Το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ και η αρμόδια αρχή ενέκριναν για πρώτη φορά την παραγωγή και πώληση κρέατος εργαστηρίου στη χώρα. Σε πρώτη φάση η απόφαση επιτρέπει σε δύο εταιρείες με έδρα την Καλιφόρνια (Upside Foods και Good Meat) να προωθήσει στην αγορά κοτόπουλο που δημιουργήθηκε στο εργαστήριο από ζωικά κύτταρα, ωστόσο έπεται και συνέχεια.
Όπως έχει αναδείξει το Newsbeast σε προηγούμενο θέμα, το κρέας εργαστηρίου έχει αρχίσει να μπαίνει δυναμικά στο «παιχνίδι», ανοίγοντας μια νέα σελίδα στις διατροφικές συνήθειες. Πρόκειται για έναν διαρκώς αναπτυσσόμενο τομέα που με ειδικούς και υπέρμαχους να εκτιμούν πως η εν λόγω τεχνολογία θα μπορούσε – υπό προϋποθέσεις – να δώσει απαντήσεις στις σύγχρονες προκλήσεις της κλιματικής κρίσης, παγκόσμιας πείνας και των δικαιωμάτων των ζώων.
Η έγκριση από τις αρχές των ΗΠΑ έδωσε το έναυσμα στους υπέρμαχους του τεχνητού κρέατος και στις εταιρείες παραγωγής για να πανηγυρίσουν. «Η έγκριση αυτή θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο το κρέας φθάνει στο τραπέζι μας. Πρόκειται για γιγάντιο βήμα προς την κατεύθυνση ενός βιώσιμου μέλλοντος», είπε η ιδρυτής της Upside Fodds, δρ Ούμα Βαλέτι.
Υπενθυμίζεται πως η πρώτη – και η μοναδική μέχρι τώρα – χώρα στον κόσμο, όπου το κρέας εργαστηρίου διατίθεται στο εμπόριο, είναι η Σιγκαπούρη και η κυβέρνησή της ευελπιστεί πως η χώρα θα μπορούσε να γίνει η έδρα των τεχνολογιών των τροφίμων του μέλλοντος. Μια «χρυσοφόρα» βιομηχανία με επενδυτές από όλο τον κόσμο που θα διοχετεύουν δισεκατομμύρια δολάρια στο νέο τομέα τροφίμων.
Πώς «καλλιεργείται» το κρέας;
Για τη δημιουργία κρέατος εργαστηρίου το πρώτο βήμα είναι η λήψη βλαστοκυττάρων από ζώα. Στη συνέχεια αυτά καταψύχονται σε υγρό άζωτο ώστε να μπορούν να διατηρηθούν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν αποφασιστεί η παραγωγή του, τα κύτταρα εισάγονται σε έναν βιοαντιδραστήρα και ξεκινάει ο πολλαπλασιασμός τους. Με αυτόν τον τρόπο αναπαράγωνται μυικά και λιπώδη κύτταρα, τα οποία σταδιακά αναπτύσσονται και περνούν από μια υγρή μορφή σε μια παχύρρευστη φάση που θυμίζει τον κιμά.
Στη συνέχεια δίνεται το επιθυμητό σχήμα. Για παράδειγμα η Upside Foods δίνει στο εργαστηριακό κοτόπουλό της σχήμα κοτολέτας ή λουκάνικου, ενώ η Good Meat διαμορφώνει το τεχνητό κρέας σε κοτολέτες, ψιλοκομμένα κομμάτια, κιμά και σατάι.
Το τεχνητό κρέας έχει γεύση κοτόπουλου;
Η απάντηση, σύμφωνα με την Upside και την Good Meat, είναι καταφατική. Το ίδιο εξάλλου έχουν υποστηρίξει και άλλες εταιρείες παραγωγής, όπως η Shiok Meats, που εμπορεύεται τεχνητό κρέας στη Σιγκαπούρη. «Η πιο συνηθισμένη απάντηση που λαμβάνουμε είναι: “Ω, έχει γεύση κοτόπουλου”», είπε η Άμι Τσεν, η διευθύνουσα σύμβουλος της Upside στο Associated Press.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Healthline, που επικαλείται τις εταιρείες, οι θερμίδες και η διατροφή αξία είναι ακριβώς η ίδια με το κανονικό κοτόπουλο που εκκολάπτεται από ένα αυγό. Σε αντίθεση με τα υποκατάστατα κρέατος, τα οποία είναι φυτικής προέλευσης, το κοτόπουλο που καλλιεργείται στο εργαστήριο είναι πραγματικά κοτόπουλο. «Είναι 100% κρέας»
Γιατί κάποιος να αγοράσει εργαστηριακό κοτόπουλο;
Όπως υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της νέας τεχνολογίας, ένας από τους βασικούς λόγους για να στραφεί κάποιος στο τεχνητό κρέας είναι η μείωση του αποτυπώματος άνθρακα. Η κτηνοτροφία συμβάλει με υψηλό ποσοστό (14,5%) στην παγκόσμια εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, ενώ παράγει το 65% των εκπομπών μονοξειδίου του αζώτου». Επίσης, αρκετοί άνθρωποι αποφεύγουν την κατανάλωση κρέατος υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των ζώων και αντιδρώντας στις βίαιες πρακτικές της βιομηχανικής εκτροφής.
