Η δουλειά των γιατρών είναι να προειδοποιούν. Αυτό είναι σαφές. Δουλειά του ανθρώπου είναι να υπηρετεί τα πάθη του. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. «Πρέπει να σταματήσεις να παίζεις. Τα πνευμόνια σου δεν θ’ αντέξουν», ήταν η διάγνωση. «Και τι να την κάνω τη ζωή χωρίς τον Ολυμπιακό». Μια ερώτηση που έκρυβε μέσα της όλη την άρνηση του κόσμου.
Μια ερώτηση που έκρυβε επίσης, μια μεγάλη αγάπη. Ένα ασίγαστο πάθος. Μια ζωή βαμμένη στα ερυθρόλευκα. Όπως και τα χρώματα του Ολυμπιακού. Τον οποίο λάτρευε περισσότερο και από την ίδια του τη ζωή.
Πολλές φορές στο ποδόσφαιρο μιλάμε για στρατιώτες, θέλοντας να δείξουμε την πίστη ενός ανθρώπου στον αγαπημένο του σύλλογο. Ένας τέτοιος ήταν ο Βασίλης Δουρίδας. Και μπορεί το ονοματεπώνυμο αυτό για πολλούς -ειδικά τους νεότερους- να μη σημαίνει και πολλά πράγματα, ωστόσο, αν κάποιος πει δυο λέξεις «κερκίδα» και «τρομπέτα» τότε σίγουρα το επόμενο που θα έρθει στο μυαλό του οποιοδήποτε είναι «Αττίλιο»!
Ο πιστός στρατιώτης, Βασίλης Δουρίδας
Γεννήθηκε το 1942, μέσα στα μαύρα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, στην Αθήνα. Μπορεί να μεγάλωσε στην πρωτεύουσα αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να λατρέψει τον Ολυμπιακό. Βλέπετε εκείνη την εποχή ακόμα, υπήρχε αυτός ο… τοπικός διαχωρισμός ανάμεσα στους οπαδούς των ερυθρόλευκων και εκείνους του μισητού και αιώνιου εχθρού, Παναθηναϊκού.
Ο μικρός Βασίλης ήταν καλός στα μαθήματα και με τη βοήθεια των γονιών του κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και να μπει στην ιατρική σχολή. Παράλληλα, ωστόσο, αγαπούσε το ποδόσφαιρο, λάτρευε την ομάδα του και σχεδόν κάθε Κυριακή βρισκόταν όπου έπαιζε ο Ολυμπιακός.
Σπούδαζε αλλά το βασικό του μέλημα μέσα στην εβδομάδα ήταν να καταφέρει να βρει λεφτά για να βγάλει εισιτήριο, ώστε, την Κυριακή να πάει στο σπίτι του. Στο Καραϊσκάκη.
Κάποια στιγμή και ενώ διένυε το τέταρτο έτος των σπουδών του στην ιατρική σχολή της Αθήνας, ο Βασίλης το πήρε απόφαση. Ζωή για εκείνον ήταν ο Ολυμπιακός και αυτόν θα υπηρετούσε. Παρατάει τις σπουδές του και πιάνει δουλειά προκειμένου να έχει τα χρήματα, ώστε, να έχει εξασφαλισμένο το εισιτήριο του κυριακάτικου αγώνα ή τα έξοδα για ν’ ακολουθεί τον Ολυμπιακό στα έκτος έδρας ματς που έδινε.
Όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Βασίλης Δουρίδας αφιερώθηκε στη μεγάλη του αγάπη και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του Ολυμπιακού.
Η σάλπιγγα και το παρατσούκλι «Αττίλιο»
Στην αρχή της… οπαδικής του καριέρας ο Β. Δουρίδας ήταν απλά ένας από τους χιλιάδες οπαδούς του Ολυμπιακού που πήγαιναν στο γήπεδο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ωστόσο, άρχιζε να ξεχωρίζει για το πάθος του. Τότε είναι η εποχή που για πρώτη φορά παίρνει μαζί του στο γήπεδο μια σάλπιγγα για να δίνει ρυθμό στους οπαδούς, ώστε, να είναι πιο αποτελεσματική η ενίσχυση στην ομάδα.
