Οι διακοπές στην πατρίδα για Έλληνες και Ελληνίδες που ζουν στο εξωτερικό σημαίνουν πολλά περισσότερα από ξεκούραση και απόδραση από την καθημερινότητα. Είναι η ευκαιρία να δουν και να έρθουν σε άμεση επαφή με συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα. Όμως, αυτή η χρονιά -του κορονοϊού– είναι όλα διαφορετικά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι μεγαλύτερες.
Χαρακτηριστικά είναι όσα διηγούνται στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων πέντε γυναίκες από τη Θεσσαλονίκη, που ζουν στην Ανκόνα, τη Βαρκελώνη, το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και οι οποίες σκέφτονται εάν και πώς θα έρθουν για διακοπές στην Ελλάδα, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο άλλους.
Επίσημες οδηγίες, αλλά και προσωπικά -ηθικά σε πολλές περιπτώσεις- διλήμματα έχουν ανατρέψει τα σχέδιά τους, τα οποία μεταβάλλονται διαρκώς ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας τόσο στις χώρες που ζουν όσο και στην Ελλάδα. Μπαίνουν στο καλοκαίρι του 2020 «βλέποντας και κάνοντας» με μοναδική προτεραιότητα την ασφάλεια και προστασία των αγαπημένων τους ανθρώπων.
«Δεν θα ψάξω τρόπο να έρθω αν δεν επιτραπεί επίσημα. Όσο επώδυνο κι αν είναι, θεωρώ ότι είναι υποκριτικό από τη μία να θέλω να μπουν μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία όλων και από την άλλη να θέλω να καλύψω τις δικές μου ανάγκες, να δω τους δικούς μου», σημειώνει από το Λονδίνο η Όλγα Σουμελίδου, ψυχολόγος στο Βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας. «Αν μας αφήσουν να έρθουμε, τότε μπαίνει ένα ηθικό ζήτημα.
Θα είναι προσωπική επιλογή, καθώς σε κάθε οικογένεια υπάρχει κάποιος που ανήκει σε ευπαθή ομάδα. Θα με καθησύχαζε να κάνουμε τεστ με το που θα φτάσουμε. Ακόμη κι αν χρειαστεί να τα πληρώσουμε, θα τα εντάξουμε στο οικονομικό πακέτο των διακοπών», προσθέτει.
«Δεν μπορείς να ξεκινήσεις αν δεν ξέρεις τους κανόνες», εξηγεί η Μάγια Λέτση, φυσιοθεραπεύτρια που ζει στη Νέα Υόρκη. Συνήθως κλείνει τα εισιτήρια για την Ελλάδα τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο. Με την κόρη της, Χριστίνα, έρχονται στη Θεσσαλονίκη κάθε καλοκαίρι, τον Αύγουστο.
«Το όνειρο όλων μας είναι να έρθουμε στην πατρίδα για διακοπές. Αυτός είναι ο στόχος του χειμώνα. Φέτος ρωτάμε ο ένας τον άλλο τι θα κάνει», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξηγώντας ότι πολλοί, ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας, είναι διστακτικοί και κάποιοι «δεν εμπιστεύονται το ελληνικό σύστημα υγείας σε περίπτωση που χρειαστεί να νοσηλευτούν εκεί».
Συνεχείς είναι οι συζητήσεις με φίλους και γνωστούς στις «ελληνικές» γειτονιές της Νέας Υόρκης, αλλά και με την οικογένειά της στην Ελλάδα. «Με το χέρι στην καρδιά, ιατρικά όχι συναισθηματικά, το σωστό είναι φέτος το καλοκαίρι ο καθένας να καθίσει σπίτι του», τονίζει, επισημαίνοντας ότι εκτός από το ιατρικό, μεγάλο θέμα είναι και το οικονομικό. «Όταν τρεις μήνες δε δουλεύαμε, πού θα βρούμε χρήματα;», αναρωτιέται, ενώ σε περίπτωση που δεν καταφέρει να έρθει, όπως χαρακτηριστικά λέει: «Δε θα σκέφτομαι ότι είναι Αύγουστος!».
Η Ζωή Λογοθέτου, εκπαιδευτικός στη Βαρκελώνη, ακόμη και αν επίσημα μπορεί να ταξιδέψει, είναι επιφυλακτική. «Δεν είμαι σίγουρη πόσο ασφαλές είναι να μπεις στο αεροπλάνο, ακόμη κι αν γίνονται όπως πρέπει οι έλεγχοι. Το κυριότερο είναι ο φόβος μη τυχόν υπάρχει κάποιος επιβάτης θετικός και καταλήξουμε καλοκαιριάτικα σε 15ήμερη καραντίνα», τονίζει.
Τις επίσημες οδηγίες για επιστροφή στον δικό της «παράδεισο» περιμένει και η Ελένη Στραντζαλίδου, η οποία ζει στην Ανκόνα. «Εδώ μία μας ανοίγουν, μία μας κλείνουν. Αλλάζει η κατάσταση διαρκώς», λέει.
Σκέφτεται το ενδεχόμενο, ακόμη και αν καταφέρει να επιτρέψει στην Ελλάδα, να πάει να απομονωθεί στο σπίτι της στη Βουρβουρού και για να μη θέσει σε κίνδυνο την υγεία των αγαπημένων της, να συνεχίσει να τους βλέπει μέσα από βιντεοκλήσεις.
Τις διακοπές στην Ελλάδα ονειρεύεται και η Ελεάνα Στόικου, η οποία πριν από τρία χρόνια πήγε στο Βερολίνο για τρεις μήνες και τελικά εγκαταστάθηκε εκεί.
«Από τη στιγμή που οι φετινές διακοπές δεν θα είναι όπως θα ήθελα, λόγω των συνθηκών, είτε για πρακτικούς είτε για ψυχολογικούς λόγους, προτιμώ να τις ονειρεύομαι και να τις πραγματοποιήσω έστω με μερική καθυστέρηση δίνοντας προτεραιότητα στην ασφάλεια των αγαπημένων μου ανθρώπων.