Στις περισσότερες ιστορίες και ταινίες, οι πειρατές παρουσιάζονται σαν αδίστακτοι ληστές, ανήθικοι επιδρομείς και ανελέητοι φονιάδες. Κοιτώντας μέσα από ένα σύγχρονο οικονομικό πρίσμα, θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ότι ουσιαστικά οι πειρατές ήταν πάντα υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς, καταπολεμώντας τα μονοπώλια και τους διάφορους περιορισμούς στο εμπόριο.
Η άνοδος της πειρατείας συνέπεσε με τη διεθνή εμπορική επανάσταση. Το 1498, ο Βάσκο Ντα Γκάμα ξεκίνησε απ’ την Πορτογαλία, περιέπλευσε το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και άνοιξε το δρόμο για τις Ανατολικές Ινδίες.
Στα 15 χρόνια που ακολούθησαν, η Πορτογαλία έστελνε αρμάδες στις Ανατολικές Ινδίες για να εκμηδενίσουν τον ανταγωνισμό των μουσουλμάνων εμπόρων.
Αυτό σημάδεψε την έναρξη μιας νέας μορφής οικονομικής οργάνωσης: της καθιέρωσης εμπορικών μονοπωλίων από τα Ευρωπαϊκά κράτη.
Το Πορτογαλικό στέμμα ήθελε να εκμεταλλευτεί τις νέες εμπορικές ευκαιρίες που ανέδειξε ο Ντα Γκάμα και για να το επιτύχει χορήγησε βασιλική άδεια στην Καρέιρα Ντα Ίντια, μια εμπορική οργάνωση, δίνοντάς της το αποκλειστικό δικαίωμα να εισάγει μπαχαρικά στην Ευρώπη.
Κρατικά Μονοπώλια
Στις αρχές του 17ου αιώνα, οι άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις εισήλθαν στον αγώνα εγκατάστασης μονοπωλίων με την υποστήριξη των εταιριών στις Ινδίες. Με αυτόν τον τρόπο, το 1602, οι Ενωμένες Επαρχίες έδωσαν στην Ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών ένα διάρκειας 21 ετών μονοπώλιο στο εμπόριο ανατολικά του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας.
Αυτό οδήγησε στην οικονομική καταστροφή εδραιωμένων εμπόρων και πυροδότησε δύο είδη αντιδράσεων: Μερικές εταιρείες αντιμετώπισαν τα μονοπώλια ξεκινώντας παράλληλες και παράνομες εμπορικές οδούς, ενώ άλλες προσπάθησαν να καταλάβουν δια της βίας τις περιοχές που ήταν ελεγχόμενες από τα μονοπώλια.
Τα ευρωπαϊκά κράτη θεώρησαν αμφότερες τις ενέργειες πειρατικές. Για παράδειγμα, οι πειρατικοί οργανισμοί, που δραστηριοποιήθηκαν στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, παρείχαν σταθερά σκλάβους στο Μανχάταν, παρακάμπτοντας τη Βασιλική Αφρικανική Εταιρεία, που είχε το μονοπώλιο του τομέα αυτού.
Ο ιστορικός Μάρκους Ρέντικερ εκτίμησε πως, στις αρχές του 18ου αιώνα, οι ακατάπαυστες πειρατικές επιδρομές οδήγησαν τη Βρετανική Αυτοκρατορία σε κρίση και απείλησαν τη σταθερότητα του διεθνούς εμπορίου.
Φυσικά, οι πειρατές ουδέποτε είχαν σαν κίνητρο κάποιο υψηλό ιδανικό για τις ελεύθερες αγορές, αλλά μάλλον ήταν ανεξάρτητοι έμποροι που πέρασαν στην παρανομία λόγω των μονοπωλιακών πρακτικών των ευρωπαϊκών κρατών. Και πολλοί, μιας και τους είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα να κάνουν εμπόριο, κατέληγαν να χρησιμοποιούν βία.
Ο λόγιος του 17ου αιώνα Χιούγκο Γκρότιους, στην πραγματεία του «Η ελεύθερη θάλασσα», έγραψε πως τα ύδατα και η ναυσιπλοΐα είναι ελεύθερα επειδή η θάλασσα είναι ένα δημόσιο αγαθό που δεν ανήκει σε κανένα. Οι ηγέτες των βρετανικών νησιών και της ισπανικής χερσονήσου, ωστόσο, θεώρησαν πως θα μπορούσαν να οικειοποιηθούν τα μέρη του ωκεανού που βρίσκονταν ανάμεσα στις αποικίες τους.
