Μολονότι η παρουσία Ελλήνων παικτών σε ομάδες του εξωτερικού είναι σύνηθες φαινόμενο, με τους προπονητές δεν συμβαίνει το ίδιο. Είναι σπάνιο να βλέπουμε τεχνικούς από τη χώρα μας να δοκιμάζουν την τύχη τους εκτός συνόρων, πόσο μάλλον να πετυχαίνουν. Ο Κωνσταντίνος Παναγόπουλος, πάντως, δεν είναι ο συνηθισμένος Έλληνας προπονητής. Δεν τοποθετείται συχνά, δεν τον ενδιαφέρουν οι δημόσιες σχέσεις και τα επικοινωνιακά τρικ. Μιλάει στους παίκτες του για τον Σου Τζου και την τέχνη του πολέμου, βάζει στα αποδυτήρια καλλιτέχνες όπως ο Μανού Τσάο. Ξεκίνησε την προπονητική στα 28 και στα 36 έκανε ντεμπούτο ως πρώτος προπονητής στον πάγκο του Πανιωνίου. Ανέλαβε την ομάδα στα μέσα της σεζόν και άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις. Δούλεψε για λίγο στην ΑΕΛ, επέστρεψε στον Πανιώνιο και έπειτα από μια περιπλάνηση στα Τρίκαλα και τον Απόλλωνα, αποφάσισε να αλλάξει σελίδα στην καριέρα του. Αποδέχθηκε έτσι την πρόταση της Ακρόπολις Στοκχόλμης, η οποία, όπως φαίνεται και από το όνομα, είναι μια ελληνική ομάδα στη Σουηδία! Η Ακρόπολις ιδρύθηκε από Έλληνες μετανάστες, την «τρέχουν» αποκλειστικά Έλληνες και διατηρεί ανοιχτό δίαυλο με παίκτες από τη χώρα μας, οι οποίοι βρίσκονται στο ρόστερ. Βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στην τρίτη κατηγορία της Σουηδίας και έχοντας πάρει την απόφαση να γίνει προσπάθεια για το βήμα παραπάνω, παρέδωσε τα κλειδιά σε έναν προπονητή με εμπειρία, έργο σε υψηλό επίπεδο, τεχνογνωσία, όραμα, αλλά και την ιδιοσυγκρασία να δουλέψει σε ένα διαφορετικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον. Επτά αγωνιστικές πριν την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος, η Akropolis είναι στις θέσεις ανόδου! Δεύτερη, με 40 βαθμούς, +5 από την τρίτη Ούμεα, την οποία νίκησε 2-3 στην έδρα της. Την Κυριακή επικράτησε με το ίδιο σκορ και της πρωτοπόρου Μπράγκε, με το σκορ στο 62′ να είναι 3-0! Η ομάδα της Στοκχόλμης έχει κάνει ένα τρομερό σερί 8 σερί νικών στο πρωτάθλημα, χάνοντας στο ενδιάμεσο μόνο από την Χάμαρμπι για το Κύπελλο. Ένα άλλο στοιχείο που έχει προκαλέσει όμως συζήτηση είναι η παραγωγικότητά της. Τα 54 γκολ που έχει πετύχει είναι περισσότερα από κάθε άλλη ομάδα στις τρεις πρώτες κατηγορίες της χώρας. Μπαίνοντας στην τελική ευθεία του Πρωταθλήματος, ο Παναγόπουλος μιλάει στο gazzetta.gr για τον τρόπο που έχτισε την ομάδα, τα όσα συνάντησε στην Στοκχόλμη, τις δυσκολίες του εξωτερικού, αλλά και τα διδάγματά του. Τέλος, αναφέρεται στο παράδειγμα της Έστερσουντ, που απέκλεισε τον ΠΑΟΚ. Μια ομάδα μοντέλο, που ξεκίνησε με τον ίδιο προπονητή από την τέταρτη κατηγορία, έχοντας υπομονή, μεθοδικότητα και πλάνο. Αυτή η ομάδα, που από πολλούς χαρακτηρίστηκε «χωριό», έδωσε απαντήσεις στην αλαζονεία. Πόσο όμως είναι διατεθειμένοι να αναλύσουν τον τρόπο της οι άνθρωποι που αποφασίζουν για το ελληνικό ποδόσφαιρο;
Υπάρχουν πλέον αρκετοί ποδοσφαιριστές που δουλεύουν στο εξωτερικό, αλλά όχι και τόσοι προπονητές. Πώς είναι για έναν τεχνικό να δουλεύει εκτός Ελλάδας;
«Σίγουρα δεν είναι το ίδιο και καθόλου συγκρίσιμο με το 24ωρο ενός ποδοσφαιριστή γενικά αλλά και ειδικά. Η δουλειά ενός προπονητή δεν περιορίζεται μόνο στον χρόνο που απαιτεί η εκάστοτε προπόνηση στο γήπεδο ούτε αρχίζει και τελειώνει σε ένα Κυριακάτικο 90λεπτο. Ως επικεφαλής ομάδας έχεις να κάνεις τόσα πολλά , να προετοιμάσεις να σχεδιάσεις και να οργανώσεις μέρες – εβδομάδες – μήνες καθώς επίσης και να αξιολογείς καθημερινά τα πάντα.
