Παράνομη είναι η υπαγωγή της αποζημίωσης των ευρωβουλευτών σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με απόφαση του ακύρωσε τη σχετική γνωμοδότηση.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ (431/2023) έκρινε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα πρέπει να ψηφιστεί από τη Βουλή ειδική νομοθετική ρύθμιση για να φορολογηθούν οι ευρωβουλευτές σημειώνοντας, παράλληλα, ότι η αποζημίωση τους δεν υπόκειται ούτε στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης των φυσικών προσώπων.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας, αφού ερμήνευσαν το Σύνταγμα, τον κανονισμό του Ευρωκοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία, αποφάνθηκαν ότι μη νόμιμα έγινε η υπαγωγή της αποζημίωσης των ευρωβουλευτών σε φόρο εισοδήματος, ως εισόδημα από μισθωτή εργασία με πράξη του διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., μη δημοσιευθείσα στο Φ.Ε.Κ. Έτσι την ακύρωσαν για λόγους νομιμότητας, αλλά και ασφάλειας δικαίου.
Το θέμα έφτασε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο μετά από προσφυγή του ευρωβουλευτή Νότη Μαριά ο οποίος κλήθηκε να υποβάλει εκπρόθεσμη τροποποιητική δήλωση για τα ποσά των αποζημιώσεων –αποδοχών των φορολογικών ετών 2016-2021 όταν η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) έκανε δεκτή γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σύμφωνα με την οποία η αποζημίωση-αποδοχές των ευρωβουλευτών αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες αλλοδαπής προέλευσης και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Στην προσφυγή του ο κ. Μαριάς υποστήριζε ότι η προσβαλλόμενη πράξη της Α.Α.Δ.Ε. αποτελεί ψευδοερμηνευτική εγκύκλιο και επιβάλλει φορολογικό βάρος χωρίς να υπάρχει ειδική νομοθετική διάταξη και χωρίς να έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Το ΣτΕ δικαίωσε τον κ. Μαριά επιβάλλοντας, μάλιστα, δικαστική δαπάνη στο Δημόσιο ύψους 920 ευρώ.
Συγκεκριμένα, στην επίμαχη απόφαση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «προκειμένου, ο Έλληνας νομοθέτης να υπαγάγει την αποζημίωση αυτή σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης με βάση την εθνική νομοθεσία, ασκώντας την κατ’ άρθρο 12 παρ. 3 της απόφασης 2005/684/ΕΚ ευχέρεια που του παρέχεται, πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας και βεβαιότητας του φόρου, αλλά και της σαφήνειας και προβλέψιμης εφαρμογής των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων, όπως ιδίως εκείνων με τις οποίες επιβάλλονται φόροι, τέλη, εισφορές κ.λπ., τηρώντας, παράλληλα, την επιταγή του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος να θεσπίσει νέα, σαφή, ειδική διάταξη τυπικού νόμου, εντασσόμενη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με την οποία είτε θα υπαγάγει την εν λόγω αποζημίωση (και τη μεταβατική) ευθέως στις διατάξεις περί φορολόγησης μισθωτών υπηρεσιών είτε εμμέσως θεωρώντας αυτήν κατά πλάσμα δικαίου ως εισόδημα από μισθωτή υπηρεσία».