητήρια κύριε Μιγάδη, αλλά εγώ δεν θα μπορέσω να συνεχίσω μαζί σας”. Ήταν μεγάλο σοκ για το πλήρωμα. Οι επιβάτες μπορεί να μην είχαν καταλάβει εκείνη τη στιγμή, τι ακριβώς είχε συμβεί, ωστόσο τα μέλη του πληρώματος, όντας επαγγελματίες, είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως την κατάσταση. Η μητέρα μου έφτασε λίγο αργότερα στο αεροδρόμιο. Όταν το μάθαμε εμείς, εκείνη έλειπε από το σπίτι. Επέστρεψε και αναρωτήθηκε που ήμαστε. Κατάλαβε αμέσως… Δύο ώρες αργότερα ο πατέρας μου πέταξε ξανά». «Όταν γύρισε από την Αμερική τρεις ημέρες αργότερα, ξεκίνησαν οι έρευνες για το περιστατικό. Δεν υπήρχε καμία επιβράβευση προς το πρόσωπό του. Για πολλούς ήταν υπερβολικά δύσκολο να δεχτούν αυτό που είχε συμβεί, καθώς και το ρόλο που διαδραμάτισε ο Μιγάδης σε όλο αυτό. Το είχε παραδεχτεί και ο ίδιος άλλωστε: “Εάν άκουγα ότι ένα αεροπλάνο πέταξε γεμάτο επιβάτες και καύσιμα, χωρίς μηχανές, θα έλεγα ότι είναι αδύνατον”».
«Ζούσαμε πάντα με έναν ήρωα»
«Στο σπίτι ζούσαμε πάντα με έναν ήρωα. Ο πατέρας μας δεν έγινε ήρωας με το περιστατικό αυτό. Είχε ένα αντισυμβατικό στοιχείο στο χαρακτήρα του και από μικρός ήταν δραστήριος. Είχε λάβει μέρος στη μάχη της Κρήτης, είχε πληγωθεί στα 17 του, λίγο έλειψε να του κόψουν το πληγωμένο του πόδι, βομβαρδίστηκε το νοσοκομείο, έφυγε από την Κρήτη με υποβρύχιο, ξαναγύρισε… Είχε εκπαιδευτεί στη Ροδεσία από Εγγλέζους. Μάλιστα την ώρα που περνούσε από εξετάσεις, είπε στον εκπαιδευτή: “Mην ανακατευτείς σε παρακαλώ στην πορεία που μου έχετε δώσει να εκτελέσω”. Και έτσι έγινε. Ο εκπαιδευτής όταν του έδωσε το πτυχίο του έδωσε συγχαρητήρια. Ωστόσο τον προέτρεψε να μην ξαναπετάξει. Ήταν μία άσκηση μεγάλης ακρίβειας και έκρινε ότι ο Μιγάδης ήταν υπερβολικά τολμηρός. Ο πατέρας μου δεν φοβόταν τον κίνδυνο. Τον σεβόταν. Ρίσκαρε εκεί που ένιωθε ότι έπρεπε να ρισκάρει. Εμείς ζούσαμε αυτόν τον άνθρωπο. Γνωρίζαμε καλά ποιος ήταν. Για τους γραφειοκράτες όμως η αναγνώριση του άργησε να έρθει».
Τα συμπεράσματα…
«Πολλές φορές χρειάστηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του μετά το συμβάν. Ότι τα πράγματα ήταν όπως έγιναν, και όχι κάπως αλλιώς όπως υπέθεταν κάποιοι άλλοι. Ο ίδιος βρέθηκε πολλές φορές σε άμυνα στη διάρκεια της καριέρας του. Δεν ήταν ο πιο βολικός, ο πιο συμβατικός άνθρωπος. Είχε τις απόψεις του και ήταν δύσκολος στη διαπραγμάτευση. Σε ένα ταξίδι που έκανα, αντιλήφθηκαν ότι είμαι η κόρη του Μιγάδη και ξεκίνησε συζήτηση για το περιστατικό. Άκουσα τότε από έναν πιλότο ότι “o Mιγάδης φοβήθηκε”. Πραγματικά αδυνατούσα να απαντήσω. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ όμως, γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν παύουν να είναι μικρόψυχοι. Θέλω όμως να πω ότι ακόμα και σήμερα έρχονται άνθρωποι και με βρίσκουν στη δουλειά μου. Έχω εισπράξει επαινετικά λόγια για τον πατέρα μου. Ξεχωρίζω τα λόγια ενός κυρίου μεγάλης ηλικίας, ο οποίος δούλευε εκείνη την ημέρα στο αεροδρόμιο. “Όταν είδαμε το αεροπλάνο να μην ανεβαίνει, βγήκαμε στην πίστα και σπρώχναμε με τα χέρια και το κορμί μας. “Πέτα, πέτα, πέτα…”, φωνάζαμε”».
