Ο Χένρι Τάντεϊ ήταν ο πιο παρασημοφορημένος οπλίτης της Βρετανίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλα τα ανδραγαθήματά του έμελλε ωστόσο να επισκιαστούν από αυτή τη μία ζωή που δεν πήρε. Καθώς όσο απομακρυνόμασταν χρονικά από τα αιματοβαμμένα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου, τα μετάλλιά του έδιναν προοδευτικά τη θέση τους στη φήμη ότι είχε λυπηθεί τη ζωή του Αδόλφου Χίτλερ το 1918. Μετά το ξέσπασμα μάλιστα του Β’ Παγκοσμίου, η ιστορία του άρχισε να γίνεται ιδιαιτέρως τραγική: την είχε χαρίσει στον παράφρονα δικτάτορα που αιματοκυλούσε τώρα τον κόσμο; Κι αν τον είχε σκοτώσει, ως όφειλε; Δεν θα γλίτωνε ο πλανήτης έναν παγκόσμιο πόλεμο; Είναι όμως η ιστορία ακριβής; Έχει ψήγματα αλήθειας μέσα της; Όλα κρίνονται από δύο γεγονότα, τα οποία χωρίζονται μάλιστα από 20 ολόκληρα χρόνια…
Τι έλεγε ο Χίτλερ
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1918 λοιπόν, ο οπλίτης Τάντεϊ απέσπασε άλλο ένα περίβλεπτο μετάλλιο, τον Σταυρό της Βικτωρίας, για «τη γενναιότητα και την πρωτοβουλία» του στην πέμπτη Μάχη του Υπρ. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Χίτλερ θα φύτευε τον σπόρο του μύθου σε μια επίσκεψη στην Καγκελαρία του βρετανού πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεϊν, στο πλαίσιο της πολιτικής του κατευνασμού που είχαν υιοθετήσει οι Βρετανοί μπας και εξασφάλιζαν την «ειρήνη των καιρών μας», όπως έλεγε χαρακτηριστικά η κυβερνητική ηγεσία. Ο Χίτλερ, δράττοντας την ευκαιρία, έπλεξε το εγκώμιο του στρατιώτη Τάντεϊ, όπως και πολλών γερμανών συναδέλφων του, οι οποίοι έβαλαν το έλεος πάνω από την εκδικητικότητα στον Α’ Παγκόσμιο και αρνήθηκαν να σκοτώσουν άοπλους ή τραυματισμένους άντρες εν ψυχρώ. Ο ηγέτης του Γ’ Ράιχ είπε πως κι αυτός ήταν μεταξύ των ανθρώπων που είχαν επιβιώσει χάρη σε μια τέτοια κίνηση αβρότητας του εχθρού. Στο εξοχικό καταφύγιο του Φύρερ στο Berghof της Βαυαρίας, ο Τσάμπερλεϊν παρατήρησε έναν πίνακα στον τοίχο του γραφείου του Χίτλερ όπου αναπαριστούσε μια πολεμική σκηνή από τη Μάχη του Μενίν το 1914. Ο στρατιώτης στο πρώτο πλάνο ήταν υποτίθεται ο Βρετανός Χένρι Τάντεϊ που κουβαλούσε έναν τραυματισμένο συνάδελφό του. Τότε ήταν που του εκμυστηρεύτηκε ο Χίτλερ πως ο βρετανός φαντάρος τον είχε σημαδέψει με το όπλο του, αλλά τελικά του τη χάρισε. «Αυτός ο άντρας έφτασε τόσο κοντά στο να με σκοτώσει που πίστεψα πως δεν θα ξανάβλεπα ποτέ τη Γερμανία», του είπε υποτίθεται ο Φύρερ, για να συνεχίσει: «Η πρόνοια με έσωσε από τα διαβολικά ακριβή πυρά που μας έριχναν τα παλικάρια της Αγγλίας». Για το ότι ο εν λόγω πίνακας, που είχε παραγγελθεί το 1923 στον ιταλό καλλιτέχνη Fortunino Matania, κρεμόταν πάνω από το γραφείο του Χίτλερ, υπάρχουν ανεξάρτητες μαρτυρίες που το επιβεβαιώνουν. Το βρετανικό μουσείο Green Howards Regimental Museum έχει εξάλλου μια ευχαριστήρια επιστολή από τον υπασπιστή του Χίτλερ, λοχαγό Fritz Weidemann: «Ο Φύρερ έχει φυσικά μεγάλο ενδιαφέρον για πράγματα που συνδέονται με τις δικές του πολεμικές εμπειρίες. Και συγκινήθηκε ξεκάθαρα όταν του έδειξα τον πίνακα». Όσο για το πώς έμαθε ο Χίτλερ για το συγκεκριμένο έργο, εδώ συναίνεση δεν υπάρχει, η επικρατέστερη εκδοχή αφορά ωστόσο σε έναν από τους επιτελείς του Φύρερ, τον δρ Otto Schwend, ο οποίος είχε