3 POÄNG mot @ik_brage pic.twitter.com/LJOvJLW72p
— Akropolis IF (@Akropolis_IF) September 17, 2017
Το να εργάζεσαι μακριά από την πατρίδα σου, είναι από μόνο του ένα τεράστιο κεφάλαιο και θεωρώ πως ο κάθε άνθρωπος το βιώνει μοναδικά. Κάθε μέρα είναι ξεχωριστή. Με νέες εικόνες – παραστάσεις, ευκαιρίες για απόκτηση περισσότερης γνώσης και εμπειρίας μέσα από την καθημερινή τριβή σου σε έναν “ξένο” τόπο. Επίσης είναι και ένα τεράστιο προσωπικό μάθημα για τον ίδιο μας τον εαυτό, στην προσπάθεια να τον κατανοήσουμε καλύτερα, να δούμε και να βρούμε δυνατά σημεία και αδυναμίες μας, έτσι ώστε να γίνουμε καλύτεροι ως άνθρωποι πρωτίστως».
Η Σουηδία, για εμάς τους απ’ έξω, μοιάζει ως ένας ιδανικός εργασιακός προορισμός. Πώς είναι να δουλεύεις στο ποδόσφαιρό της και σε μια ομάδα χαμηλότερης κατηγορίας;
«Ιδανικός εργασιακός προορισμός δεν ξέρω αν είναι 100% γιατί τα πάντα αλλάζουν πολύ γρήγορα στην σύγχρονη εποχή που ζούμε. Μπορώ όμως με τα βεβαιότητας να σου απαντήσω πως εδώ ο εργαζόμενος νιώθει σημαντικός και χρήσιμος (και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά με οικονομικούς όρους). Νιώθει πως με την εργασία του βοηθάει στην περαιτέρω εξέλιξη του κοινωνικού ιστού της χώρας, έτσι ώστε το βιοτικό επίπεδο όχι μόνο το δικό του, αλλά και των υπολοίπων, να βρίσκεται σε υψηλά ποσοστά. Οσον αναφορά τώρα τους κανόνες και τους όρους του παιχνιδιού που ονομάζεται “ποδόσφαιρο” εδώ στην Σουηδία, πίστεψε με πως οι λέξεις -χαμηλότερη υψηλότερη- κατηγορία λίγη σημασία έχουν. Όπως προσπαθεί να δουλέψει ο ποδοσφαιρικός οργανισμός που ακούει στο όνομα Μαλμε ή ΑΙΚ ή Χαμαρμπι, έτσι προσπαθούν και όλες οι υπόλοιπες. Η μόνη διαφορά έχει να κάνει με τους ανθρώπους που απασχολούνται συνολικά αλλά και με το επίπεδο τεχνογνωσίας που κατέχουν. Δεν ένιωσα ποτέ ούτε είπα στον εαυτό μου “α οκ πάω να δουλέψω στην Γ εθνική μιας ξένης χώρας” αλλά είπα επιθυμώ να εργαστώ κάπου που θα νιώθω χρήσιμος για αυτό που προσφέρω και μακάρι να καταφέρω να εξελιχθώ μέσα από όλο αυτό».