Τα συστατικά που έσωσαν το αεροπλάνο
«Στο περιστατικό με το αεροπλάνο όλα έδεσαν ιδανικά μεταξύ τους. Η εκτίμηση που είχε ο πατέρας μου στον εαυτό του, οι ικανότητές του, το θάρρος και η αμφισβήτησή του στις παραδοσιακές πτητικές μεθόδους. Είχε επικοινωνήσει ήδη με τη Boeing και είχε αλλάξει τον τρόπο προσγείωσης. Όλα αυτά τα στοιχεία του έδωσαν την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή για να σώσει το αεροπλάνο. Πέτυχε το τέλειο, ενώ ακόμα και οι προσομοιωτές πτήσης έδειχναν ότι το αεροπλάνο πέφτει».
Η θέση της Ολυμπιακής
«Μέσα από όλο αυτό βρέθηκε υπό κρίση και η εταιρεία. Όλοι μούδιασαν όταν συνέβη το γεγονός. Έπρεπε να αποδείξουν ότι ήταν η πιο ασφαλής εταιρεία. Ότι όλες οι συντηρήσεις γίνονταν κανονικά. Κανείς από τα στελέχη της Ολυμπιακής δεν πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου να τον συγχαρεί. Αργότερα τουλάχιστον, όταν είχε πια ξεκαθαρίσει το τοπίο. Η επίσημη εταιρεία δεν εκφράστηκε ποτέ για το περιστατικό, εκτός από μεμονωμένους συναδέλφους του. Δεν υπήρχε τότε η τάση να δημιουργούνται πρόσωπα επικαιρότητας, ήρωες. Ήταν κάτι που έγινε και απλά έπρεπε να περάσει».
Το μετά
«Δεν άλλαξε δραματικά κάτι στη ζωή μας. Ποτέ δεν είπαμε στον πατέρα μου να σταματήσει να πετάει μετά το συμβάν. Θα μας σκότωνε. Ήταν ήδη πολλά χρόνια εν ενεργεία πιλότος. Πριν την Ολυμπιακή δούλευε στην ΤΑΕ, πριν την ΤΑΕ σε διάφορα ψεκαστικά αεροπλάνα. Αλλά και στη Syrian Airways. Παρά το γεγονός όμως, ότι έπεσε ένας συνάδελφός του στη Syrian Airlines και το σοκ για εκείνον ήταν μεγάλο, δεν άλλαξε ποτέ γνώμη. Ήθελε να συνεχίσει να πετάει. Ποτέ δεν φοβηθήκαμε για εκείνον. Δεν μας μετέφερε ποτέ φόβο, αλλά τη χαρά του να ξεπερνάει τα εμπόδια. Μας μετέφερε τη στάση ζωής του. Ευχαριστιόταν πάντα αυτό που έκανε και ποτέ δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια. Δεν άφηνε ποτέ του πτήση, ούτε δήλωνε ασθένεια. Θυμάμαι ένα δρομολόγιο για Ρόδο, ένα πολύ κακό αεροδρόμιο λόγω ανέμων. Εκείνος παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες πέταξε κανονικά. Προσγειώθηκε δύσκολα εκεί και όταν γύριζε στο Ελληνικό ο Πύργος Ελέγχου είπε: “Καλώς τους”».
Ένας… ερωτευμένος πιλότος
«Ήταν ερωτευμένος με τη δουλειά του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Νομίζω ότι είχε γεννηθεί γι’ αυτό. Μέσα από τη δουλειά του εξέφραζε τα στοιχεία του χαρακτήρα του. Προσπάθησε να παρατείνει την εργασία του στην Ολυμπιακή. Δεν τα κατάφερε όμως, καθότι οι κανονισμοί ήταν ιδιαίτερα αυστηροί».
Ο πατέρας μου
«Κλείνοντας θα πω κάτι πολύ προκλητικό. Αλλά έτσι το νιώθω. Συγχωρήστε με, αλλά αυτά είναι τα συναισθήματά μου. Είναι ο πατέρας μου: Το σύμπαν του χάρισε εκείνη τη στιγμή την ευκαιρία να αυτοπραγματωθεί. Δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend