Ο Τζέσε Όουενς ήταν ο πρώτος αθλητής που αμφισβήτησε τον Αδόλφο Χίτλερ και όσα εκείνος υιοθετούσε, πρέσβευε, σχεδίαζε και εκπλήρωνε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του στη ναζιστική Γερμανία. Ο γιος ενός δουλοπάροικου και εγγονός σκλάβων, κατάφερε να διαψεύσει μέσα στο Βερολίνο, στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, τη θεωρία που έστησε ο Φύρερ το καθεστώς του περί υπεροχής της άρειας φυλής. Όμως, η εκπληκτική κούρσα των 10,3 δευτερολέπτων στις 3 Αυγούστου εκείνου του έτους, ήρθε να αποδείξει ότι η συγκεκριμένα αντίληψη από κάπου μπάζει. Κάτι για το οποίο ο 47χρονος τότε ηγέτης δεν μπορούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του, έστω κι αν φρόντισε να το κρύψει με μαεστρία στο Ολυμπιακό Στάδιο…
Όμως, ο μαύρος Όουενς δεν ήταν ο μόνος που πήγε σε μετωπική με τον Χίτλερ. Κάτι παρόμοιο έγινε και δύο χρόνια αργότερα, όταν η πολεμική μηχανή της ναζιστικής Γερμανίας είχε πάρει μπροστά. Ήταν ένας Εβραίος αυτήν τη φορά που τον ταπείνωσε, όπως και σχεδόν όλο το Γ’ Ράιχ, κάτι το οποίο πλήρωσε αργότερα με την ίδια του τη ζωή. Ο θάνατός του αποτέλεσε μυστήριο, το οποίο δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα, με αρκετούς να θεωρούν ότι ήταν μια πολύ καλά κεκαλυμμένη δολοφονία και άλλους να θεωρούν ότι αυτοκτόνησε. Ο λόγος για τον Ματίας Ζίντελαρ, έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αστέρα της μεσοπολεμικής Ευρώπης, χάρη στον οποίο η Αυστρία είχε χαρακτηριστεί το μεγάλο φαβορί για το Μουντιάλ του 1936. Όμως, αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να νικήσει μόνος του ούτε τον Μουσολίνι και τους «ατζούρι».
Ένας επιθετικός διαφορετικός από το τότε πρότυπο
Μπορεί στην εποχή μας οι καλύτεροι και πιο ακριβοπληρωμένοι επιθετικοί να έχουν σωματότυπο όπως ο Μέσι, ο Νεϊμάρ και ο Αγκουέρο και όχι σαν αυτό των Λουκάκου ή Κέιν, αλλά στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 ήταν σχεδόν αδιανόητο αυτοί που αγωνίζονταν στην κορυφή της επίθεσης να μην είναι «τανκς». Ο Ζίντελαρ, όμως, το άλλαξε αυτό. Δεν φαντάζει καθόλου παράξενο ότι το προσωνύμιο που του είχε δοθεί ήταν «Χάρτινος».
Όσα του έλειπαν σε μπόι και μυϊκή μάζα, τα είχε σε περίσσευμα τεχνικής και μυαλού. Αυτοί που πρόλαβαν να τον δουν να αγωνίζεται, διηγούνταν ότι έμοιαζε σαν να έχει εγκέφαλο και στα λεπτά του πόδια. Τα περίπου 600 τέρματα στις γύρω στις 700 εμφανίσεις με την Αούστρια Βιέννης μιλούν από μόνα τους. Τίτλους δεν κατέκτησε πολλούς, μόνο ένα πρωτάθλημα Αυστρίας το 1926 και πέντε Κύπελλα στη χώρα του (1925, 1926, 1933, 1935 και 1936). Αλλά, ήταν με διαφορά ο κορυφαίος της χώρας του.
