Παλαιότερα, οι αστυνομικοί συντάκτες περνούσαν καθημερινά από το κέντρο της Άμεσης Δράσης και αργότερα από το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, για να πάρουν απ’ τον αρμόδιο αξιωματικό το λεγόμενο «Δελτίο αδικημάτων και συμβάντων». Σ’ αυτό το δελτίο υπήρχαν καταγεγραμμένα όλα τα περιστατικά του εικοσιτετραώρου, ανάμεσα στα οποία πολλά ήταν αστεία και παράξενα. Αρκετά από τα συμβάντα αυτά δημοσιεύονταν ακολούθως σε ειδικές, συχνά χιουμοριστικές, στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών, και μάλιστα είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό.

Επρόκειτο για περίεργα, ευτράπελα και διδακτικά επεισόδια με απατημένους συζύγους, όργια, χαρτοπαιξίες, μικροκλοπές, κλήσεις στο «100» για ασήμαντες αφορμές, εικονικούς γάμους και πολλά άλλα.

Ο εμπειρότερος αστυνομικός συντάκτης της χώρας, ο Πάνος Σόμπολος, ξεχώρισε στο βιβλίο «Άμεση Δράση, παρακαλώ! – Περίεργα, ευτράπελα και διδακτικά από το Δελτίο Αδικημάτων και Συμβάντων 1970 – 2010» (εκδόσεις Πατάκη) περίπου 300 αληθινές ιστορίες που συνάντησε κατά τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του, με σκοπό να μας χαλαρώσει, να μας διασκεδάσει, να μας μεταφέρει εικόνες της Αθήνας άλλων εποχών και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη φύση.

Ο Πάνος Σόμπολος
Ο Πάνος Σόμπολος

«Χωρίς να με ενδιαφέρει σε καμία περίπτωση να κάνω τον δάσκαλο, προσπαθώ να ωφελήσω των αναγνώστη προκειμένου να μην πέφτει θύμα των απατεώνων και των κάθε λογής παρανόμων» όπως έχει πει ο ίδιος.

Εμείς, σταχυολογήσαμε μερικά από αυτά τα ενδιαφέροντα περιστατικά και σας τα παρουσιάζουμε:

Ήθελε συντροφιά μόνο…

Μια παντρεμένη μητέρα τριών παιδιών σε ηλικία νηπιαγωγείου και δημοτικού, έμπαζε κάθε τόσο τον εραστή της από το παράθυρο της κουζίνας. Αυτό γινόταν κάθε φορά που ο σύζυγός της, υπάλληλος σε μεγάλη βιομηχανία της Ελευσίνας, είχε νυχτερινή βάρδια. Δύο φορές την εβδομάδα.

Το βράδυ μιας Δευτέρας ο υπάλληλος ήταν όντως νυχτερινός. Στις 21:30 το βράδυ χαιρέτησε τη γυναίκα του και έφυγε για τη δουλειά. Μετά τα καυτά φιλιά που έδωσε στον άντρα της, εκείνη έβαλε τα παιδιά για ύπνο. Μόλις διαπίστωσε ότι κοιμήθηκαν, τηλεφώνησε στον εραστή της και τον ενημέρωσε ότι μπορούσε να έλθει σπίτι, όλα ήταν υπό έλεγχο.

Ωστόσο, ο άντρας της ήταν κρυωμένος εκείνες τις μέρες και το συγκεκριμένο βράδυ δεν ένιωθε καθόλου καλά. Όταν έφτασε στη δουλειά, το είπε στους συναδέλφους του και εκείνοι βρήκαν ένα θερμόμετρο και διαπιστώθηκε ότι είχε 38,5 πυρετό. Κατόπιν αυτού, και αφού βρέθηκε αντικαταστάτης του στη βάρδια, αναχώρησε με το αυτοκίνητο για το σπίτι , χωρίς να ειδοποιήσει τη γυναίκα του. Όπως έλεγε αργότερα, δεν ήθελε να την ανησυχήσει…

Επιστρέφοντας σπίτι, ο άρρωστος σύζυγος είδε παρκαρισμένο απέξω ένα Ι.Χ. Παραξενεύτηκε και αφού πάρκαρε, πήρε τα πράγματά του και πήγε προς την κεντρική πόρτα. Άνοιξε σιγά σιγά για μην ανησυχήσει την οικογένειά του και ξαφνικά άκουσε… αχ και βαχ από την κρεβατοκάμαρα. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του! Καθώς προχωρούσε προς τα μέσα, η γυναίκα του τον κατάλαβε και πετάχτηκε από το κρεβάτι, όπως και ο εραστής της.

Ακολούθησαν διαπληκτισμοί και σοβαρό επεισόδιο, με αποτέλεσμα να ειδοποιηθεί η Άμεση Δράση και να βρεθούν και οι τρεις στο τμήμα της περιοχής. Να τι δικαιολογία προέβαλε η κυρία στον αξιωματικό υπηρεσίας: «Τον κάλεσα γιατί ένιωθα μοναξιά. Ένιωθα μόνη κι έρημη. Μόνο για να μου κάνει παρέα ήθελα τον Άκη». «Ναι, αλλά τον βάλατε στην κρεβατοκάμαρά σας! Εκεί θέλατε να σας κάνει παρέα;».
«Στο σαλόνι καθόμασταν και τη στιγμή που ήρθε ο σύζυγός μου στο σπίτι, έτυχε να μπούμε στην κρεβατοκάμαρα. Αλήθεια σας λέω». «Τι αλήθεια μου λέτε, κυρία μου, αφού ο σύζυγός σας μας λέει ότι ήσασταν και οι δυο σας ολόγυμνοι και τα βογκητά πήγαιναν σύννεφο… Μας κοροϊδεύετε;». «Όχι, αλήθεια σας λέω. Ρωτήστε και τον Άκη».

Ο Άκης, που εξεταζόταν σε διπλανό γραφείο, είχε διαφορετική άποψη για το όλο θέμα. «Με την κυρία γνωριζόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια και κάναμε παρέα. Απόψε με πήρε τηλέφωνο για να τη βοηθήσω και να διορθώσω ένα παντζούρι του σπιτιού της που είχε σαπίσει και ήθελε να το αντικαταστήσει. Πέρασα να δω τη ζημιά και να το φτιάξω. Είμαι μαραγκός. Όμως κάθισα λίγο περισσότερο να της κάνω παρέα, επειδή ο σύζυγός της απουσίαζε στη δουλειά».

Τελικά, όπως έμαθε αργότερα ο συγγραφέας από τους αστυνομικούς που χειρίστηκαν την υπόθεση, το ζευγάρι έφτασε στον χωρισμό. Η κυρία με τα παιδάκια της, συζούσε αργότερα με τον μαραγκό.

βιβλίο Πάνος Σόμπολος
Το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου «Άμεση Δράση, παρακαλώ! – Περίεργα, ευτράπελα και διδακτικά από το Δελτίο Αδικημάτων και Συμβάντων 1970 – 2010»

Ο Γιώργος ήταν Γεωργία

Εκκολαπτόμενος ηθοποιός και ολίγον τραγουδιστής ήταν ο Γιώργος τη δεκαετία του 1980. Δεν ήταν ευχαριστημένος με τις δουλειές που έκανε στην Αθήνα και αποφάσισε να πάει στην Αυστραλία να βρει την τύχη του και μια καλύτερη ζωή. Πέρασε πρώτα από το χωριό του στη Στερεά Ελλάδα, αποχαιρέτησε γονείς και συγγενείς και αναχώρησε για τη μακρινή χώρα, με πολλές ελπίδες και προοπτικές.

Οι γονείς του έφυγαν με τη σειρά τους από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου ζούσε και ο αδελφός της μάνας του Γιώργου, ο οποίος τους παραχώρησε διαμέρισμα δίπλα στο δικό του.
Ο Γιώργος κράτησε επαφές μαζί τους και τους έλεγε ότι περνούσε πολύ καλά στην Αυστραλία. Η μανούλα του, που τον υπεραγαπούσε, τον προέτρεπε να παντρευτεί για να δει κι εκείνη μια μέρα εγγονάκια. Εκείνος τη διαβεβαίωνε ότι όλα θα γίνονταν, στον καιρό τους.

Μια Δευτέρα πρωί, δώδεκα χρόνια από την αναχώρηση του, ο Γιώργος επέστρεψε εσπευσμένα, γιατί η μάνα του ήταν άρρωστη και τον ζητούσε επίμονα. Μετά την άφιξή του στο σπίτι, όμως, έγινε ο… χαμός και απαιτήθηκε η επέμβαση της Άμεσης Δράσης για να ηρεμήσουν, όσο αυτό ήταν εφικτό, τα πράγματα. Φτάνοντας, οι αστυνομικοί βρέθηκαν μπροστά σε μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση, που δεν ήξεραν πώς ακριβώς να τη διαχειριστούν.

Όταν ο αξιωματικός υπηρεσίας ρώτησε από τον ασύρματο για τι είδους περιστατικό επρόκειτο, πήρε την απάντηση: «Σας αναφέρω, κέντρο, ότι εδώ συμβαίνουν πολύ περίεργα πράγματα. Ένας άντρας είχε φύγει για την Αυστραλία και επέστρεψε, αλλά κάπως αλλαγμένος. Ο άνθρωπος ήταν 22 χρονών όταν έφυγε και τώρα είναι 34. Έφυγε με κοντά μαλλιά και γύρισε με μακριά. φορούσε παντελόνι και γύρισε με φουστάνι. Τι άλλο να σας πω, έφυγε άντρας και γύρισε γυναίκα! Μόλις τον είδαν οι γονείς του, δεν πίστευαν ότι αυτός ήταν ο γιος τους. Ο πατέρας έγινε έξω φρενών και δεν θέλει να τον δει μπροστά του. Όρμησε να τον σκοτώσει, ενώ η μάνα λέει και ξαναλέει: «Η φωνή του γιου μου είναι αυτή, αλλά αυτός δεν είναι ο γιος μου. Αυτή που βλέπω είναι γυναίκα, θα τρελαθώ. Έτσι αναγκάστηκαν οι γείτονες από τα διπλανά διαμερίσματα να μας καλέσουν».

