Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη θέσπιση νέων κανόνων που θα καταστήσουν δυνατή τη διεξαγωγή διασυνοριακών και ασφαλών ηλεκτρονικών συναλλαγών στην Ευρώπη.
Με τον προτεινόμενο κανονισμό θα εξασφαλιστεί ότι πολίτες και επιχειρήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικά τους συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης (eID) για την πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπου διατίθεται ηλεκτρονική ταυτοποίηση. Δημιουργείται, επίσης, εσωτερική αγορά για ηλ-υπογραφές και συναφείς επιγραμμικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης πέραν των συνόρων, εξασφαλίζοντας ότι οι υπηρεσίες αυτές θα λειτουργούν διασυνοριακά και ότι θα έχουν το ίδιο νομικό καθεστώς με τις παραδοσιακές έντυπες διαδικασίες. Το γεγονός αυτό θα αξιοποιήσει πλήρως τις μείζονες δυνητικές εξοικονομήσεις που παρέχουν οι δημόσιες ηλε-συμβάσεις.
Η πρόταση τηρεί πλήρως, τόσο τα υφιστάμενα εθνικά συστήματα ταυτοποίησης, όσο και τις προτιμήσεις των κρατών μελών που δεν διαθέτουν εθνικό σύστημα ταυτοποίησης. Παρέχει τη δυνατότητα σε χώρες με ηλε-ταυτοποίηση να συμμετέχουν ή να παραμένουν εκτός του ευρωπαϊκού συστήματος. Αφότου ένα κράτος μέλος δηλώσει ότι επιθυμεί να προσχωρήσει στο ευρωπαϊκό σύστημα, οφείλει να παρέχει την ίδια πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες μέσω ηλεταυτοποίησης με αυτήν που προσφέρει στους πολίτες του.
Η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κα Neelie Kroes, δήλωσε: «Πολίτες και επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να συναλλάσσονται μέσα σε μια ψηφιακή ενιαία αγορά χωρίς σύνορα – εδώ συνίσταται η αξία του διαδικτύου. Η ασφάλεια δικαίου και η εμπιστοσύνη είναι επίσης ουσιώδη στοιχεία, επομένως απαιτείται ένας περιεκτικότερος κανονισμός για τις ηλ-υπογραφές και την ηλε-ταυτοποίηση.»
«Η πρόταση αυτή σημαίνει ότι μπορείς να αξιοποιήσεις στο έπακρο την ηλε-ταυτοποίηση, εφόσον διαθέτεις. Με την αμοιβαία αναγνώριση της εθνικής ηλε-ταυτοποίησης και των κοινών προτύπων για υπηρεσίες εμπιστοσύνης και ηλ-υπογραφές μπορούμε να αποτρέψουμε τον εθνικό κατακερματισμό του διαδικτύου και των επιγραμμικών δημόσιων υπηρεσιών, διευκολύνοντας τη ζωή για εκατομμύρια επιχειρήσεις και ακόμα περισσότερους πολίτες.»
Ο προτεινόμενος κανονισμός δεν πρόκειται:
να υποχρεώσει τα κράτη μέλη της ΕΕ να θεσπίσουν ή τους πολίτες να αποκτήσουν εθνικά δελτία ταυτότητας ή ηλεκτρονικές ταυτότητες ή άλλες λύσεις ηλε-ταυτοποίησης,
να καθιερώσει ευρωπαϊκό σύστημα ηλε-ταυτοποίησης ή άλλο είδος ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων,
να επιτρέψει ή να απαιτήσει την ανταλλαγή πληροφοριών προσωπικού ή οικονομικού χαρακτήρα με τρίτους.
Μεταξύ των βασικών δικαιούχων των διάφορων πτυχών του κανονισμού συγκαταλέγονται:
Οι σπουδαστές, που μπορούν να εγγραφούν σε ένα ξένο πανεπιστήμιο διαδικτυακά, αντί να χρειάζεται να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να διεκπεραιώσουν αυτοπροσώπως τη διαδικασία.