Εκεί που έλαμψε το άστρο του, ήταν με την εθνική ομάδα. Σε 43 ματς πέτυχε 27 γκολ, επίδοση διόλου ευκαταφρόνητη. Όσο για το highlight της καριέρας του, ήταν το γκολ που πέτυχε κόντρα στην Αγγλία, ως άλλος Ντιέγκο Μαραντόνα, 54 χρόνια γρηγορότερα από τον Αργεντινό. «Το γκολ του Ζίντελαρ ήταν ένα έργο τέχνης, που κανείς άλλος πριν ή μετά από αυτόν δεν θα μπορέσει να αντιγράψει. Ο κόσμος στο Λονδίνο σηκώθηκε όρθιος για να το χειροκροτήσει και κάθισε ξανά μετά από 20 λεπτά», είχε πει ο Βέλγος διαιτητής που διηύθυνε τη νίκη των «τριών λιονταριών» με 4-3, το μακρινό 1932. Μετά από αυτό το παιχνίδι, ανάμεσα στις ομάδες που ενδιαφέρθηκαν, ήταν και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όμως, εκείνος δεν ενδιαφερόταν να αφήσει την πατρίδα του, φοβούμενος και τον πολύ σκληρό τρόπο που έπαιζαν τότε στο Νησί.
Η Ομάδα Όνειρο με μαέστρο τον «Μότσαρτ»
Σε εκείνο το χρονικό σημείο άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο της η περίφημη Wunderteam (Ομάδα Όνειρο), την οποία μόνταρε ο Ούγκο Μάισλ με… πρώτο βιολό τον «Μότσαρτ» -όπως τον αποκαλούσαν- Ζίντελαρ. Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν το ποδόσφαιρο εκείνο το σύνολο, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για την εποχή, καθώς βασιζόταν κυρίως στις τεχνικές αρετές του. Έμεινε, όμως, όπως και η μεταπολεμική Ουγγαρία, χωρίς κάποιον τίτλο.
Θα μπορούσε να τον κατακτήσει το 1934, πηγαίνοντας στο Μουντιάλ της Ιταλίας ως το μεγάλο φαβορί. Αλλά, η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν επέτρεπε στην ομάδα να υπάρχουν όλες οι απαραίτητες προπονητικές… ανέσεις. Φαντάζει αδιανόητο για σήμερα, όμως τότε οι Αυστριακοί πήγαν στη διοργάνωση χωρίς γυμναστή και φυσικοθεραπευτές. Η ομάδα του Μάισλ πέρασε αρχικά τη Γαλλία με 3-2 στην παράταση και αντιμετώπισε στον προημιτελικό την Ουγγαρία, την οποία νίκησε με 2-1. Ωστόσο, έχασε με τραυματισμό ένα κομβικό της παίκτη, τον Γιόχαν Χόρβατ.
Στα ημιτελικά κοντραρίστηκε με τη διοργανώτρια του Βιτόριο Πότσο, με την «ατζούρα» να επικρατεί με 1-0. Οι αναφορές του τότε κάνουν λόγο για εύνοια της Ιταλίας από τον διαιτητή, καθώς η αναμέτρηση γινόταν μπροστά στα μάτια του Ντούτσε. Λέγεται, μάλιστα, πως ο Λουίς Μόντι έπαιξε ιδιαίτερα σκληρά τον μαέστρο Ζίντελαρ, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει. Η Ιταλία κατέκτησε τελικά τον τίτλο, για να ευχαριστηθεί και ο Μουσολίνι, ενώ η Αυστρία τερμάτισε τέταρτη, χάνοντας στον αδιάφορο μικρό τελικό από τη Γερμανία με 3-2.
Το… εχθρικό φιλικό της «Ένωσης»
Η Αυστρία θεωρητικά θα είχε και άλλες ευκαιρίες για διακρίσεις, αλλά η πορεία της ανακόπηκε το 1938, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τα εδάφη της, για να εκπληρωθεί το όραμα της περίφημης «Anschluss» («Ένωσης»), την οποία ονειρευόταν ο αυστριακής καταγωγής, Χίτλερ. Η πολιτική πάντα ήθελε να έχει επιρροή στο λαοφιλέστερο άθλημα, καθώς μέσω αυτού μπορούσε να περάσει τα δικά της μηνύματα. Έτσι, λοιπόν, και ο Φύρερ αποφάσισε στις 3 Απριλίου εκείνου του έτους να διεξαχθεί ένας φιλικός αγώνας προς τιμή αυτής της… ένωσης, μεταξύ της Ostmark (Αυστρίας) και της Altreich (Γερμανίας).