Στο μεταξύ στο διαμέρισμα έφτασαν και στενοί συγγενείς της οικογένειας, οι οποίοι ηρέμησαν τους γονείς και παρακάλεσαν τους αστυνομικούς να μη δώσουν συνέχεια. Με πρωτοβουλία του θείου του Γιώργου (του αδελφού της μητέρας του), που έλειπε από το σπίτι κι έφτασε καθυστερημένα, τα πράγματα κάπως κάλμαραν. Ο θείος, όπως αποδείχτηκε, ήταν ψύχραιμος και λογικός, και κατάφερε να φέρει τη συζήτηση σε ήρεμους τόνους. Ευχαρίστησε τους αστυνομικούς και τους τόνισε ότι επρόκειτο για οικογενειακή υπόθεση. Θα τα έβρισκαν μόνοι τους οι γονείς με το παιδί. Πραγματικά, οι αστυνομικοί αποχώρησαν και απλώς κατέγραψαν το περιστατικό στο βιβλίο συμβάντων. Αυτά συνέβαιναν στη δεκαετία του 1990 και πιο παλιά.

αστυνομία

Ο καταθέτης

Τον διευθυντή υποκαταστήματος τράπεζας πλησίασε στο γραφείο του ένας ευγενέστατος κύριος. «Θα ήθελα να σας απασχολήσω για λίγο, κύριε διευθυντά». «Ορίστε, καθίστε. Τι πρόβλημα σας απασχολεί;». «Καλά, καλά, ας τελειώσουν οι κύριοι πρώτα κι ύστερα θα σας πω εγώ τα δικά μου. Θέλω να είστε μόνος σας». Αυτό το τελευταίο έκανε τον διευθυντή να σκεφτεί μήπως ο άνθρωπος που είχε μπροστά του ήταν κάποιος κακοποιός ή ληστής. Και, για να είναι σίγουρος, ειδοποίησε με τρόπο τον σεκιουριτά να είναι έτοιμος να επέμβει σε δεδομένη στιγμή.

«Για πείτε μου, λοιπόν, τι θέλετε, κύριε;». «Αν καταθέσω στην τράπεζά σας 12.657,50 ευρώ, τι τόκους θα πάρω;». Ο διευθυντής τον κοίταξε περίεργα, αλλά δεν θέλησε να πει τίποτε, γιατί δεν ήξερε με ποιον είχε να κάνει. Έσκυψε στο κομπιουτεράκι του, έκανε τις πράξεις και έδωσε γραπτή, σε ένα χαρτί, την απάντηση.

Ο περίεργος πελάτης του απάντησε: «Σας ευχαριστώ. Ξέρετε, είμαι αγράμματος και… αυτό ήταν το πρόβλημα που είχαν βάλει στον εγγονό μου στο σχολείο. Επειδή δεν μπορούσα να βοηθήσω το παιδί, σκέφτηκα εσάς. Σας ευχαριστώ και πάλι πάρα πολύ. Γειά σας». Κόκκαλο ο διευθυντής.

Αλληλοπιάστηκαν στα πράσα

Η μοίρα παίζει πολλά παιχνίδια στη ζωή μας. Μερικές φορές μάλιστα, είναι τόσο απρόβλεπτα και περίεργα, που πραγματικά σε τρελαίνουν. Σε κάνουν να μην πιστεύεις στα μάτια σου και να διερωτάσαι: Είναι δυνατόν; Και βέβαια είναι δυνατόν. Απόδειξη τα όσα συνέβησαν στο παρακάτω περιστατικό.

Το σώσε έγινε ένα Σαββατόβραδο σε ξενοδοχείο της Γλυφάδας. Ο άπιστος σύζυγος και η επίσης άπιστη σύζυγος έγιναν μαλλιά κουβάρια. Κλήθηκε επειγόντως η Άμεση Δράση για να επιβάλει την τάξη, αφού αναστατώθηκαν οι ένοικοι του ξενοδοχείου. Τα δύο περιπολικά που έστειλε ο τότε αξιωματικός υπηρεσίας Γιώργος Χαραλαμπάκης παρέλαβαν τους δύο άπιστους με τις παρέες τους και τους μετέφεραν στο τμήμα. Και ιδού όσα προέκυψαν.

Παρασκευή μεσημέρι είχε επιστρέψει από τη δουλειά στο σπίτι του ο σύζυγος και είχε πει στη γυναίκα του ότι την επομένη έπρεπε να φύγει για τα Γιάννενα, για σοβαρές εμπορικές δουλειές. Εκείνη δυστρόπησε για λίγο και του είπε: «Αγάπη μου, πάλι θα φύγεις και θα με αφήσεις μόνη;». «Τι να κάνουμε, αγάπη μου; Δουλειά είναι αυτή δεν μπορώ να την παρατήσω».

