Όλοι μας έχουμε περάσει κάποια βραδιά καραόκε με τους φίλους μας, κυρίως τη δεκαετία του ’90 που αυτή η μορφή διασκέδασης ανθούσε. Σε εκείνες τις βραδιές ακόμα και αν οι αναστολές μας μας έκαναν διστακτικούς, καταλήγαμε με το μικρόφωνο στο χέρι να τραγουδάμε το αγαπημένο μας κομμάτι. Ναι μπορεί να μην ήμασταν αληθινοί σταρ, αλλά για λίγα λεπτά έτσι νιώθαμε! Από κάτω το κοινό χειροκροτούσε, οι φίλοι μας μας έκλειναν το μάτι και εμείς, ακόμα και στα φάλτσα μας, νιώθαμε περήφανοι που το μπάνιο δεν ήταν ο μοναδικός χώρος όπου ξεδιπλώναμε το φωνητικό μας ταλέντο. Χαρά, ψυχική ανάταση και ανεβασμένη αυτοπεποίθηση, αυτά ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα. Και αυτά προσέφερε και ο δημιουργός του καραόκε όταν το έφτιαξε. Ο Νταϊσούκε Ινουέ, ο πατέρας του καραόκε, κατάφερε να φέρει το χαμόγελο στα χείλη πολλών Ιαπώνων τη δεκαετία του ’70. Με τις εταιρείες να πτωχεύουν, τους εργαζόμενους να χάνουν τις δουλειές τους και να καταλήγουν στην αυτοκτονία -το 1971 στην Ιαπωνία σημειώθηκαν 35.000 αυτοκτονίες- η άνθιση του καραόκε στο Κόμπε, την Οσάκα και το Τόκιο έφερε χαρά σε πολλές οικογένειες, απαλλάσσοντάς τες από το καθημερινό άγχος. Όμως ο Ινουέ έκανε ένα μεγάλο σφάλμα. Δεν κατοχύρωσε την ευρεσιτεχνία του καραόκε με αποτέλεσμα να χάσει δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία καρπώθηκε τελικά ο φιλιππινέζος Ρομπέρτο Ντελ Ροσάριο. Το 2004 κέρδισε το Ig Nobel Prize, που αποτελεί παρωδία των Νόμπελ και δίνεται κάθε χρόνο για δέκα ασυνήθιστα ή ασήμαντα επιτεύγματα στην επιστημονική έρευνα. Στόχος των βραβείων είναι να «τιμήσουν τα επιτεύγματα που πρώτα κάνουν τους ανθρώπους να γελούν και στη συνέχεια τους κάνουν να σκεφτούν». Ο Ινουέ ζει πλέον σε ένα βουνό στο Κόμπε της Ιαπωνίας μαζί με τη γυναίκα, την κόρη του, τις τρεις εγγονές του και τα 8 σκυλιά του, και όπως λέει «κάθε μέρα χαμογελά».
Το ξεκίνημα
Ο Ινουέ γεννήθηκε το Μάιο του 1940 στη μικρή πολή Τζούσο, στην Οσάκα της Ιαπωνίας. Στα 3,5 του χρόνια πέφτει με το κεφάλι από το δεύτερο όροφο και παραμένει στο νοσοκομείο για πολλές εβδομάδες. Οι γιατροί λένε στην οικογένεια του ότι αν επιζήσει θα έχει μόνιμη εγκεφαλική βλάβη. Ένας Βουδιστής τον επισκέπτεται και τον ευλογεί, αντικαθιστώντας το όνομα Νταϊσούκε με το όνομα Γιουσούκε, που σήμαινε «μεγάλη βοήθεια». Αργότερα στη ζωή του μαθαίνει ότι ο ίδιος Βουδιστής είχε πει ότι με το όνομα αυτό θα προσέφερε βοήθεια και ο ίδιος σε όσους τον χρειάζονταν, κάτι που τελικά έγινε πραγματικότητα. Το 1944 οι επιπτώσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου αναγκάζουν την οικογένειά του να μετακομίσει στην πόλη Ικόμα. Επόμενος σταθμός το 1946 η πόλη Κόμπε, εκεί που ο πατέρας του πουλά γλυκά στο δρόμο για να ζήσει την οικογένεια και μετά από καιρό καταφέρνει να φτιάξει μια μικρή πιτσαρία. Η ζωή τους ξεκινά ξανά. Ο Ινουέ πάντα αγαπούσε τη μουσική. Η λατρεία γι’ αυτήν ήρθε όταν άκουσε τον ήχο μιας μουσικής μπάντας στο σχολείο του. «Ήξερα ότι έπρεπε να μάθω περισσότερα γύρω από τη μουσική» λέει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Topic», συνέντευξη που αργότερα