Τα ψηφιακά εργαλεία καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο την καθημερινότητα. Και ενώ διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό τις εργασίες μας, σύμφωνα με τους ειδικούς, ενέχουν επίσης έναν νέο σημαντικό κίνδυνο για την ψυχολογία των ανθρώπων. Πρόκειται για το «ψηφιακό στρες» καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων βρίσκεται αντιμέτωπο με την υπερσυνδεσιμότητα, εντός και εκτός εργασίας.
«Αυτά τα εργαλεία, όπως τα email, τα εργαλεία τηλεδιάσκεψης, τα εσωτερικά μηνύματα, η πρόσβαση στο Διαδίκτυο κ.λπ. έχουν αναστατώσει τη ζωή μας», σημείωσε, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, ο καθηγητής Γουίλιαμ Νταμπ, ειδικός σε θέματα υγείας, κατά τη διάρκεια συνεδρίου με τίτλο «Ψηφιακό στρες, ένας αναδυόμενος κίνδυνος».
«Μήπως αυτά τα εργαλεία, ή πιο συγκεκριμένα, οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιούμε αυτά τα εργαλεία, στρέφονται εναντίον μας;» διερωτήθηκε κατά την παρέμβασή του στην έκθεση Préventica για την ασφάλεια και την υγεία στο χώρο εργασίας.
«Αυτό που αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση, ειδικά μετά την πανδημία του covid και τα lockdown, είναι ο πολλαπλασιασμός των ψηφιακών εργαλείων που έγιναν μέρος της καθημερινότητάς μας», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Αντριέν Ντεμπρέ, δικηγόρος σε μια εταιρεία. Όλες αυτές οι εφαρμογές κάνουν τελικά δύσκολη τη διαχείριση της ροής των πληροφοριών, υπογράμμισε, προσθέτοντας πως «μοιάζουν με τις ρωσικές κούκλες (Matryoshka) που όταν ανοίγεις μια εμφανίζεται η επόμενη».
«Βρισκόμαστε διαρκώς πίσω από οθόνες, όλη τη μέρα», ανέφερε στέλεχος του τραπεζικού τομέα, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Ακόμη και στο γραφείο οι βιντεοδιασκέψεις είναι πλέον ανεξέλεγκτες και είναι τρομερά εξαντλητικό, πρόσθεσε.
Ο Γουίλιαμ Νταμπ αναφέρθηκε αναλυτικά στο «ψηφιακό στρες». Πρόκειται για το φαινόμενο κατά το οποίο η ποσότητα των διαθέσιμων πληροφοριών που πρέπει να επεξεργαστούμε υπερβαίνει τις δυνατότητές μας, μια «υπερφόρτωση πληροφοριών». Η βασική αιτία του προβλήματος είναι η υπερσύνδεση. «Ένας φαύλος κύκλος που μας κρατά σε μια συνεχή πίεση, μας αναγκάζει να περνάμε από τη μια πηγή πληροφοριών στην άλλη», με αποτέλεσμα τελικά σε κάποιο σημείο «να χάνουμε τον έλεγχο».
Πρόκειται για μια στρεσογόνο κατάσταση «της οποία η ακραία μορφή είναι η εξουθένωση». «Ως γιατρός προσεγγίζω αυτό το φαινόμενο ως μια νέα μορφή εθισμού», οι συνέπειες του οποίου είναι ελάχιστα κατανοητές, παρόλο που οι συνέπειες του στρες είναι γενικώς γνωστές, τονίζει ο Νταμπ.
Οι συνέπειες του «ψηφιακού στρες» δεν είναι μόνο ψυχικές, αλλά συνδέονται και με την «αύξηση των καρδιαγγειακών κινδύνων» αλλά και αρνητικές επιδράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα. Επιπλέον το στρες μειώνει την επαγγελματική απόδοσή μας και επιπλέον, τα ψηφιακά εργαλεία, ενώ δίνουν τη δυνατότητα της εξ αποστάσεως εργασίας, τελικά μας οδηγούν σε μια κατάσταση απομόνωσης.
«Εν κατακλείδι, αυτά τα εργαλεία που είναι τόσο χρήσιμα, μπορούν τελικά να βλάψουν την υγεία μας αλλά και την ποιότητα της επαγγελματικής μας ζωής», επισήμανε ο Νταμπ, υπογραμμίζοντας πως «βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας τοξικότητας».
Οι παραπάνω επισημάνσεις περιλαμβάνονται και σε μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στα μέσα Μαΐου, από το γαλλικό παρατηρητήριο υπερφόρτωσης πληροφοριών και ψηφιακής συνεργασίας. Στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκε η σχέση σχεδόν 9.000 ατόμων με τα ψηφιακά εργαλεία, για δύο χρόνια.
Οι ερευνητές επισημαίνουν πως η στατιστική αξία της μελέτης ενδεχομένως να είναι περιορισμένης, λόγω του μικρού μεγέθους των εταιρειών (10) που συμμετείχαν. Ωστόσο αντανακλά τη σύγχρονη πραγματικότητα: Το 31% των εργαζομένων που εξετάστηκαν εκτίθενται σε υπερσυνδεσιμότητα στέλνοντας email ακόμη και πολύ μετά τις 20.00 για τουλάχιστον 50 βράδια το χρόνο. Για τα στελέχη ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 117 βράδια.
Ο καθηγητής Γουίλιαμ Νταμπ σημειώνει πως μπορούμε να λάβουμε μέτρα για τον περιορισμό του φαινομένου. Μπορούμε να περιορίσουμε τις πληροφορίες σε αυτές που είναι πραγματικά απαραίτητες, δημιουργώντας περιόδους μέσα στην ημέρα με κλειστές οθόνες. Το θέμα είναι «να μην αφήσουμε τον εαυτό μας να κυριευτεί με τον ίδιο τρόπο που δεν τον αφήνουμε να κυριεύεται από τα ναρκωτικά», συμπλήρωσε.