«Πότε φεύγεις αγάπη μου;» «Αύριο μεσημέρι». «Και πότε επιστρέφεις από τα Γιάννενα;» «Το βράδυ της Δευτέρας. Θα είμαστε σε επαφή, μην ανησυχείς». «Ανησυχώ γιατί θα μου λείψεις! Ξέρεις ότι σ’ αγαπώ όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου, αλλά με στενοχωρείς όταν με εγκαταλείπεις και πηγαίνεις για δουλειές». «Κι εγώ σ’ αγαπώ αλλά δεν γίνεται διαφορετικά».

Της πρότεινε, για να μην είναι μόνη στο σπίτι, να πάει να μείνει με τη μητέρα της στην Ελευσίνα, πράγμα που εκείνη δέχτηκε. Έτσι, το πρωί του Σαββάτου ξύπνησαν, ήπιαν τον καφέ τους, ετοιμάστηκαν, και με το αυτοκίνητά του ο καλός σύζυγος πήγε τη γυναίκα του στην πεθερά του στην Ελευσίνα. Φιλήθηκαν με πάθος, χαιρετήθηκαν και εκείνος αναχώρησε κατευθείαν για το αεροδρόμιο, να πάρει το αεροπλάνο για τα Γιάννενα, ή έτσι είπε τουλάχιστον.

Όμως ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια… Κατά το βράδυ, ο σύζυγος κατέληξε με όμορφη τριαντάρα σε πολυτελές ξενοδοχείο στη Γλυφάδα, για να περάσει μια ευχάριστη και αξέχαστη βραδιά. Το ζευγάρι βρήκε γύρω στις εννιά το βράδυ από το δωμάτιο και πήρε το ασανσέρ από τον τέταρτο για το ισόγειο, με προορισμό γνωστή ταβέρνα πολυτελείας κοντά στο ξενοδοχείο. Βγαίνοντας από το ασανσέρ, αγκαζέ όπως ήταν, ο σύζυγος ήρθε αντιμέτωπος με κάτι το απίστευτο. Μια κυρία κατευθυνόταν προς το ασανσέρ, κρατώντας από το χέρι τρυφερά τον συνοδό της. Ποια ήταν; Αυτή που αγαπούσε και λάτρευε, και τον αγαπούσε και τον λάτρευε κι εκείνη: η σύζυγός του. Συνοδευόμενη από τον εραστή της…

«Εσύ εδώ;». «Ναι, εγώ εδώ… Εσύ γιατί είσαι εδώ και δεν είσαι στα Γιάννενα; Πήγες να με κοροϊδέψεις, παλιάνθρωπε; Είσαι με αυτή την ξετσίπωτη;». «Κι εσύ όμως είσαι με τον γκόμενο και μου έκανες και την κυρία κι ότι μ’ αγαπούσες… Αλλά αυτή είσαι…»

«Μη μου μιλάς εμένα έτσι! θέλεις να βγεις κι από πάνω;». «Εσύ θέλεις να βγεις κι από πάνω…». Λόγο στον λόγο, τα πνεύματα άναψαν για τα καλά. Η ερωμένη του και ο εραστής της κυρίας κοιτάζονταν μεταξύ τους και έκαναν διάφορους μορφασμούς, ενώ ο καβγάς είχε φουντώσει ανάμεσα στο ζευγάρι. Ο σύζυγος έφτασε στο σημείο να αρπάξει από τα μαλλιά τη σύζυγο και να την κλοτσάει, ενώ εκείνη του έχωσε τα νύχια στον λαιμό και του κατάφερε αρκετές κλοτσιές με τα μυτερά της παπούτσια. Υπάλληλοι του ξενοδοχείου μπήκαν στη μέση και χώρισαν το ζευγάρι, το οποίο είχε πέσει στο δάπεδο και συνέχιζε την αλληλοεξόντωση. Η Άμεση Δράση ειδοποιήθηκε και σύντομα έφτασαν τα περιπολικά. Στο τμήμα, το ζευγάρι συνέχισε τις αμοιβαίες κατηγορίες και παραλίγο να ξαναπιαστεί στα χέρια.

Από την πλευρά τους, ο εραστής και η ερωμένη κάθονταν στο διπλανό γραφείο και διερωτώντο: «Πώς είναι δυνατόν να καταλήξουμε στο ίδιο ξενοδοχείο; Μήπως εσύ έχεις έλθει ξανά εδώ;» ρώτησε η κοπέλα. «Όχι, πρώτη φορά ερχόμαστε εδώ, αλλά την πατήσαμε. Διαβολική σύμπτωση θα τη χαρακτήριζα. Πηγαίναμε σε ξενοδοχείο στην Αθήνα, αλλά σήμερα εκείνη ήθελε παραλία… Την έβαλε ο διάβολος! Εσείς έχετε έλθει ξανά; » «Ναι, βέβαια. Κι άλλες φορές, μας ξέρουν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου».

Οι αστυνομικοί ολοκλήρωσαν τις προβλεπόμενες διαδικασίες και η συνέχεια δόθηκε στα Δικαστήρια. Πράγματι, έχουμε να κάνουμε με διαβολική σύμπτωση, όχι όμως από αυτές που δεν συμβαίνουν.

