Τα όσα συνέβησαν στο περίφημο παιχνίδι του Μουντιάλ 1974 μεταξύ Ανατολικής Γερμανίας και Δυτικής Γερμανίας, είναι λίγο πολύ γνωστά. Το πόσο σημαντικό αποδείχθηκε για τη ζωή του Γιούργκεν Σπάρβασερ, το νικητήριο γκολ αυτής της αναμέτρησης, είναι κάτι που έχει γραφτεί ή ειπωθεί σαφώς λιγότερες φορές.
Ο ήρωας των Ανατολικογερμανών σε αυτό το παιχνίδι, όπου έκανε τη μισή πλευρά της μετέπειτα επανενωμένης χώρας να φωνάζει «tor, tor» («γκολ, γκολ» στα γερμανικά), αποδείχθηκε ότι δεν ήταν και τόσο υπέρμαχος της πολιτικής κατάστασης σε αυτήν. Στο «καλημέρα» του 1980, τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς, αποφάσισε να κάνει το βήμα και να περάσει στη δυτική πλευρά, ενέργεια που ίσως να αποδεικνυόταν μοιραία για εκείνον.
Όπως είχε διηγηθεί αρκετά χρόνια αργότερα, «την ώρα που είχα περάσει τα σύρματα, με σταμάτησε ένας νεαρός φρουρός. Του φώναξα να μη ρίξει και δεν το έκανε. Έριξε το φως επάνω μου, την ώρα που του έλεγα ποιος είμαι. Αν και αρχικά δίστασε, τελικά πυροβόλησε. Όχι όμως προς εμένα, αλλά στον αέρα». Το γκολ εκείνο στο Αμβούργο, φάνηκε αρκετό να του δώσει το… εισιτήριο προς την άλλη πλευρά του τείχους.
Πάντως, ο αρχηγός τότε της Ανατολικής Γερμανίας, Μπερντ Μπρανς, κληθείς να σχολιάσει την επιλογή του τότε συμπαίκτη του (πάντα πολλά χρόνια μετά την πτώση του τείχους), είχε πει: Απόρησα γιατί έπρεπε να φύγει, καθώς είχε μια και δουλειά και αντίστοιχα καλή ζωή». Βεβαίως, ήταν απόφασή του και αυτή δεν άλλαζε.
Σημασία είχε για εκείνον, πως εκείνο το γκολ, που έδωσε στους Ανατολικογερμανούς τη μεγαλύτερη νίκη τους σε επίπεδο εθνικών ομάδων στο ποδόσφαιρο, αποδείχθηκε ότι όχι μόνο του άλλαξε τη ζωή, αλλά του τη χάρισε κιόλας…