3 points! pic.twitter.com/lACqOBEoOk — Akropolis IF (@Akropolis_IF) August 27, 2017
Κάνει ευκολότερη την προσαρμογή το γεγονός ότι είσαι σε μια ομάδα με ελληνικές ρίζες;
«Το γεγονός πως η ομάδα της Ακρόπολις ανήκει σε Έλληνες ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μένα και με διευκόλυνε στην μετάβαση μου από την πατρίδα για την Σουηδία. Κακά τα ψέματα είναι διαφορετικό αλλά και δύσκολο πολύ να πηγαίνεις κάπου για δουλειά και να είσαι “ξένος μεταξύ ξένων” από το να έχεις μία ανθρώπινη προσέγγιση και να ξέρεις πως έχεις να κάνεις με συμπατριώτες σου, στα πρώτα σου βήματα. Στην ομάδα υπήρχαν ήδη Έλληνες ποδοσφαιριστές, με κάποιους από αυτούς είχα συνεργαστεί στο παρελθόν (σ.σ: Σταυροθανασόπουλο στον Πανιώνιο), είχαμε κρατήσει επαφές σε ανθρώπινο επίπεδο, κι έτσι η προσαρμογή μου έγινε πιο ομαλά. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω προσωπικά τους κ.κ. Μήτση Λάμπρο, Τριανταφυλλίδη Γιώργο , Γιαλαβόζη Τάσο και Γκόγκα Γιώργο, οι όποιοι ήταν και οι πρώτοι που συνομίλησα μαζί τους 1,5 μήνα προτού συμφωνήσω με την ομάδα. Δίνω μεγάλη σημασία στην ανθρώπινη προσέγγιση ως άνθρωπος και κατόπιν ως επαγγελματίας προπονητής και οφείλω να τους ευχαριστήσω και δημοσίως».
Έχεις δουλέψει και έχεις δείξει έργο σε ομάδες όπως ο Πανιώνιος και η ΑΕΛ. Ήταν δύσκολη για σένα η απόφαση να «κατέβεις» επίπεδο για να βρεις καλύτερες συνθήκες; Υπήρξαν στιγμές που ένιωθες να το μετανιώνεις;
«Στην αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολα σε όλους τους τομείς. Καιρικές συνθήκες, παρατεταμένη προετοιμασία (13 – 14 εβδομάδες) Κουλτούρα των παικτών, ποδοσφαιρική παιδεία τους και το άγνωστο της κατηγορίας, αλλά και γενικότερα του σουηδικού ποδοσφαίρου. Αυτό το – άγνωστο- όμως ήταν η δύναμη μου και όχι ο φόβος μου και παραμένει μέχρι και σήμερα το προσωπικό μου κίνητρο. Επέλεξα από την αρχή να ακολουθήσω την δική μου φιλοσοφία και να δημιουργήσω μία ομάδα συνόλου. Μία “σουηδική” ομάδα που θα προσπαθούσε να παίξει ένα διαφορετικό στυλ παιχνιδιού το οποίο δεν θα στηρίζεται μόνο σε physical καταστάσεις. Οι πρώτες εβδομάδες, τα πρώτα φιλικά παιχνίδια, ακόμη-ακόμη και οι πρώτοι επίσημοι αγώνες ήταν μια καθημερινή “μάχη” και προσπάθεια να έρθουμε κοντά ο ένας στον άλλον, να καταλάβει ο καθένας ξεχωριστά πως είναι μία σημαντική μονάδα η οποία πρέπει να υπηρετήσει το σύνολο με πειθαρχία και σεβασμό. Τα δεδομένα της κατηγορίας η οποία είναι ημι – επαγγελματική, ανέβασαν τον βαθμό δυσκολίας μου, γιατί ήμουν εγώ ο ίδιος αυτός που έπρεπε να κάνω πολλές φορές πίσω έτσι ώστε να τους βοηθήσω να κατανοήσουν και να αντιληφθούν πως αυτό που κάνουμε θα μας οδηγήσει κάπου σε βάθος χρόνου. Πολλοί από τους παίκτες μου είτε δουλεύουν είτε σπουδάζουν, δείγμα του πώς σκέφτεται ο μέσος Σουηδός τη σχέση του με το ποδόσφαιρο. Οπότε ήταν εξαιρετικά δύσκολο να “παντρέψω” τη δική μου κουλτούρα και το πάθος για το ποδόσφαιρο με τη δική τους, η οποία αν και στην αρχή μοιάζει κάπως “ψυχρή” και απόμακρη, στην πορεία διαπιστώνεις έκπληκτος πως πρόκειται για ανθρώπους προσηλωμένους στο στόχο τους, στρατιώτες έτοιμους να κάνουν ότι τους πεις, αρκεί να είσαι ειλικρινής μαζί τους. Δύσκολο για εκείνους στην αρχή να αποδεχθούν τις φωνές και τις παρατηρήσεις μου, δύσκολο για εμένα να τους αποδείξω πως όλο αυτό είναι η μεθοδολογία μου, αλλά και η προσπάθεια για να τους αναδείξω όσα θετικά έχουν!».