περιπολικό αστυνομία

Κατήγγειλε τον εαυτό του

Ήταν Δευτέρα, τρεις τα ξημερώματα. Ένας ελεύθερος επαγγελματίας στα Λιόσια πήρε τηλέφωνο στην Άμεση Δράση και ζήτησε τον αξιωματικό υπηρεσίας. Ο αστυφύλακας που σήκωσε το τηλέφωνο του είπε ότι ο αξιωματικός ασχολούνταν εκείνη τη στιγμή με σοβαρό περιστατικό.

– «Δεν πειράζει, μπορώ να τα πω και σ’ εσάς».
– «Σας ακούω. Ορίστε».
– «Κύριε αστυνομικέ, υπάρχει κάποιο αυτοκίνητο εδώ στη γειτονιά που έχει ανοιχτό το ραδιόφωνο στη διαπασών, έχει ξεσηκώσει τον κόσμο στο πόδι. Ελάτε, σας παρακαλώ, γιατί δεν πάει άλλο».

Έδωσε τα στοιχεία του και τον δρόμο όπου διέμενε, και μέσα σε λίγα λεπτά ένα περιπολικό έφτασε στο σημείο και πράγματι εντόπισε το εν λόγω θορυβώδες αυτοκίνητο. Πλησιάζοντας, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι το αυτοκίνητο ήταν ξεκλείδωτο, και το τζάμι του συνοδηγού κατεβασμένο. Άνοιξαν την πόρτα και έκλεισαν το ραδιόφωνο. Μέσα στο ντουλαπάκι υπήρχε η άδεια και άλλα έγγραφα. Οι αστυνομικοί παρατήρησαν ότι το όνομα που έγραφε η άδεια του αυτοκινήτου ήταν το ίδιο με του ανθρώπου που είχε τηλεφωνήσει στο 100.

Προχώρησαν λίγο πιο κάτω, στη διεύθυνση που αναγραφόταν στην άδεια, και είδαν στο κουδούνι της μονοκατοικίας το επίμαχο όνομα. Χτύπησαν επανειλημμένα αλλά κανένας δεν απάντησε. Ενώ ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν, βγήκε στον δρόμο ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος τους πλησίασε καταντροπιασμένος.

«Με συγχωρείτε, παιδιά. Το αυτοκίνητο είναι δικό μου. Εγώ ο ίδιος είχα αφήσει το ραδιόφωνο ανοιχτό! Λυπάμαι…».

«Το ξέρουμε. Βρήκαμε την άδεια στο ντουλαπάκι. Γι’ αυτό χτυπούσαμε το κουδούνι σας αλλά δεν μας ανοίξατε». Ο άνθρωπος ακούμπησε στο περιπολικό, έσκυψε το κεφάλι και είπε στους αστυνομικούς:
«Πω πω, ρεζιλίκι… το άφησα εγώ ανοιχτό! Και κατήγγειλα στην Αστυνομία τον εαυτό μου. Πω πω, τι έπαθα…».

Στη συνέχεια, εξομολογήθηκε στους αστυνομικούς τα εξής: «Είχα πιει μερικά ουίσκι παραπάνω, επειδή τα τσούγκρισα με την κοπέλα μου. Με παράτησε. Φαίνεται ότι βρήκε άλλον, κι αυτό μου στοίχισε πολύ. Είναι μεγάλη η γκάφα μου. Αυτό που έπαθα είναι μεγάλο ρεζιλίκι. Σας ζητάω χίλιες φορές συγγνώμη. Και κάτι ακόμα: σας άκουγα που χτυπούσατε, αλλά δε σας άνοιγα από ντροπή. Χίλια συγγνώμη». Οι αστυνομικοί καθησύχασαν τον άνθρωπο κι αποχώρησαν. Και απλώς κατέγραψαν το περίεργο συμβάν.

αστυνομικοί

Δαγκωτός… γάμος

Σε κέντρο διασκέδασης δούλευε μια εκκολαπτόμενη τραγουδίστρια είκοσι επτά Μαΐων αλλά εκείνη τη μέρα είχε ρεπό. Γύρω στις δύο το πρωί, κι αφού δεν την έπιανε ύπνος, σκέφτηκε να βγάλει έξω το σκυλάκι της, ένα χαριτωμένο κανίς. Το πήγε στο πεζοδρόμιο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων, μερικά τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι της, και το άφησε ελεύθερο να κυλιέται στο γκαζόν. Τη στιγμή εκείνη περνούσε από το σημείο ένας νεαρός σερβιτόρος, που μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά του και κατευθυνόταν στην πιάτσα ταξί λίγο πιο πάνω, να πάρει ταξί και να πάει σπίτι του. Πλησιάζοντας, κοντοστάθηκε κοίταξε το σκυλάκι και είπε: «Πολύ όμορφο το σκυλάκι σας».

Ξαφνικά και χωρίς λόγο, το μικροκαμωμένο σκυλί έδωσε ένα σάλτο, άρπαξε από το παντελόνι τον σερβιτόρο και τον δάγκωσε. Ασυναίσθητα ο σερβιτόρος κατάφερε μια δυνατή κλοτσιά στο τετράποδο, το οποίο έκανε μερικές τούμπες και έμεινε αναίσθητο. Βλέποντάς το ξάπλα ανάσκελα και ακίνητο, η τραγουδίστρια καταλήφθηκε από αμόκ.