Τα βασικά προβλήματα και η σύγκρουση συμφερόντων
Παρότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα ελπιδοφόρα τεχνολογία, σε αυτή τη φάση, το τεχνητό κρέας πρακτικά είναι αδύνατο να αντικαταστήσει τα συμβατικά προϊόντα, νωπού και κατεψυγμένου κρέατος. Εκτός από τις όποιες επιφυλάξεις για την κατανάλωσή του, τα βασικά προβλήματα είναι η τιμή και η κλίμακα παραγωγής.Οι δυνατότητες παραγωγής είναι σημαντικά περιορισμένες σε σχέση με αυτές της παραδοσιακής κτηνοτροφίας και ταυτόχρονα το κόστος του τελικού προϊόντος είναι πολύ υψηλό.
«Δεν υπάρχει θέμα με το ένα μπορείτε ή όχι να καταναλώσετε το καλλιεργημένο κρέας με ασφάλεια. Όμως σε επιχειρηματικό επίπεδο, που οι αναλύσεις γίνονται βάσει του κόστους, θα μπορούσε να πούμε πως απέχουμε πολύ από το να ταΐσουμε τον κόσμο», υποστηρίζει ο Ricardo San Martin, διευθυντής του Alternative Meats Lab στο UC Berkeley.
Τις εν λόγω ανησυχίες συμμερίζεται και η Σαντία Σρίραμ της Shiok Meats. «Βασιζόμαστε σε εξαιρετικά ακριβές τεχνολογίες και συσκευές της φαρμακευτικής βιομηχανίας για την παραγωγή τροφίμων. Θα χρειαστεί χρόνος για να μπορέσουμε να παράγουμε επαρκές κρέας εργαστηρίου, ώστε να μπορούμε να πούμε πως θα ικανοποιήσουμε τις ανάγκες δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Επίσης θα χρειαστούν φθηνότεροι βιοαντιδραστήρες. Έχει σημειωθεί πρόοδος, αλλά τα βήματα είναι μικρά».
Ωστόσο και τα δύο βασικά εμπόδια, οι δυνατότητες και το κόστος παραγωγής, ενδεχομένως στο μέλλον να ξεπεραστούν καθώς οι τιμές θα μπορούσαν να περιοριστούν με τη βιομηχανοποίηση εν λόγω τομέα και επιπλέον μια μικρή ποσότητα βλαστοκυττάρων θα μπορούσε θεωρητικά να παράγει εκατοντάδες τόνους κρέατος. Ορισμένοι εκτιμούν πως η βιομηχανία τεχνητού κρέατος θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την παραδοσιακή ακόμη και μέσα στην επόμενη δεκαετία. Είναι ενδεικτικό πως πριν από μερικά χρόνια, η τιμή ενός κιλού κρέατος γαρίδας από τη Shiok Meats κόστιζε 10.000 δολάρια. Σήμερα η εταιρεία έχει μειώσει την τιμή στα 50 δολάρια το κιλό.
Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο είναι η τελική έγκριση των προϊόντων προς πώληση, όχι λόγω της ασφάλειας, αλλά λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων. Για παράδειγμα ειδικοί εκτιμούν πως η έγκριση αναμένεται να είναι αρκετά δύσκολη ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς μεμονωμένα τα κράτη μέλη ενδεχομένως θα θέλουν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των εγχώριων βιομηχανιών κρέατος.
Για αυτόν το λόγο η Ασία εκτιμάται πως θα μπορούσε να πρωτοστατήσει στην τεχνολογική επανάσταση του τεχνητού κρέατος. Πολλές χώρες στην Ασία είναι σίγουρα πολύ πιο ανοιχτές σε αυτές τις τεχνολογίες από τα ευρωπαϊκά κράτη, υπογραμμίζει το Spiegel σε παλαιότερο δημοσίευμα, ιδιαίτερα όταν οι αποφάσεις συναρτώνται με τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της ηπείρου, όπως η πείνα και η κλιματική αλλαγή.