αναδημοσίευσε το Appendix. Αρχίζει να παίζει το ντραμ (ένα τότε) αποστηθίζοντας τραγούδια και παίζοντάς τα ξανά και ξανά μέχρι που τα χέρια του δεν άντεχαν άλλο. Γίνεται ντράμερ σε μια μπάντα και δουλεύει περιστασιακά σαν μουσικός σε διάφορα μαγαζιά. Όμως κανείς δεν έπρεπε να το μάθει, στην Ιαπωνία ο μαθητής δεν επιτρεπόταν να εργάζεται. Αποφοιτεί και μετά από 8 δυστυχισμένους μήνες που εργάζεται σε μια εταιρεία ως σεκιούριτι ανακοινώνει στους γονείς του ότι θα φύγει από το σπίτι, αναζητώντας την τύχη του ως ντράμερ. «Ο πατέρας μου δεν είπε “όχι”, ασυνήθιστο για έναν ιάπωνα πατέρα. Είπε “πήγαινε και καλή τύχη”. Ο δρόμος ήταν μακρύς και συχνά ξέμενα από χρήματα» λέει στο περιοδικό. Η τύχη του γυρνάει την πλάτη, τα χρήματα που βγάζει δεν τον βοηθούν να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή και στα 28 του επιστρέφει στο πατρικό. «Μια νύχτα συνειδητοποίησα ότι όσο και αν έκανα πρακτική δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω τόσο πετυχημένος όσο κάποιος που είχε έμφυτο ταλέντο. Αυτό ήταν αρκετό για να αλλάξει τη ζωή μου ως μουσικού. Μετά από 9 χρόνια στο δρόμο, μετά από πολλές ιστορίες που είχα να διηγηθώ και καμία ενοχή επέστρεψα σπίτι» λέει.
Η ιδέα του καραόκε και η μη κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας
Η επιστροφή στη γενέτειρα σηματοδοτεί την αλλαγή στη μουσική πορεία του. Στο Κόμπε η μορφή διασκέδασης είχε αλλάξει. Οι πελάτες στα νυχτερινά κέντρα είχαν αρχίσει να τραγουδούν συνοδεία κιθάρας ή πλήκτρων. Έτσι ο Ινουέ σταματάει τα ντραμς και αρχίζει την εκμάθηση πλήκτρων. «Μπορούσα να παίζω 300 τραγούδια. Κάθε εβδομάδα μάθαινα καινούργια και προσπαθούσα να θυμηθώ τα παλιά. Αλλά ο υπολογιστής του μυαλού μου είχε φτιαχτεί το 1940 και μπορούσε να διαχειριστεί συγκεκριμένο αριθμό πληροφοριών. Έτσι συχνά «πάντρευα» τα νέα με τα παλιά τραγούδια ή έπαιζα κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που μου ζητούσαν οι πελάτες» λέει. Και τότε κάνει τη γνωριμία που θα του άλλαζε τη ζωή. Ο πρόεδρος μιας εταιρείας του ζητάει να μαγνητοφωνήσει μερικές κασέτες με τη μουσική του. Το επαγγελματικό ταξίδι που ετοίμαζε θα είχε σίγουρα στιγμές χαλάρωσης και το πιθανό αίτημα των πελατών του να πιάσει το μικρόφωνο τον άγχωνε! Μόνο στη μουσική του Ινουέ τραγουδούσε καλά. Λίγες μέρες αργότερα επιστρέφει για να του διηγηθεί περιχαρής την επιτυχία του ως τραγουδιστής. Και τότε γεννιέται η ιδέα του πρώτου καραόκε ονόματι Juke 8: ο πελάτης θα έβαζε κέρματα σε ένα μηχάνημα που θα είχε μικρόφωνο, ηχεία και ενισχυτή και θα έπαιζε τη μουσική που θα διάλεγε. Η ιδέα αποκτά σάρκα και οστά με τη βοήθεια ενός φίλου του Ινουέ, ηλεκτρονικού στο επάγγελμα και το πρώτο καραόκε, που στα ιαπωνικά σημαίνει άδεια ορχήστα, κόστισε περίπου 425 ευρώ. Ακολουθεί η ηχογράφηση τραγουδιών από μια επαγγελματική μπάντα και το καραόκε αποκτά φανατικούς θαυμαστές στο Κόμπε το 1971. Ο Ινουέ προσλαμβάνει ένα όμορφο κορίτσι-κράχτη για να κάνει γνωστό το μηχάνημα στα νυχτερινά μαγαζιά και μετά από ένα χρόνο ο ένας ιδιοκτήτης μετά τον άλλο ζητάει το μηχάνημα, που πλέον διατίθεται σε 200 