«Τι έκανες βρε, στο σκυλάκι μου;» Χωρίς δεύτερη κουβέντα, όρμησε με μίσος εναντίον του και του προκάλεσε με τα νύχια της εκδορές στο πρόσωπο και τον λαιμό, ενώ του κατάφερε και κλοτσιές στα γεννητικά όργανα. Κάποιος διερχόμενος ειδοποίησε με το κινητό του την Αστυνομία και μέσα σε τρία λεπτά το περιπολικό της Άμεσης Δράσης είχε καταφτάσει. Στο σύντομο μεσοδιάστημα, το κανίς είχε αρχίσει να συνέρχεται. Σηκώθηκε, άρχισε να περπατάει και γενικά έδειχνε ότι δεν είχε υποστεί κάποιον σοβαρό τραυματισμό. Ο σερβιτόρος, από την άλλη, χρειάστηκε να διακομιστεί με ασθενοφόρο σε εφημερεύον νοσοκομείο, για να του περιποιηθούν οι γιατροί τα τραύματα.

Στο Αστυνομικό Τμήμα, όπου μοιραία κατέληξαν, η τραγουδίστρια και ο σερβιτόρος βρέθηκαν κοντοχωριανοί από την Κέρκυρα. Έπειτα από συζήτηση, αποφάσισαν να μην υποβάλουν μηνύσεις. Αντίθετα, κατέληξαν να… τα φτιάξουν μεταξύ τους και, όπως έλεγε αστυνομικός της Άμεσης Δράσης στον αστυνομικό συντάκτη Πάνο Σόμπολο, αυτό το περιστατικό τους ένωσε τελικά για όλη τη ζωή τους. Είδατε πού μπορεί να οδηγήσει ένα τυχαίο γεγονός;

Δεν είχε ιδέα…

«Έχεις φίλο και θα σε χωρίσω. Δεν μ’ αγαπάς πια. Με βαρέθηκες…». Αυτά έλεγε και ξανάλεγε στη γυναίκα του ο 39χρονος ηλεκτρολόγος που εργαζόταν σε βιομηχανία στη Μεταμόρφωση Αττικής. Εκείνη, από την πλευρά της, προσπαθούσε να του βγάλει από το μυαλό την έμμονη αυτή ιδέα, να τον πείσει ότι τον αγαπούσε και δεν είχε φίλο. Και πραγματικά δεν είχε, όπως αποδείχτηκε αργότερα.
Ωστόσο, δεν έδειχναν έτσι τα πράγματα όταν ένα πρωινό Δευτέρας ο ταχυδρόμος έφερε στο σπίτι γράμμα για τη σύζυγο του ηλεκτρολόγου. Αυτό το γράμμα ήταν γεμάτο «αγάπες και λουλούδια». Η γυναίκα διερρήγνυε τα ιμάτιά της, επιμένοντας ότι δεν είχε ιδέα και πως επρόκειτο για πλεκτάνη, με σκοπό να διαλύσουν το σπίτι τους.

«Ώστε έτσι, ε; Και μου κάνεις την αθώα περιστερά;», είπε με πείσμα ο ηλεκτρολόγος. «Κάτσε και θα σε κανονίσω εγώ» πρόσθεσε. Η γυναίκα επέμενε: «Αγάπη μου, δεν έχω σχέση με κανέναν. Εγώ εσένα αγαπώ». «Εμένα, αλλά κρυφομιλάς στο τηλέφωνο και με τον λεγάμενο…». «Ποιον λεγάμενο, χριστιανέ μου; Δεν έχω σχέση με κανέναν, σε παρακαλώ, βγάλε αυτή την ιδέα από τον αρρωστημένο εγκέφαλό σου. Σύνελθε».

«Ώστε δεν έχεις τίποτα με κανέναν, ε; Και δε μου λες αυτό το ερωτιάρικο γράμμα που πήρες σήμερα από ποιον είναι; Εδώ σήμερα σ’ έπιασα στα πράσα, μη μου κάνεις την ανήξερη». «Πραγματικά, δεν έχω ιδέα ποιος μου το έστειλε. Σου επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει σχέση με κανέναν. Εγώ εσένα αγαπώ και κανέναν άλλο».

«Μη μου κάνεις εμένα την παρθένο Μαρία! Τώρα πλέον οι υποψίες μου έχουν επαληθευτεί πλήρως, το γράμμα είναι όλο γλύκες… Αμ, εσύ νόμιζες ότι δε θα το έπαιρνα χαμπάρι και θα με δούλευες μια ζωή, ε;». «Σου λέω, αγάπη μου, για πολλοστή φορά ότι δε γνωρίζω ποιος μου το έστειλε αυτό το γράμμα. Δεν έχω σχέση με άλλον άντρα, κατάλαβέ το». «Καλά, θα σε κανονίσω εγώ. Θα σε χωρίσω, δεν μπορείς να με κοροϊδεύεις κι εγώ να είμαι ο απατημένος σύζυγος! Θα σε φτιάξω εγώ, θα σε χωρίσω για να μάθεις…» Παρά τις αντιδράσεις της γυναίκας, η οποία τελικά δεν άντεξε κι έβαλε και τα κλάματα, ο ηλεκτρολόγος πήρε το γράμμα και πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα, όπου κατήγγειλε τη σύζυγό του για απιστία.