Τότε ο Βασίλης καθόταν στα «ορεινά» της θύρας 10. Κυριλέ και ακριβή θύρα θα μπορούσε να πει κάποιος. Δεν χωρούσε οπαδούς με το πάθος του. Εκεί οι φίλαθλοι πάνε περισσότερο να δουν τον αγώνα παρά να ενισχύσουν την ομάδα. Έτσι πήρε την τρομπέτα του και μαζί με την παρέα που είχε φτιάξει, μετακόμισαν κάτω από το ρολόι της θύρας 12+1 (οι πιστοί οπαδοί του Ολυμπιακού δεν λένε ποτέ τον αριθμό που προκύπτει από το συγκεκριμένο άθροισμα) του παλιού σταδίου Καραϊσκάκη. Εκεί, στο πέταλο, έφτιαξαν έναν μικρό πυρήνα τρελαμένων που σε κάθε αγώνα έστηνε τρελό γλέντι. Μπροστάρης πάντα ο Βασίλης με τη σάλπιγγά του.
Η παρέα ολοένα και μεγάλωνε και κάποια στιγμή έπεσε η ιδέα να φύγουν από τη θύρα με τον κακό αριθμό και να πάμε απέναντι, στη Θύρα 7 όπου και εκεί υπήρχε ένας μεγάλος πυρήνας τρελαμένων Γαύρων. Αυτό ήταν. Ο Β. Δουρίδας δεν έφυγε ποτέ ξανά από εκεί. Από εκείνο το μετερίζι υπηρέτησε πιστά τον Ολυμπιακό για περίπου δυο δεκαετίες.
Εκεί, άλλωστε, ήταν και το σημείο που απέκτησε το παρατσούκλι του. Λέγεται πως μια ημέρα, μπήκε φουριόζος (πάντα κρατώντας στα χέρια του τη σάλπιγγα) μέσα στην κερκίδα και έπεσε κατά λάθος πάνω σε έναν άλλο οπαδό των ερυθρόλευκων. Εξαιτίας του όγκου του Δουρίδα, ο… άτυχος οπαδός έπεσε πάνω σε άλλα άτομα και όλοι μαζί μετακινήθηκαν μερικά μέτρα. Τότε ένας από αυτούς είπε προς τον φουριόζο Βασίλη: «Σιγά ρε φίλε! Ποιος είσαι; Ο Αττίλιο;» αναφερόμενος σε έναν διάσημο ασιάτη παλαιστή της εποχής. Ακολούθησαν στιγμές ασταμάτητου γέλιου και τρομερών πειραγμάτων.
Αυτό ήταν. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα ο Ολυμπιακός είχε αποκτήσει τον σαλπιγκτή του που ονομαζόταν «Αττίλιο».
Η χούντα, ο Σαλιαρέλης, το ξύλο και ο Εθνικός
Ο «Αττίλιο» σταδιακά έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ερυθρόλευκης κερκίδας, κερδίζοντας τον σεβασμό όλων. Μόλις άρχιζε να σαλπίζει τον γνωστό και αγαπημένο ρυθμό, όλοι σταματούσαν ότι έκαναν, σήκωναν τα χέρια ψηλά, «ακολουθούσαν» χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια και στο τέλος φώναζαν όλοι μαζί μέχρι να κλείσει η φωνή τους: «Ο-λυ-μπι-ακός, Ο-λυ-μπι-ακός»!
Δεν ήταν, πάντως, όλα ρόδινα στην οπαδική καριέρα του «Αττίλιο». Τον Απρίλιο του 1972, μετά το τέλος του αγώνα με τον Ολυμπιακό Βόλου, συνελήφθη από την αστυνομία της χούντας και δικάστηκε από τα όργανα του καθεστώτος «δια διέγερσιν εις απείθειαν» επειδή παρότρυνε τον κόσμο να μην διαλυθεί, έξω από την θύρα 1 του γηπέδου, όπως διέτασσε η Αστυνομία. Το τριμελές πλημμελειοδικείο Πειραιώς τον καταδίκασε σε 4 μήνες φυλάκιση, με αναστολή.