Εν τέλει, η άποψη του Γκρότιους επικράτησε. Η ελευθερία των ανοικτών θαλασσών – που σήμερα αποτελούν πάνω από το 50% των υδάτινων επιφανειών της Γης – επιτεύχθηκε μέσω μιας σειράς συνθηκών. Η πρώτη ήταν η Διακήρυξη του Παρισιού το 1856, η οποία επίσης κατάργησε τους κουρσάρους (δηλαδή τους πειρατές που αδειοδοτούνταν από διάφορες κυβερνήσεις να λεηλατούν τα πλοία αντίπαλων κρατών). Όπως το έθεσε η ιστορικός Αν Περοτέν-Ντιμόν, προκειμένου να καταπολεμηθεί η πειρατεία, «έπρεπε να καταργηθεί κάθε είδους μονοπώλιο στο εμπόριο»
Από πολλές απόψεις, η μάχη για την ελευθερία των θαλασσών στα μέσα του 19ου αιώνα έμοιασε με το διάλογο για την ελευθερία των ραδιοκυμάτων στις αρχές του 20ου.
Κατά τη δεκαετία του 1920, η βρετανική κυβέρνηση εξέδωσε απόφαση που έδινε το μονοπώλιο στο BBC – μια απόφαση παρόμοια με αυτήν που είχε εκδοθεί για την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών πάνω από τρεις αιώνες νωρίτερα. Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση να ιδιοποιηθεί τα ραδιοκύματα και να εμποδίσει κάθε ελεύθερη ραδιοφωνική εκπομπή.
Ωστόσο, ο Λέναρντ Πλαγκ ίδρυσε την International Broadcasting Co. και ξεκίνησε να αγοράζει ραδιοχρόνο από πειρατικούς ραδιοσταθμούς σε πλωτές εξέδρες εκτός χωρικών υδάτων. Ο Πλαγκ ανταγωνίστηκε τόσο το μονοπώλιο του BBC όσο και την αντίληψη ότι η βρετανική κυριαρχία εκτείνεται μέχρι και τα ερτζιανά.
Ο ίδιος, φυσικά, θεωρήθηκε πειρατής. Πάντως, η βρετανική κυβέρνηση σταμάτησε το μονοπώλιο του BBC το 1967, απελευθερώνοντας τόσο τις ραδιοφωνικές μεταδώσεις όσο και τα ραδιοκύματα. Ο ιστορικός Άντριαν Τζονς έγραψε πως «το 1967, το BBC εξισώθηκε με όλους τους υπόλοιπους. Η ειρωνεία ήταν το ότι τότε ανακάλυψαν την κριτική και σκεπτικιστική φωνή που τους έλειπε».
Κατά παρόμοιο τρόπο, καθώς εξελίσσονταν οι τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες, οι μεγάλες εταιρείες ενδιαφέρθηκαν ολοένα και περισσότερο στην επέκταση της κυριαρχίας τους στον κυβερνοχώρο. Πολλοί πιστεύουν πως η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία ΑΤ&Τ είχε το πρώτο μονοπώλιο στην ιστορία του κυβερνοχώρου – ενώ στα 1970 ήταν ο αγαπημένος στόχος όλων όσοι εισχωρούσαν λαθραία σε τηλεφωνικές επικοινωνίες.
Οι αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες του καπιταλισμού και της πειρατείας έδωσαν καινούργιες εξηγήσεις για τις οικονομικές διαμάχες που αφορούν στον έλεγχο του διαδικτύου. Πολλοί από τους σύγχρονους πειρατές εναντιώνονται σε κάθε μορφή μονοπωλίου, όπως στη βελτιστοποίηση της online έρευνας και στον «εξτρεμισμό του copyright» των πολιτιστικών βιομηχανιών.
Ακτιβιστές που συμπλέουν με οργανισμούς όπως το Wikileaks ζητούν ένα ελεύθερο και δωρεάν διαδίκτυο, ξεκινώντας από τη θεώρηση ότι «η ίδια η πληροφορία θέλει να είναι δωρεάν».
Αμφισβητώντας τους κανόνες σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, οι πειρατές έδειξαν ότι παίζουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνιών.
Πολλές φορές, η επιτυχία μεταβάλλει τους πειρατές σε βασικούς παίκτες. Ένας νεαρός που μισούσε τις μονοπωλιακές πολιτικές της ΑΤ&Τ, ορκιζόταν 30 χρόνια μετά πως θα υπερασπιζόταν το αποκλειστικό λογισμικό του με «θερμοπυρηνικό πόλεμο» εναντίον μιας εφαρμογής ελεύθερου λογισμικού, της Android. Το όνομά του ήταν Στιβ Τζομπς.