Στην αγωνιστική που έρχεται όλοι οι παίκτες της Premier League θα αγωνιστούν με μαύρα περιβραχιόνια. Σε κάθε γήπεδο, αντί για ενός λεπτού σιγή θα ακουστεί ένα παρατεταμένο χειροκρότημα, ως φόρος τιμής στον Σιρίλ Ρετζίς, ο οποίος έφυγε ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία 59 ετών. Συνήθως οι σύλλογοι της Λίγκας αποφασίζουν ξεχωριστά για το αν θα τιμήσουν την μνήμη κάποιου. Ωστόσο, η Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών ζήτησε από όλες τις ομάδες να προχωρήσουν σε συλλογικό φόρο τιμής και εκείνοι το δέχθηκαν, αναγνωρίζοντας την επίδραση που είχε η καριέρα του διεθνούς φορ σε όλους εκείνους τους καταπιεσμένους, που έβλεπαν την καριέρα στο ποδόσφαιρο ως ουτοπία. Ο Ρετζίς ήταν εκεί γι’ αυτούς. Άντεχε τις μπανάνες και τις κραυγές των πιθήκων. Έδειχνε στους προπονητές ότι η επιλογή της 11άδας εξαρτάται από την ποδοσφαιρική ικανότητα και όχι από το χρώμα του δέρματος. Γεννημένος στην Μαριπασούλα της Γαλλικής Γουιάνας, ο Ρετζίς μετανάστευσε στην Αγγλία σε ηλικία 5 ετών. Το 1976 η Γουέστ Μπρομ τον εντόπισε να παίζει σε ημιεπαγγελματικό επίπεδο, δουλεύοντας παράλληλα ως ηλεκτρολόγος. Κέρδισε αμέσως τους σκάουτς και μια λαμπρή καριέρα στα Μίντλαντς ξεκίνησε, παρότι οι διοικούντες δεν πείστηκαν. Ο αρχισκάουτ Ρόνι Άλεν έφτασε σε σημείο να προσφέρει χρήματα από την τσέπη του για να τον πάρει στους Μπάγκις. Ο μόνος μεγάλος τίτλος της καριέρας του ήταν το Κύπελλο του 1987 με την Κόβεντρι, όμως ο Ρετζίς, όπως λένε εκείνοι που τον έζησαν, ήταν από τους παίκτες που σε έκανε να πας στο γήπεδο ακόμα κι αν δεν έπαιζε η ομάδα σου. Έγινε μόλις ο τρίτος μαύρος που φοράει τη φανέλα της Εθνικής Αγγλίας μετά τον Βιβ Άντερσον και τον Λόρι Κάνιγχαμ. Ένας μαύρος σέντερ φορ ήταν σπάνιο είδος στο αγγλικό ποδόσφαιρο, με αρκετούς προπονητές της εποχής να τείνουν στην χρησιμοποίησή τους περισσότερο σε θέσεις εξτρέμ. Το στερεότυπο του καλού αθλητή αλλά όχι ποδοσφαιριστή επικρατούσε. Ο Ρετζίς όμως ήταν δυναμίτης. Γρήγορος, τρομερά δυνατός, γκολτζής. Επιβλητική παρουσία που δεν κρυβόταν στα δύσκολα. Ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς τον παρομοιάζει στον Guardian ως «έναν Ζαϊρζίνιο σε κεντρικές θέσεις του γηπέδου, ή έναν προκάτοχο του Τζορτζ Γουεά». Ο Άλαν Χάνσεν της Λίβερπουλ έλεγε ότι ήταν αδύνατον όχι απλά να τον κόψεις, αλλά να του κάνεις φάουλ, λόγω της σωματικής του δύναμης. Με τον Λόρι Κάνιγχαμ και τον Μπρέντον Μπάτσον έφτιαξαν στη Γουέστ Μπρομ τους «Three Degreees», όπως τους ονόμασε ο προπονητής Ρον Άτκινσον. Ήταν η πρώτη φορά που ομάδα στη μεγάλη κατηγορία της Αγγλίας «κατέβαζε» 11άδα με τρεις μαύρους ποδοσφαιριστές. Ίσως στις μέρες μας να ακούγεται παράξενο, όμως την εποχή εκείνη ήταν κάτι σαν μίνι επανάσταση, σε μια εποχή που το Εθνικό Μέτωπο ήταν στα πάνω του και ο ρατσισμός στα γήπεδα κυριαρχούσε. Οι ιστορίες είναι αμέτρητες. Ο Ρετζίς είχε ακούσει το White Hart Lane να τον υποδέχεται με σύνθημα που ρωτούσε «ποιος είναι αυτός πάνω στο δέντρο» και να πετά μπανάνες. Τα τραγούδια που τον αποκαλούσαν «νέγρο» και συνοδεύονταν από κραυγές πιθήκων ήταν καθημερινότητα σε άλλα γήπεδα, όπως της Τσέλσι και της Μίλγουολ. Κάποτε του έστειλαν απειλητικό μήνυμα σχηματισμένο από γράμματα εφημερίδας, προειδοποιώντας τον να μην πατήσει το πόδι του στο Γουέμπλεϊ. Μέσα στον φάκελο υπήρχε επίσης και μία σφαίρα, την οποία ο ίδιος κράτησε για πάντα. Οι τρεις μαύροι παίκτες έγιναν βιβλίο το 2014, με υπότιτλο: «Οι άντρες που άλλαξαν για πάντα το αγγλικό ποδόσφαιρο», ενώ ο Ρετζίς το 2008 χρίστηκε ιππότης. Το 2012 αποφασίστηκε να