καταστήματα! Τότε ξεκινάει και η φρενίτιδα με το καραόκε όχι μόνο στο Κόμπε, αλλά και στην Οσάκα, στο Τόκιο και σταδιακά σε όλο τον κόσμο. Ο Ινουέ δεν σκέφτηκε ποτέ να κατοχυρώσει την ευρεσιτεχνία χάνοντας, όπως ήταν αναμενόμενο, δισεκατομμύρια δολάρια. «Όταν έφτιαξα το πρώτο Juke 8 ένας κουνιάδος μου μού είπε να κατοχυρώσω την πατέντα. Πίστευα ότι τίποτα δεν θα έβγαινε από κάτι τέτοιο. Ήλπιζα τα νυχτερινά μαγαζιά του Κόμπε να αγοράσουν το μηχάνημά μου και έτσι να ζω μια άνετη ζωή και να είμαι και μέσα στη μουσική. Πολλοί δεν με πιστεύουν όταν λέω ότι το καραόκε δεν θα είχε τόση επιτυχία αν το είχα πατεντάρει. Εξάλλου δεν το έφτιαξα μόνος μου από την αρχή. Το μικρόφωνο, ο ενισχυτής είχαν ήδη πατέντες» λέει στο περιοδικό. Τελικά ο φιλιππινέζος εφευρέτης Ρομπέρτο Ντελ Ροσάριο φρόντισε να την κατοχυρώσει εκείνος για το μηχάνημά του με την ονομασία καραόκε «Minus one». Μετά από μία δικαστική μάχη με την ιαπωνική εταιρία που ισχυριζόταν ότι εκείνη είχε εφεύρει πρώτη τα μηχανήματα καραόκε, ο ντελ Ροσάριο απέκτησε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας το 1983 και το 1986. Με την εμφάνιση των πρώτων cd η εταιρεία του Ινουέ σταμάτησε να βγάζει μηχανήματα καραόκε. Και ενώ έβγαζε αρκετά χρήματα από μια εταιρεία που έφτιαξε σχετική με τη μουσική έπεσε σε κατάθλιψη. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα, δεν ήθελε να βλέπει και να μιλάει σε κανέναν. Μεταβίβασε την εταιρεία στον αδερφό του και αποχώρησε. «Είχα χάσει τα πάντα, δεν ήθελα ούτε τα λεφτά» λέει. Νιώθει όμως ιδιαίτερα ευτυχισμένος που η δημιουργία του καραόκε έκανε ευτυχισμένους τόσους ανθρώπους. Ανθρώπους που είχαν πέσει σε κατάθλιψη, είχαν κάνει απόπειρες αυτοκτονίας, ακόμα και άρρωστους, καθώς, όπως ο ίδιος λέει πολλά νοσοκομεία χρησιμοποιούσαν το μηχάνημα ως εργαλείο αποκατάστασης.
Η σύγκριση με τον Γκάντι και το Ig Nobel
To 1999 το περιοδικό Time τον συμπεριέλαβε στη λίστα με τους 20 ανθρώπους που άσκησαν σημαντική επιρροή στον 20ο αιώνα. «Έγραφαν ότι όπως ο Γκάντι επηρέασε τον τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι τη μέρα, το καραόκε επηρέασε τον τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι τη νύχτα. Μπορείς να φανταστείς να σε συγκρίνουν με τον Γκάντι; Ήμουν συγκλονισμένος» λέει. Το 2004 τιμήθηκε με το βραβείο Ig Nobel στο Χάρβαρντ, με την επιτροπή να λέει ότι τιμάται γιατί βρήκε «έναν εντελώς νέο τρόπο για να διδάσκονται οι άνθρωποι να ανέχονται τους συνανθρώπους τους». Μετά το τέλος της ομιλίας του καταχειροκροτήθηκε και ευχαρίστησε το κοινό τραγουδώντας «I’d like to teach the world to sing». Σήμερα ζει σε ένα βουνό στο Κόμπε μαζί με τη γυναίκα, την κόρη του, τις τρεις εγγονές του και τα 8 σκυλιά του. Τιμάει το μηχάνημα που έφτιαξε τραγουδώντας μία φορά την εβδομάδα μαζί με τις εγγονές του. «Έτσι περνάω την παράδοση στην επόμενη γενιά. Μπορεί να μην κατοχύρωσα την ευρεσιτεχνία, αλλά έχω καλούς φίλους και οικογένεια που αγαπώ και δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο παρά να χαμογελώ κάθε μέρα» λέει.
(στο 1:16:00 η βράβευση του Ινουέ) Δείτε όλα τα θέματα του Weekend