Ο αγώνας θα γινόταν στο στάδιο Πράτερ στη Βιέννη και προσκεκλημένοι ήταν αξιωματούχοι του Γ΄ Ράιχ και είχε συμφωνηθεί να λήξει ισόπαλος, προκειμένου να μην δυσαρεστηθεί καμία από τις δύο πλευρές. Ο Ζίντελαρ, αρχηγός εκείνης της ομάδας των Αυστριακών, αποφάσισε αυτός και οι συμπαίκτες του να μην εμφανιστούν με τις παραδοσιακές ασπρόμαυρες στολές της χώρας, αλλά με νέες, σε χρώματα κόκκινο και άσπρο.
Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν πως ο Ζίντελαρ έχασε αρκετές ευκαιρίες μπροστά από την εστία των Γερμανών, αστοχώντας σε πολλές από αυτές επιδεικτικά, για να εκφράσει την αντίδρασή του για όσα γίνονταν στο χορτάρι. Όμως, γύρω στα 20 λεπτά πριν το τέλος του παιχνιδιού, δεν αντιστάθηκε και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα. Κάτι που πανηγύρισε εξίσου επιδεικτικά με τον τρόπο που έχανε τα γκολ νωρίτερα και μάλιστα μπροστά στην εξέδρα των επισήμων, η οποία ήταν γεμάτη από εθνικοσοσιαλιστές αξιωματούχους. Ο αγώνας τελείωσε τελικά 2-0 υπέρ των Αυστριακών, με το δεύτερο γκολ να το πετυχαίνει ο φίλος του, Καρλ Σέστα, με μια μακρινή εκτέλεση φάουλ.
Ο θάνατος μυστήριο και η κοσμοσυρροή στην κηδεία του
Με τη γερμανική κατοχή, η Αούστρια Βιέννης άλλαξε το όνομά της σε SC Ostmark Wien, απέκτησε νέο πρόεδρο, τον Χέρμαν Χάλντενβαγκ, ο οποίος έβαλε διακοπή συμβολαίων σε όλους τους Εβραίους παίκτες της ομάδας. Ο Ζίντελαρ θα μπορούσε να είναι εξαίρεση, αλλά δεν μπορούσε να δεχθεί τέτοιου είδους αδικίες. Παράλληλα, οι καλύτεροι παίκτες της Αυστρίας αποφασίστηκε να συμμετέχουν στην εθνική Γερμανίας, την οποία ο «Μότσαρτ» αρνήθηκε να εκπροσωπήσει, επικαλούμενος τραυματισμούς και την ηλικία του.
Μετά από όλα αυτά, αποφάσισε να ανοίξει μια καφετέρια και να μην ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Εκεί τον προσέγγισαν μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, αλλά αρνήθηκε να αλλάξει την απόφασή του να παρατήσει το άθλημα που τον ανέδειξε, αλλά κυρίως το ανέδειξε εκείνος. Τελικά, έπαιξε σε ένα τελευταίο παιχνίδι, στις 16 Δεκεμβρίου 1938 ενάντια στη Χέρτα Βερολίνου, στο οποίο πέτυχε ένα από τα τέσσερα γκολ (2-2).
Στις 29 Ιανουαρίου 1939 ο Ζίντελαρ και η φίλη του, Καμίλα Καστανιόλα, βρέθηκαν νεκροί στο σπίτι τους. Η επίσημη εκδοχή που δόθηκε, ήταν πως το ζευγάρι άφησε την τελευταία του πνοή λόγω δηλητηρίασης από μονοξείδιο του άνθρακα. Αρκετοί ισχυρίστηκαν πως μόνο ατύχημα δεν ήταν και πως το καθεστώς του την είχε στημένη. Θεωρία που ήρθε να ενισχύσει ο φίλος του Ζίντελαρ, Έγκον Ούλμπριχ, ο οποίος υποστήριξε πως οι ναζί σκηνοθέτησαν τον θάνατό του, προκειμένου να φανεί ατύχημα, καθώς σύμφωνα με τους εθνικοσοσιαλιστικούς νόμους, εάν κάποιος αυτοκτονούσε ή τον δολοφονούσαν, δεν μπορούσε να ταφεί με τιμές.
Στην κηδεία του μεγάλου Αυστριακού ποδοσφαιριστή παρευρέθηκαν 60 με 65.000 συμπατριώτες του, που αψήφησαν τη σχετική απαγόρευση. Το όνομα του έγινε σύμβολο της αντίστασης στη χώρα και η ιστορία του διηγείται -με την όποια ίσως υπερβολή- ως χαρακτηριστική για τα ιδανικά εκείνης της εποχής…