Στα μέσα εκείνη της δεκαετίας έγινε και το αδιανόητο. Ο «Αττίλιο» πικραμένος ήρθε σε ρήξη με τη μεγάλη του αγάπη. Ή πιο σωστά με τη διοίκηση του Ολυμπιακού καθώς θεωρούσε πως η αντιμετώπιση του συλλόγου στο πρόσωπό του ήταν άδικη. Και επειδή «το γινάτι, βγάζει μάτι», πήρε την τρομπέτα του και πήγε να οργανώνει την κερκίδα του Εθνικού! Σύντομα, ωστόσο, διαπίστωσε πως το κλίμα εκεί δεν τον σηκώνει και ήθελε πάλι τα ερυθρόλευκα. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού δεν του κράτησαν κακία για το συγκεκριμένο ατόπημα και επέστρεψε στη φυσική του θέση. Πάνω στο κάγκελο της Θύρας 7.
Ο «Αττίλιο» έφαγε και πολύ ξύλο. Είτε από άνανδρες επιθέσεις που δέχθηκε από αντίπαλους οπαδούς, είτε ακόμα και από «ανθρώπους» του Ολυμπιακού, όπως κάτι… «φουσκωτοί» του τότε προέδρου της ομάδας Αργύρη Σαλιαρέλη που δεν δίστασαν να χτυπήσουν τον «Αττίλιο» όταν εκείνος και μερικοί ακόμα ερυθρόλευκοι οπαδοί πήγαν στα γραφεία της ΠΑΕ να διαμαρτυρηθούν για την κατάντια της ομάδας.
«Ο Θεός να μου κόβει μέρες και να τις δίνει στον Ολυμπιακό»
Όλα αυτά τα χρόνια στις κερκίδες, ωστόσο, φαίνεται πως άφησαν το σημάδι στην υγεία του «Αττίλιο». Μεγαλύτερος σε ηλικία, πλέον, ίσως θα έπρεπε να ρίξει… ρυθμούς. Ζωή, χωρίς, Ολυμπιακό, ωστόσο, ζωή δεν λογάται και έτσι ο Β. Δουρίδας συνέχισε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε γήπεδο έπαιζε ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος. Και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο. Σε όλα τα τμήματα του συλλόγου. Στο αγαπημένο του βόλεϊ, το μπάσκετ, το πόλο…
Οι γιατροί τον προειδοποιούσαν να σταματήσει. Εκείνος, όμως, τους αγνοούσε. Μπροστά στη μεγάλη του αγάπη, δεν υπολόγιζε τίποτα. «Ο Θεός να μου κόβει μέρες και να τις δίνει στον Ολυμπιακό», τους έλεγε!
Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου του 1994 η σάλπιγγα του Θρύλου, σίγησε για πάντα. Ο «Αττίλιο» έφυγε από τη ζωή, εξαιτίας πνευμονικού οιδήματος, που τον ταλαιπωρούσε χρόνια. Ο ίδιος, μέχρι και τις τελευταίες ημέρες του, έλεγε πως «μόνο όταν μπαίνω στο γήπεδο ως εκ θαύματος νιώθω καλά».
Κηδεύτηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων σε κόκκινο φέρετρο όπως είχε ζητήσει από τη σύζυγό του, Αριστέα. Στο τελευταίο αντίο της πιο θρυλικής μορφής της ερυθρόλευκης κερκίδας, παραβρέθηκε η ποδοσφαιρική ομάδα, ο τότε πρόεδρος Σωκράτης Κόκκαλης και πολλές εκατοντάδες ανώνυμοι οπαδοί.
Από τότε το ηχογραφημένο σάλπισμα του ακούγεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο Καραϊσκάκη, με τις νέες γενιές οπαδών του Ολυμπιακού να τιμούν τον «Αττίλιο», φωνάζοντας δυνατά: «τα χρόνια περνάνε, ποτέ δεν σε ξεχνάμε»…