Οι πολίτες, που μετακομίζουν σε άλλη χώρα της ΕΕ ή τελούν γάμο στο εξωτερικό ή καταθέτουν πολλαπλές φορολογικές δηλώσεις.
Οι ασθενείς που χρειάζονται ιατρική βοήθεια στο εξωτερικό θα μπορούν με ασφάλεια να ελέγχουν ή να εξουσιοδοτούν ένα γιατρό ώστε να αποκτήσει επιγραμμική πρόσβαση στο ιατρικό ιστορικό τους.
Οι εταιρείες, που θα μπορούν να υποβάλλουν διαδικτυακά προσφορές για δημόσιες συμβάσεις στον τομέα, οπουδήποτε στην ΕΕ. Θα μπορούν να υπογράφουν, να θέτουν χροσφραγίδα και να σφραγίζουν τις προσφορές τους ηλεκτρονικά, αντί της εκτύπωσης σε χαρτί και της ταχυδρομικής αποστολής πολλαπλών αντιγράφων των προσφορών.
Τα άτομα που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά σε άλλη χώρα της ΕΕ θα μπορούν εύκολα να συστήσουν μια επιχείρηση μέσα από το διαδίκτυο και να υποβάλλουν τις ετήσιες εκθέσεις επιγραμμικά.
Οι κυβερνήσεις, που θα μπορούν να περιορίσουν τις διοικητικές επιβαρύνσεις και να αυξήσουν την απόδοση, εξυπηρετώντας καλύτερα τους πολίτες τους χωρίς να σπαταλούν τα χρήματα των φορολογουμένων.
Ιστορικό
Με τα δύο στοιχεία του κανονισμού – η ηλε-ταυτοποίηση και η ηλ-υπογραφή – θα προκύψει προβλέψιμο ρυθμιστικό περιβάλλον ώστε να εξασφαλιστεί ασφαλής και απρόσκοπτη ηλεκτρονική αλληλεπίδραση μεταξύ επιχειρήσεων, πολιτών και δημόσιων αρχών. Αυτό θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα των δημόσιων και ιδιωτικών επιγραμμικών υπηρεσιών, το ηλ-επιχειρείν και το ηλ-εμπόριο στην ΕΕ.
Η προσέγγιση για την ηλ-υπογραφή, η οποία βασίζεται στην ισχύουσα οδηγία για τις ηλεκτρονικές υπογραφές (οδηγία 1999/93/ΕΚ), έχει επιφέρει ορισμένη εναρμόνιση στις πρακτικές ανά την Ευρώπη. Όλες οι χώρες στην ΕΕ διαθέτουν νομικό πλαίσιο για την ηλ-υπογραφή, όμως αυτά αποκλίνουν και καθιστούν εκ των πραγμάτων αδύνατη τη διεξαγωγή διασυνοριακών ηλεκτρονικών συναλλαγών. Το ίδιο ισχύει και για τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, όπως η χρονοσφράγιση, οι ηλεκτρονικές σφραγίδες και η παράδοση, καθώς και ο έλεγχος γνησιότητας των ιστότοπων, για τα οποία δεν υφίσταται διαλειτουργικότητα σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός προτείνει τη θέσπιση κοινών κανόνων και πρακτικών για τις υπηρεσίες αυτές.
Όσον αφορά την ηλε-ταυτοποίηση, ο κανονισμός εγγυάται ασφάλεια δικαίου μέσω της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και αποδοχής, βάσει τα οποίας τα κράτη μέλη αποδέχονται εθνικές ηλε-ταυτότητες που έχουν κοινοποιηθεί επίσημα στην Επιτροπή. Η καταχώριση των εθνικών συστημάτων ηλε-ταυτοποίησης εκ μέρους των κρατών μελών δεν είναι υποχρεωτική, αλλά η Επιτροπή ελπίζει ότι θα την επιλέξουν πολλά κράτη μέλη.
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη της ΕΕ απέδειξαν ότι λειτουργεί η διασυνοριακή αμοιβαία αναγνώριση της ηλε-ταυτοποίησης, μέσω του έργου STORK, όπου συμμετέχουν 17 κράτη μέλη.