τιμηθούν με άγαλμα στο Γουέστ Μπρόμιτς, το οποίο έχει καθυστερήσει λόγω της χρηματοδότησης. Τα παραπάνω στοιχεία όμως είναι ενδεικτικά της επίδρασης που είχαν. Ο Ίαν Ράιτ είχε παρομοιάσει τον μαύρο επιθετικό και τους υπόλοιπους ως «Μάρτιν Λούθερ Κιγνκ», για τον τρόπο που κατάφερναν να ανταποκριθούν στις ρατσιστικές επιθέσεις, όπως ο Αμερικανός ειρηνιστής ιερέας. «Μάθαινες να κατευθύνεις τον θυμό και να τον χρησιμοποιείς ως κίνητρο. Σκεφτόσουν, πώς μπορώ να τους πληγώσω; Θα το κάνω με την ικανότητά μου στο γήπεδο», θυμόταν ο Ρετζίς. Ο Ράιτ παραδέχθηκε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τα καταφέρει. Θα είχε ξεσπάσει, με αποτέλεσμα ή να παρατήσει, ή να αμβλύνει τα χαρακώματα. Η στάση που κράτησε το πρότυπό του είχε ως προϋπόθεση μια βαθιά εσωτερική μάχη, απεριόριστη υπομονή και τρομακτικές δυνάμεις. O Άντι Κόουλ αποκάλεσε τον Ρετζίς: «ήρωα, πιονέρο, τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από την αιτία που με έκανε να παίξω ποδόσφαιρο». Ο Μαρκ Μπράιτ, που κάνει πλέον καριέρα στο BBC, τόνισε πως: «Ήταν έμπνευση για εμένα και πολλούς ποδοσφαιριστές της εποχής μου. Έδειξε το δρόμο για κάθε μαύρο ποδοσφαιριστή που τον ακολούθησε». πέραν της Γουέστ Μπρομ και της Κόβεντρι, Ο δυναμικός επιθετικός έπαιξε στην Άστον Βίλα, την Γουλβς και τη Γουίκομπ, ενώ έκλεισε την καριέρα του στην Τσέστερ. Στα σκληρά Μίντλαντς έγινε ίσως λίγο παραπάνω σύμβολο από ότι στο υπόλοιπο Νησί. Ο Λίαμ Ροσενιόρ αγωνίζεται από το 2015 με τη φανέλα της Μπράιτον. Μεγάλωσε σε ποδοσφαιρικό περιβάλλον, καθώς ο πατέρας του, Λιρόι, έπαιξε σε αρκετές ομάδες του Λονδίνου στην δεκαετία του 80′. Ήξερε πολύ καλά πως ήταν να είσαι μαύρος και να προσπαθείς να γράψεις τη δική σου καριέρα. Κατανόησε επίσης από πρώτο χέρι την συμβολή του Ρετζίς. Μετά το θάνατό του, έγραψε κείμενο στον Guardian αποχαιρετώντας τον. «Βλέπεις, παρότι ήσουν μόλις έξι χρόνια μεγαλύτερός του, ήσουν ο ήρωας του πατέρα μου. Ήσουν ο άνθρωπος πάνω στον οποίο στήριξε το παιχνίδι του, παρακολουθώντας όχι μόνο το παγκόσμια κλάσης σου, εξαιρετικό επιθετικό παιχνίδι και τα γκολ σου με τη Γουέστ Μπρομ όταν ήταν έφηβος, αλλά επίσης το στιλ, την αποφασιστικότητα και την αυταπάρνηση να πετύχεις στο απίστευτο επίπεδο που το κατάφερες κατάμουτρα στην σκληρή, απάνθρωπη αντιμετώπιση που λάμβανες για το αντιλαμβανόμενο ως “έγκλημα” του χρώματος του δέρματός σου. Ο πατέρας μου παραδέχεται ότι ο πόνος του άθλιου ρατσισμού τον έκανε να έχει δεύτερες σκέψεις για την επιλογή που έκανε στην καριέρα του, αλλά σε είχε ως σημείο αναφοράς και σαν παράδειγμα. Αυτό τον βοήθησε να πείσει τον εαυτό του ότι μπορείς να γίνει επιτυχημένος, μαύρος ποδοσφαιριστής, στο ρατσιστικό κλίμα των 70s και 80s στη χώρα μας», αναφέρει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων. Ο Ρετζίς δεν έγινε παράδειγμα προς μίμηση μόνο για παιδιά όπως ο Λες Φέρντιναντ ή ο Ίαν Ράιτ, που τον έβλεπαν μετά το τέλος της αγωνιστικής στο Match of the Day να ισοπεδώνει τις αντίπαλες άμυνες και φούσκωναν από υπερηφάνεια. Όπως ο Τζίμι Χέντριξ και άλλοι εμβληματικοί μαύροι έγινε πρότυπο για μια ολόκληρη γενιά. Ένας ποδοσφαιριστής που από τα ερασιτεχνικά βρέθηκε στην μεγάλη κατηγορία, παρότι οι περισσότερο τον κοιτούσαν με μισό μάτι. Ένα φορ που δεν έπεφτε με τίποτα, έκανε αρκετούς ρατσιστές να τον χειροκροτήσουν αμήχανα καθώς φορούσε τα χρώματα της ομάδας τους και άντεξε τα χτυπήματα για να ανοίξει το δρόμο για εκείνους που ακολούθησαν. Είχε ένα όνειρο και «έφυγε» έχοντας ακούσει χιλιάδες «ευχαριστώ», συναδέλφων και μη… Πηγή: gazzetta.gr