Ο γιατρός του Ντιέγκο Μαραντόνα, Λεοπόλδο Λούκε, κατηγορείται για εγκληματική αμέλεια αναφορικά με τον θάνατο του θρύλου του ποδοσφαίρου και οι αρχές προχώρησαν στη σύλληψή του, ενώ έγινε έρευνα στο σπίτι του για να βρουν περαιτέρω στοιχεία, αφού η στάση του κρίθηκε ύποπτη από τη στιγμή που στην τηλεφωνική του κλήση με την οποία ζητούσε να πάει ένα ασθενοφόρο στο σπίτι που βρισκόταν ο Μαραντόνα, απέφυγε να αναφέρει το όνομά του.
O Λούκε μιλώντας στους δημοσιογράφους αρνήθηκε κάθε ενοχή του: «Ήρθε απρόσμενα η αστυνομία, δεν μου έχουν απαγγείλει κατηγορίες, δεν έχω τέτοια ενημέρωση. Είναι η δουλειά τους, τους καταλαβαίνω, τους δώσαμε κάθε πληροφορία που μας ζήτησαν. Πήραν τον ιατρικό φάκελο του Ντιέγκο από όλες τις επισκέψεις του Μαραντόνα και υλικό από τους υπολογιστές. Είμαι στην απόλυτη διάθεση της δικαιοσύνης, ξέρω τι έκανα, ξέρω πώς το έκανα, για τον Ντιέγκο, μέχρι την τελευταία στιγμή, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι έκανα το καλύτερο δυνατό για τον Ντιέγκο.
Για όσα λέγονται, πραγματικά δεν μπορώ ούτε να τα διαβάσω, γιατί εγώ είμαι σε πολύ άσχημη κατάσταση, γιατί πέθανε ο φίλος μου. Εγώ ήμουν μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο μαζί του, ήμουν στην κηδεία, γιατί ήξερα ότι εκείνος το ήθελε αυτό.
Ο Ντιέγκο μισούσε τους γιατρούς, μισούσε τους ψυχολόγους, μισούσε τους πάντες. Με εμένα ήταν διαφορετικά, γιατί εγώ ήμουν αυθεντικός, δεν έψαχνα τίποτα σε εκείνον. Ούτε μια φωτογραφία δεν έψαχνα μαζί του, την πρώτη την κάναμε τρία χρόνια αφότου γνωριστήκαμε.
Ο Ντιέγκο ήταν φίλος μου, ήμουν συνεχώς μαζί του. Επειδή ο Ντιέγκο είχε πολλά προβλήματα υγείας, πολύ πριν με γνωρίσει, χρειάζονταν βοήθεια. Δεν ήταν εύκολα προσβάσιμος. Είχε αυτονομία, εκείνος αποφάσιζε. Δεν υπήρξε ψυχιατρική απόφαση για παρέμβαση, εκείνος αποφάσιζε πάντα.
Ο Ντιέγκο με έδιωξε πάρα πολλές φορές από το σπίτι του. Με έδιωχνε και μετά μου τηλεφωνούσε. Αυτή ήταν η σχέση με τον Ντιέγκο. Αυτή ενός πατέρα με τον γιο. Ενός πατέρα επαναστάτη. Εγώ του έδινα συμβουλές, εκείνος τις αποδεχόταν ή όχι. Εγώ είμαι νευροχειρούργος, όχι γενικός γιατρός. Τον έστελνα σε διάφορους γιατρούς, τον συνόδευα στον οδοντίατρο, γιατί χωρίς εμένα δεν έβγαζε ούτε ένα δόντι. Έτσι λειτουργούσε η σχέση μας. Και τώρα να λένε τις βλακείες που λένε, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να βλάπτουν τη μνήμη του Ντιέγκο.
Μπαίνω στο σπίτι, δεν θέλει να δεχθεί τον γιατρό, δεν θέλει να δεχθεί κανέναν. Ποιος είναι ο μοναδικός που μπορεί να μπει στο σπίτι του ως επαγγελματίας; Εγώ. Μπήκα, του ζήτησα να πάρει τα φάρμακά του, με έδιωξε,«Λούκε είμαι καλά, άσε με ήσυχο», με έβριζε, τα ίδια κάθε φορά. Αν θέλει να με διώξει, μπορεί να με διώξει. Οτιδήποτε έκανα ήταν παραπάνω, όχι λιγότερο απ’ όσα έπρεπε. Δεν ήθελε να δεχθεί τις κόρες του.
Εγώ τον στήριξα, γιατί τον αγαπούσα, θα μπορούσα να φύγω, αλλά δεν το έκανα. Εκείνος με έδιωξε μετά. Υπήρχε μια ολόκληρη ομάδα για την πνευματική υγεία του Μαραντόνα, αλλά με ζητούσαν εκεί γιατί ήμουν ο μοναδικός που με δεχόταν ο Ντιέγκο. Εγώ τον πήρα σχεδόν με το ζόρι να τον πάω στο νοσοκομείο, αλλά δεν είμαι αστυνομικός, δεν είμαι δικαστής. Εκείνος έπρεπε να πειστεί ότι έπρεπε να βελτιωθεί η κατάστασή του».