λάβει μια καρτ ποστάλ με το εν λόγω έργο από έναν βρετανό στρατιώτη με τον οποίο είχε πιάσει φιλίες στον Μεγάλο Πόλεμο. Ο Χίτλερ λέγεται πως αναγνώρισε τη σκηνή από έναν βρετανό στρατιώτη που είχε συναντήσει το 1918 στη μάχη, παρά το γεγονός ότι ο πίνακας αναπαριστά σκηνή που έλαβε χώρα το 1914. Ο δρ David Johnson πάντως, βιογράφος του Τάντεϊ, το θεωρεί μάλλον αμφίβολο αυτό, αφού όπως μας λέει ακόμα και αν η ημερομηνία ήταν σωστή, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να αναγνωρίσει κανείς τον οπλίτη Τάντεϊ από τη μορφή του στρατιώτη του πίνακα. Ο Βρετανός είχε τραυματιστεί εξάλλου στη μάχη του 1918 και, σε πλήρη αντίθεση με την αναπαράστασή του στο έργο τέχνης, θα ήταν «εξαιρετικά αναμαλλιασμένος και καλυμμένος από λάσπη και αίμα». Ακόμα χειρότερα, ο βιογράφος διατείνεται πως ήταν μάλλον απίθανο να συναντήθηκαν ποτέ ο οπλίτης Χένρι Τάντεϊ και ο κατώτερος αξιωματικός Αδόλφος Χίτλερ στη μάχη. Στις 17 Σεπτεμβρίου, η μονάδα του Χίτλερ είχε μετακινηθεί κάπου 50 χιλιόμετρα βορειότερα του σημείου όπου βρισκόταν ο Τάντεϊ, σε ένα χωριό κοντά στο Καμπρέ της βόρειας Γαλλίας. Η ιστορική συνάντηση λέγεται πως έλαβε χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου 1918, τα Κρατικά Αρχεία της Βαυαρίας εμφανίζουν ωστόσο τον Χίτλερ να έχει άδεια μεταξύ 25-27 Σεπτεμβρίου. «Αυτό σημαίνει πως ο Χίτλερ ήταν είτε σε άδεια είτε επέστρεφε από άδεια εκείνον τον καιρό, ή πάλι ήταν με το σύνταγμά του 50 χιλιόμετρα βορειότερα», καταλήγει ο δρ Johnson. Ταυτοχρόνως βέβαια ισχυρίζεται πως αποκλείεται να έκανε λάθος ο Χίτλερ ή να είχε μπερδευτεί: «Είναι πιθανό να διάλεξε εκείνη την ημερομηνία γιατί ήξερε πως ο Τάντεϊ είχε γίνει ένας από τους πιο πολυπαρασημοφορημένους στρατιώτες του πολέμου». Κι έτσι «αν ήταν να του έχει σώσει κάποιος βρετανός στρατιώτης τη ζωή, ποιος θα ήταν καλύτερος από έναν διάσημο ήρωα πολέμου που είχε αποσπάσει τον Σταυρό της Βικτωρίας, το Στρατιωτικό Μετάλλιο και το Μετάλλιο των Διακεκριμένων Πράξεων μέσα σε μερικές μόνο βδομάδες;». Μέσα στο παραλήρημα μεγαλείου του Φύρερ, η ιστορία προσέθετε το κατιτίς παραπάνω στον μύθο που έχτιζε ο ανηλεής δικτάτορας για τον εαυτό του: δεν είχε σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης γιατί υποτίθεται πως ήταν ο «εκλεκτός» και προοριζόταν για πολύ μεγαλύτερα πράγματα από έναν ένδοξο θάνατο για την τιμή των όπλων. «Αυτή η ιστορία εξωράιζε τη φήμη του ικανοποιητικά», καταλήγει ο βιογράφος του Τάντεϊ…
Το διαβόητο τηλεφώνημα
Επιστρέφοντας στη Βρετανία, ο εμβρόντητος από την είδηση Τσάμπερλεϊν λέγεται πως τηλεφώνησε στον στρατιώτη Τάντεϊ για να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τη συνάντησή του με τον Χίτλερ στο πεδίο της μάχης. Έλειπε όμως και ένας εννιάχρονος ανιψιός του σήκωσε τελικά το τηλέφωνο, όπως θέλει ο δημοφιλής μύθος. Ο Johnson εμφανίζεται όμως και εδώ σκεπτικός για την ύπαρξη του εν λόγω τηλεφωνήματος, μιας και ο Τσάμπερλεϊν ως πρωθυπουργός ήταν ένας ιδιαιτέρως πολυάσχολος άνθρωπος. «Δεν μπορώ να τον δω να σπαταλά χρόνο ψάχνοντας και τηλεφωνώντας σε έναν στρατιώτη», λέει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Έστελνε επίσης μακροσκελείς επιστολές στις αδερφές του και κρατούσε λεπτομερή ημερολόγια. Πουθενά στα χαρτιά του δεν αναφέρεται η