Αυτό που προέκυψε από την προανάκριση, όμως, ήταν πως δεν υπήρχε εραστής. Πίσω από το γράμμα κρυβόταν ο ίδιος ο ηλεκτρολόγος. Συγκεκριμένα, το είχε γράψει ένας κολλητός φίλος του, κατόπιν συνεννόησης μαζί του, κάτι που εξακριβώθηκε από τον ειδικό γραφολόγο της Ασφάλειας.
Και ο λόγος που είχε στήσει αυτή την ιστορία ο εφευρετικός ηλεκτρολόγος; Εδώ και καιρό τα είχε φτιάξει ο ίδιος με μια εικοσιπεντάχρονη, και τώρα έψαχνε αφορμή για να χωρίσει τη γυναίκα του και να παντρευτεί εκείνη… Η ίδια η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα παραδέχτηκε κατά την εξέτασή της ότι είχε δεσμό μαζί του και ότι σκόπευαν να παντρευτούν μετά το διαζύγιο.

Τους πρόδωσαν τα κέρματα

Είχε ρημάξει τις εκκλησίες το νεαρό ζευγάρι που συνελήφθη από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Κλεπτών και Διαρρηκτών της Ασφάλειας Αττικής. Σε έλεγχο που διενεργήθηκε στο διαμέρισμά τους στο Γαλάτσι, βρέθηκαν τρεις σακούλες γεμάτες κέρματα, συνολικής αξίας 14.000 ευρώ. Η σύλληψή τους έγινε υπό τις εξής συνθήκες.

Το πρωί μιας Τρίτης πήγαν στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς τους και ψώνισαν διάφορα πράγματα. Ο λογαριασμός ανήλθε στα 87 ευρώ και τον πλήρωσαν αποκλειστικά με κέρματα «Πάλι πενταροδεκάρες μού δίνεις…» παρατήρησε ο ιδιοκτήτης του μίνι μάρκετ, την ώρα ακριβώς κατά την οποία βρισκόταν στο κατάστημα για να αγοράσει εφημερίδα ένας αστυνομικός της Ασφάλειας, με πολιτική περιβολή. Όταν έφυγαν ο νεαρός με τη φίλη του, ο αστυνομικός ρώτησε τον καταστηματάρχη και έμαθε ότι το ζευγάρι έμενε στη γειτονιά. «Τους γνωρίζεις καλά και τους δύο;». «Βέβαια, εδώ πιο πέρα μένουν, εδώ και καιρό».

«Τι δουλειά κάνουν, ξέρεις;» «Όχι, αλλά δε νομίζω ότι έχουν μόνιμη δουλειά, τους βλέπω να πηγαινοέρχονται διάφορες ώρες. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως με πληρώνουν όλο με κέρματα, του ενός και των δύο ευρώ. Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται μ’ αυτά τα παιδιά. Εισπράκτορες είναι; Ακόμα κι αν ο λογαριασμός είναι μεγάλος, μου δίνουν κέρματα, Ποτέ δνε με έχουν πληρώσει με χαρτονομίσματα. Να, είδες τώρα εδώ, πήραν τόσα πράγματα. 87 ευρώ ο λογαριασμός. Και πάλι μου έδωσαν όλο κέρματα».

Αφού σημείωσε τη διεύθυνση του ζευγαριού ο αστυνομικός ενημέρωσε την υπηρεσία του στην Ασφάλεια, που την επόμενη μέρα προχώρησε στην προσαγωγή τους. Στην Ασφάλεια διαμαρτύρονταν στον αξιωματικό Σταύρο Σταρόπουλο.

«Γιατί μας φέρατε εδώ; Κλέφτες είμαστε ἡ δολοφόνοι;». «Σας φέραμε για να μας πείτε πού βρίσκετε τα κέρματα και σε όλες τις συναλλαγές σας, μικρές ή μεγάλες, πληρώνετε μ’ αυτά» είπε στον νεαρό ο αξιωματικός. «Έχουμε μια τάση να μαζεύουμε κέρματα. Μας αρέσει, είναι το χόμπι μας». «Πού τα βρίσκετε τα κέρματα; Ούτε εισπράκτορες ούτε επίτροποι σε εκκλησία είστε». «Η κοπέλα μου δουλεύει σερβιτόρα και παίρνει πολλά μπουρμπουάρ».

Στο σημείο αυτό πετάχτηκε η κοπέλα, η οποία επιβεβαίωσε τα όσα ανέφερε ο φίλος της, και μάλιστα τόνισε με έμφαση: «Να προχτές μια παρέα μού άφησε πουρμπουάρ 20 ευρώ, όλα σε κέρματα». «Σε ποιο μαγαζί δουλεύεις; Δώσε μας τη διεύθυνση, σε παρακαλώ». Η κοπέλα στριμώχτηκε και άρχισε να τα μασάει. Για να τη βοηθήσει, ο φίλος της είπε στον αξιωματικό ότι τώρα τελευταία είχε πιάσει δουλειά και γι’ αυτό δε θυμόταν την ακριβή διεύθυνση.