Έχεις την καλύτερη επίθεση στη χώρα και ένα σερί που σας έχει φέρει σε θέση ανόδου. Που οφείλεται αυτή η πορεία των τελευταίων αγωνιστικών;
«Δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα ούτε κάποια έκρηξη τις τελευταίες αγωνιστικές. Η ομάδα και οι ποδοσφαιριστές “παίρνουν” τώρα αυτό που πραγματικά αξίζουν γιατί έχουν δουλέψει σκληρά για αυτό από τις 11 Γενάρη όταν και ξεκινήσαμε. Τα παιδιά απολαμβάνουν το ίδιο το παιχνίδι κάθε Κυριακή. Δεν “καιγόμαστε” για το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα όσο κι αν είναι σημαντικό για την δουλειά μας όλο αυτό. Ξέρουμε πως το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα σου ανοίξει “πόρτες” ή θα σου δώσει νέες ευκαιρίες για ανέλιξη, αλλά όταν είσαι συνεπής όλη την εβδομάδα στην προπόνηση παραμένεις ειλικρινής με τον εαυτό σου και προσηλωμένος στον στόχο σου τότε μπορείς να χαμογελάς πραγματικά. Αυτή την στιγμή έχουμε την καλύτερη επίθεση στις 3 ανώτερες κατηγορίες του Σουηδικού ποδοσφαίρου, κάτι το οποίο συζητιέται έντονα. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι έχουμε σκοράρει με 14 διαφορετικούς ποδοσφαιριστές. Δείγμα της ομαδικής δουλειάς που γίνεται».
Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να περάσεις την φιλοσοφία σου στην Aκρόπολις και να την βοηθήσεις να ανέβει επίπεδο;
«Νιώθω ιδιαίτερα χαρούμενος και περήφανος γιατί ήταν κάτι που επιθυμούσα από την αρχή και ήταν επίσης κάτι που είχα “δεσμευτεί” στους ανθρώπους της ομάδας όταν ανέλαβα. Δεν υποσχέθηκα πρωταθλήματα ούτε έθεσα στόχους ανέφικτους παρά μόνο εξέφρασα την επιθυμία μου να μεγαλώσουμε τον σύλλογο, βήμα-βήμα, να γινόμαστε ολοένα και καλύτεροι με το αγωνιστικό μας προφίλ και όχι μόνο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να είσαι ο “μικρότερος” σύλλογος στην Στοκχόλμη, να “τρέχεις” μία ομάδα και να προσπαθείς παράλληλα να κάνεις και την διαφορά. Οι άνθρωποι που “τρέχουν” αυτή την στιγμή τον σύλλογο είναι άξιοι συγχαρητηρίων και μακάρι να καταλάβει γρήγορα η εδώ ελληνική παροικία πως χρειάζονται επιπλέον στήριξη. Το καταθέτω απλά ως “προσωπικό παράπονο” γιατί υπάρχουν περισσότεροι από 10.000 – 15.000 Έλληνες στην πόλη. Και δεν μιλάμε ούτε για “επαγγελματίες” παράγοντες, ούτε για ανθρώπους που αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο όπως αρκετοί δυστυχώς στην χώρα μας. Θα σου πω μόνο ένα και θα το κλείσω εδώ. Ο άνθρωπος που έχει την ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή στην Ακρόπολις, θα μπορούσε εύκολα με τις γνώσεις και την οξυδέρκεια που διαθέτει να δούλευε σε μία από της μεγάλες ομάδες, τόσο εδώ όσο και στην Ελλάδα και να αμοίβεται κανονικά!».
Είδαμε πρόσφατα μια ομάδα που θεωρούταν χαμηλότερης δυναμικής, την Έστερσουντ, η οποία με έναν ξένο προπονητή και εκπληκτική πορεία τα τελευταία χρόνια, απέκλεισε τον ΠΑΟΚ στην Ευρώπη. Τι πιστεύεις ότι μπορεί να διδάξει η ιστορία της στις ελληνικές ομάδες;
«Η ιστορία της Εστερσουντ και η επιτυχία της θα μπορούσε να αναλυθεί και ίσως να έβγαιναν πολλά χρήσιμα συμπερασμάτα για τις ελληνικές ομάδες, αν οι άμεσα εμπλεκόμενοι ήθελαν να την αναλύσουν πραγματικά…» Πηγή: gazzetta.gr