υπόθεση Τάντεϊ». Τα αρχεία των βρετανικών τηλεπικοινωνιών κάνουν την ιστορία ακόμα πιο αμφίβολη, μιας και μαθαίνουμε πως ο οπλίτης Τάντεϊ δεν είχε καν τηλέφωνο! Ο θρύλος επιμένει ωστόσο και πιθανότατα γεννήθηκε από μια στρατιωτική ιστορία του 1938, στην οποία ο Τάντεϊ πληροφορείται ότι μπήκε στο στόμα του Χίτλερ από έναν αξιωματικό που ισχυρίζεται ότι το άκουσε κατευθείαν από τα χείλη του βρετανού πρωθυπουργού. «Δεν ξέρουμε αν τον πήραν παράμερα και του το είπαν προσωπικά ή αν ήταν ένα ανεκδοτολογικό κομμάτι μιας ομιλίας ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων», λέει ο Johnson. Όσο για τον ίδιο τον Τάντεϊ, ήταν πάντα επιφυλακτικός για το στόρι. Αναγνώριζε μεν το γεγονός ότι την είχε χαρίσει σε πολλούς τραυματισμένους εχθρούς εκείνη την 28η Σεπτεμβρίου, χρειαζόταν όμως όπως έλεγε περισσότερες λεπτομέρειες από την πλευρά… Χίτλερ για να επιβεβαιώσει την αξιοπιστία της εκδοχής του Φύρερ! Φλέρταρε πάντως και ο ίδιος με την ιδέα να έχει χαρίσει τη ζωή στον άνθρωπο που μαχόταν τώρα ολάκερη η Ευρώπη. «Σύμφωνα με αυτούς, έχω γνωρίσει τον Αδόλφο Χίτλερ», είπε ο Τάντεϊ τον Αύγουστο του 1939 στην εφημερίδα «Coventry Herald»: «Μπορεί και να έχουν δίκιο, αλλά δεν μπορώ να τον θυμηθώ». Έναν χρόνο όμως αργότερα εμφανίστηκε σαφώς πιο σίγουρος για τη φερόμενη συνάντηση. Όταν τον πλησίασε ένας δημοσιογράφος για μια του δήλωση έξω από το βομβαρδισμένο του σπίτι στο Κόβεντρι, ο Τάντεϊ δεν μάσησε αυτή τη φορά τα λόγια του: «Μόνο αν ήξερα σε τι επρόκειτο να μετατραπεί», φέρεται να είπε, «Όταν βλέπω όλους τους ανθρώπους και τις γυναίκες και τα παιδιά που έχει σκοτώσει και τραυματίσει, ζητώ συγνώμη από τον Θεό που τον άφησα να φύγει». Γεγονός είναι πάντως πως από τη φερόμενη συνάντησή του με τον κατοπινό ηγέτη του Γ’ Ράιχ, ο Τάντεϊ μόνο κακό είδε. Ο πιο παρασημοφορημένος φαντάρος της Βρετανίας στον Α’ Παγκόσμιο μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου και οι τίτλοι των εφημερίδων της εποχής είναι εδώ δηλωτικοί για τη δεινή θέση στην οποία περιέπεσε ο στρατιώτης με τους άθλους-βουνό: «Ό,τι κι αν έκανε ο Χένρι εκείνη τη νύχτα, τίποτα δεν θα μπορούσε να απαλύνει την άρρωστη αίσθηση της ενοχής του», «ήταν ένα στίγμα με το οποίο θα έπρεπε να ζήσει ο Τάντεϊ μέχρι τον θάνατό του», «θα μπορούσε να το είχε σταματήσει όλο αυτό. Θα μπορούσε να είχε αλλάξει τον ρου της Ιστορίας».
Εξαιρετικά αναμαλλιασμένος
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 1918 κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο Χίτλερ», υπαινίσσεται με νόημα ο δρ Johnson: «Γιατί λοιπόν να θυμάται ή να μετανιώνει ο Χένρι εκείνη τη συνάντηση, ειδικά όταν ο Χίτλερ θα ήταν κι αυτός εξαιρετικά αναμαλλιασμένος και καλυμμένος στη λάσπη και το αίμα, μη μοιάζοντας καθόλου όπως 20 χρόνια αργότερα». Αν ήταν τελικά αυτό το ραντεβού με την Ιστορία ένας αστικός μύθος υποδαυλισμένος από τον ίδιο τον Φύρερ ή ένα πραγματικό γεγονός που θα μπορούσε να είχε αλλάξει την έκβαση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας, κανείς δεν θα μάθει τελικά, μιας και οι πρωταγωνιστές έχουν φύγει από τον κόσμο μας, ο ένας ως διεστραμμένος δικτάτορας με δηλητήριο στην καρδιά και ο άλλος ως ήρωας πολέμου και προπάντων άνθρωπος… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend