«Νιώθω ότι είμαι Ολυμπιακός. Επτά χρόνια έζησα, αγαπήθηκα και το αισθάνθηκα» αναφέρει ο Αντώνης Νικοπολίδης για τη συμπεριφορά των «ερυθρολεύκων» προς το πρόσωπό του.
«Στο μυαλό τους ήμουν πάντα αναπληρωματικός, δεν κατάλαβαν ποτέ τι άνθρωπος ήμουν. Δεν φρόντισαν ποτέ να με γνωρίσουν, να με πλησιάσουν, να τους πω τι αισθάνομαι, πώς βλέπω τα πράγματα. Πάντα με κρατούσαν απέναντι. Με έβλεπαν ως … υπάλληλο», σχολίασε για την περίοδο παρουσίας του στον Παναθηναϊκό.
Μέρος της αυτοβιογραφίας του Έλληνα τερματοφύλακα δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα». Στη προδημοσίευση περιλαμβάνονται δηλώνεις του Αντώνη Νικοπολίδη για το διαζύγιό του με τον ΠΑΟ αλλά και για το πρώτο ματς στη Λεωφόρο.
«Εκείνη την εποχή δεν πίστευα ότι ο Ολυμπιακός θα ενδιαφερόταν για μένα. Και επειδή ήμουν αρκετά μεγάλος, αλλά και γιατί προερχόμουν από τον Παναθηναϊκό, τον οποίο τον θεωρούσαν και κατώτερο. Πίστευα, επίσης, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε, πως υπήρχε μία άτυπη συμφωνία ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό να μην κτυπάει ο ένας παίκτες του άλλου.
Στις 20 Ιανουαρίου, λοιπόν, πήγα με το μάνατζέρ μου στην ΠΑΕ και συναντηθήκαμε με τον Μήτσου και τον Ζάετς να συζητήσουμε για το συμβόλαιο. Με τον Μήτσου είχε συζητήσει και νωρίτερα ο μάνατζέρ μου και του είπε ότι ήμουν διατεθειμένος να κάνω υποχωρήσεις στο οικονομικό, αφού ακόμη εκείνο τον καιρό ο Παναθηναϊκός ήταν πρώτη μου επιλογή. Ο Μήτσου του είχε πει ότι θα μπορούσε να ανεβάσει λίγο την προσφορά της η ομάδα και πως θα μπορούσαμε να τα βρούμε κάπου στη μέση.
Είχα αποφασίσει να μείνω και με 500 χιλιάδες. Όμως, εκείνη τη μέρα όλη τη συζήτηση την έκανε ο Ζάετς. Αυτός είχε τον τελευταίο λόγο στα συμβόλαια και τις μεταγραφές. Η πρότασή του ήταν 250 χιλιάδες για τετραετές συμβόλαιο. Μου είπε ότι η ομάδα είχε χρέη και δεν μπορούσε να κάνει μεγαλύτερη προσφορά. Πιθανόν γιατί είχε υπόψη του κάποιον άλλον τερματοφύλακα με αυτά τα χρήματα και θεωρούσε πως είναι προτιμότερο να έχει δύο τερματοφύλακες με 500 χιλιάδες. Αυτή ήταν η δουλειά του, να μειώσει τα κόστη. Ο Ζάετς, μάλιστα, μου είπε ότι θα ήμουν ελεύθερος να φύγω για ομάδα του εξωτερικού, οποιαδήποτε στιγμή έβρισκα ομάδα στη διάρκεια του συμβολαίου μου, το οποίο μπορούσα να το πάρω σπίτι. Αρκεί να υπέγραφα ένα χαρτί που να έλεγε ότι δεν θα πήγαινα σε καμία άλλη ελληνική ομάδα.
Αυτή η συμπεριφορά με ενόχλησε. Ήμουν τόσα χρόνια στην ομάδα. Δεν μου άξιζε κάτι τέτοιο. Έτσι, επέμεινα στην αρχική μου θέση, από πείσμα και επαγγελματική αξιοπρέπεια. Βέβαια, η ανακοίνωση που μοίρασε μετά η ΠΑΕ έλεγε ότι η πρόταση ήταν τριετές συμβόλαιο με 400 χιλιάδες το χρόνο και το δικαίωμα να μείνω ελεύθερος, αν έρθει πρόταση από το εξωτερικό» αναφέρει ο Αντώνης Νικοπολίδης για τη συμπεριφορά του ΠΑΟ.
Όσον αφορά το πρώτο παιχνίδι του παιχνίδι στη Λεωφόρο: «Ο Μπάγεβιτς με βοήθησε πάρα πολύ ειδικά στο πρώτο παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, που ήταν ένα παιχνίδι με πολλές ιδιαιτερότητες από όλες τις πλευρές. Σε κάθε ντέρμπι αιωνίων υπάρχει μια ένταση, αλλά σε εκείνο το συγκεκριμένο θα περπατούσα σε ένα χώρο που λίγους μήνες πριν τον ένιωθα σπίτι μου, γνωρίζοντας ότι θα με αντιμετώπιζαν σαν εχθρό.
Η αστυνομική παρουσία ήταν πολύ μεγάλη και το καταλάβαμε όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο για να μπούμε στο γήπεδο, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να μας πλησιάσει κανείς. Βέβαια, οφείλω να πω ότι οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού ήταν πολύ ζεστοί απέναντί μου και δε νομίζω ότι το έκαναν από υποχρέωση. Έχω το συνήθειο να μη βγαίνω πριν από το ζέσταμα για να δω το γήπεδο, όπως κάνουν οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές. Προτιμώ να τακτοποιώ τα πράγματά μου, να ετοιμάζομαι και να συγκεντρώνομαι.
Εκείνο το βράδυ άκουσα βρισιές και διάφορα συνθήματα, όπως το «πού είναι η κότα», αλλά ακόμη και με εκείνες τις συνθήκες αποφάσισα να βγω μόνος, χωρίς την ομάδα για να τους δείξω ότι δεν τους φοβόμουν και πως ήμουν έτοιμος να τους αντιμετωπίσω. Και όχι μόνο αυτούς αλλά και το ίδιο το παιχνίδι που ήταν ένα παιχνίδι τίτλου. Δεν είμαι υπεράνθρωπος.
Την ώρα που ανέβαινα τα σκαλιά για να βγω έξω είχα έναν εκνευρισμό και μία ανησυχία, αφού δεν ήξερα τι θα μπορούσε να συμβεί, αν κάποιος από τους οπαδούς ξέφευγε και έμπαινε στον αγωνιστικό χώρο. Βγήκα στο γήπεδο και προσπάθησα να κρατήσω λίγο χαμηλά το κεφάλι για να μη δω τι συνέβαινε στις κερκίδες και επηρεαστώ. Ήταν, φυσικά, αδύνατο. Είδα, λοιπόν, ένα γήπεδο που έβραζε και φωτοβολίδες να πέφτουν από παντού. Στο τέρμα από πίσω είδα και δύο ανεγκέφαλους που με σημάδευαν με πιστόλια φωτοβολίδων, αλλά θες το πείσμα μου, η υπερηφάνεια μου, η ανοησία μου, δεν έκανα καμία προσπάθεια να τους αποφύγω. Έλεγα μέσα μου «προτιμώ να με κτυπήσουν από το να τους δείξω ότι τους φοβάμαι».
«Νιώθω ότι είμαι Ολυμπιακός… Επτά χρόνια έζησα, αγαπήθηκα και το αισθάνθηκα. Ότι με αγάπησε ο κόσμος. Με αγάπησε η ομάδα και μου το έβγαζε… Αν με ρωτήσεις πώς το καταλαβαίνεις, η απάντηση είναι εύκολη. Φαινόταν ότι η ομάδα περίμενε από εσένα. Να καθοδηγήσεις, όχι μόνο την ομάδα από το τέρμα, αλλά και όλο το σύνολο… Με την παρουσία σου, με την ομιλία σου, με την εμψύχωση. Μου έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο. Πίστεψε σε εμένα. Αντιθέτως με τον Παναθηναϊκό… Θα μου πεις, τώρα, τον αδικείς… Ξεκίνησα από 17-18 χρονών, δεν μπορούσαν να με πιστέψουν, βρισκόμουν πάντα στον πάγκο, στο μυαλό τους ήμουν πάντα αναπληρωματικός, δεν κατάλαβαν ποτέ τι άνθρωπος ήμουν. Δεν φρόντισαν ποτέ να με γνωρίσουν, να με πλησιάσουν, να τους πω τι αισθάνομαι, πώς βλέπω τα πράγματα. Πάντα με κρατούσαν απέναντι. Με έβλεπαν ως … υπάλληλο. Απλά ήμουν κι εγώ εκεί. Υπήρχα. Κι αυτό με στεναχώρησε.
Είμαι, όμως, ευγνώμων στον Παναθηναϊκό γιατί ήταν το δημοτικό, το γυμνάσιο και το πανεπιστήμιο μαζί. Μέσα σε 15 χρόνια. Και περίμενα την κατάλληλη στιγμή αποφοιτώντας από αυτό το πανεπιστήμιο, μετά από όλες αυτές τις σπουδές που είχα κάνει, να μου δώσουν την ευκαιρία να τους αποδείξω ότι μπορώ να κάνω παραπάνω πράγματα. Κι όμως, ούτε τότε πίστεψαν σε εμένα. Και ήρθε μία ομάδα «εχθρική», ο μεγάλος αντίπαλος, να με πιστέψει και να μου δώσει όλα αυτά που περιέγραψα… Τι θα έπρεπε να ήμουν; Και εγώ και η οικογένειά μου είμαστε Ολυμπιακοί» δηλώνει ο Αντώνης Νικοπολίδης.
Τέλος, ο βασικός τερματοφύλακας της αποστολής της Εθνικής Ελλάδος στο Euro 2004 δήλωσε: «Είχα την αλλόκοτη αίσθηση πως ό,τι σκεφτόμουν, ό,τι ήθελα να συμβεί, συνέβαινε. Ότι η μπάλα όταν ερχόταν προς το τέρμα έπαιρνε την πορεία που ήθελα, σαν να την καθοδηγούσα με ένα αόρατο λέιζερ. Μετά τη λήξη του αγώνα δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι συγκεκριμένο, μόνο το ότι έπεσα στο χορτάρι γιατί δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ότι είχαμε γίνει πρωταθλητές Ευρώπης. Η λογική μού έλεγε ότι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Η πραγματικότητα έδειχνε το αντίθετο. Την έκταση των πανηγυρισμών στην Ελλάδα την καταλάβαμε με την επιστροφή. Φανταζόμασταν πως το Καλλιμάρμαρο θα είχε κόσμο, αλλά αυτό που ζήσαμε στη διαδρομή προς το στάδιο ήταν πάνω και πέρα από κάθε φαντασία. Από την υποδοχή με την εντυπωσιακή αψίδα νερού που είχαν κάνει τα πυροσβεστικά στο διάδρομο προσγείωσης του αεροπλάνου, μέχρι τα ελικόπτερα που πετούσαν διαρκώς σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, πάνω από το πούλμαν μέσα στο οποίο βρισκόμασταν. Μετά ήταν ο κόσμος. Η χαρά του, ο ενθουσιασμός του, το πάθος του, αυτή η λαχτάρα της ευτυχίας που μας μετέδιδε δεν ξέρω αν μεταφέρεται στο χαρτί, όσο καλά και αν διηγηθείς μία ανάμνηση».