Να μην τα πολυλογούμε, το ζευγάρι έπεσε και σε πολλές άλλες αντιφάσεις. Από τη γενικότερη εξέταση, αλλά και την έρευνα που ακολούθησε, διαπιστώθηκε ότι εδώ και οκτώ μήνες είχαν ρημάξει εκκλησίες στη Δυτική Αττική, καθώς και στα βόρεια προάστια. Ειδικότερα, εξακριβώθηκε ότι είχαν διαπράξει 22 κλοπές και διαρρήξεις σε διάφορους ιερούς ναούς με τον εξής τρόπο.

Πήγαιναν στην εκκλησία όταν είχε πολύ κόσμο. Προς το τέλος της λειτουργίας, ο νεαρός κρυβόταν σε συγκεκριμένα κατάλληλα σημεία. Όταν έφευγαν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι και οι επίτροποι, και ο παπάς κλείδωνε την κεντρική πόρτα και αποχωρούσε κι αυτός, τότε έβγαινε από την κρύπτη του ο κλέφτης και ρήμαζε το παγκάρι, αφαιρώντας και το τελευταίο κέρμα. Στη συνέχεια, έβγαινε από διπλανή πόρτα και κατευθυνόταν σε κοντινό σημείο, όπου τον περίμενε η φίλη του με το αυτοκίνητο για να γίνουν καπνός. Κυρίως στις γιορτές έκαναν γερή μπάζα, όπως τελικά ομολόγησε ο νεαρός διαρρήκτης.

Το ‘ριξαν στο γλέντι

Σε κοσμικό κέντρο (σκυλάδικο) της οδού Λιοσίων διασκέδαζαν δύο ζευγάρια είκοσι πέντε έως τριάντα χρονών. Είχαν πάει από νωρίς και φαίνονταν διατεθειμένοι και οι τέσσερις να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν για τα καλά. Αμέσως μόλις κάθισαν στο τραπέζι -πρώτο μπροστά στην πίστα- διέταξαν: «Δύο σαμπάνιες γαλλικές και γρήγορα».

Κατέβασαν μονορούφι τις σαμπάνιες μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα. Στη συνέχεια παρήγγειλαν ένα μπουκάλι ουίσκι και έκαναν νόημα στην κοπέλα με τα λουλούδια. «Φέρε μερικά πανεράκια με λουλούδια». «Πόσα θέλετε;». «Όλα όσα κρατάτε εσύ και η άλλη κοπέλα, η συνάδελφός σου».

Οι δύο κοπέλες τα τοποθέτησαν πάνω στο τραπέζι και τα δύο αγόρια της παρέας άρχισαν να τα ρίχνουν ρυθμικά στην τραγουδίστρια την ώρα που εκείνη τραγουδούσε. Ο ένας από τους νεαρούς απευθύνθηκε στις κοπέλες της παρέας. «Περνάνε καλά τα κορίτσια μας;». «Και βέβαια περνάμε καλά, όχι απλώς καλά, υπέροχα». «Τι άλλο γουστάρετε;». «Να φέρουν οι κοπέλες κι άλλα λουλούδια, για να ρίξουμε κι εμείς στον τραγουδιστή που τραγουδάει τώρα». «Έγινε κορίτσια. Ό,τι θέλετε θα γίνει, για πάρτη σας».

Αρκετά ακόμα πανέρια έφτασαν στο τραπέζι, και οι δυο κοπέλες δεν σταματούσαν να γελούν, να μουρμουρίζουν και να ρίχνουν λουλούδια στον τραγουδιστή. Μετά τις σαμπάνιες, η παρέα κατανάλωσε κι ένα μπουκάλι ουίσκι, με αποτέλεσμα και οι τέσσερις να γίνουν τύφλα στο μεθύσι,
Γύρω στη 1:30 πρωινή, λίγο πριν έρθει ο λογαριασμός κι ενώ οι τέσσερις τους συνέχιζαν να πίνουν και να χασκογελούν. Ο ένας από τους δύο νεαρούς έπεσε λιπόθυμος από το πολύ πιοτό. Προσπάθησαν να τον συνεφέρουν αλλά δεν τα κατάφεραν, κι έτσι ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο.

Ενώ περίμεναν έξω από το κέντρο το ασθενοφόρο, έκανε την εμφάνισή του ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης, που εκτελούσε νυχτερινή περιπολία στην περιοχή. Οι αστυνομικοί είδαν πεσμένο κάτω τον νεαρό, και γύρω του τις δύο κοπέλες, τον φίλο του και κάποιους σερβιτόρους και περίεργους πελάτες. Ενημερώθηκαν ότι ο άνθρωπος είχε χάσει τις αισθήσεις του και ότι το ασθενοφόρο θα έφτανε σε λίγο.

αστυνομία

Μόλις ήρθαν οι αστυνομικοί, ο δεύτερος νεαρός της παρέας έσπευσε μέσα στο μαγαζί, πλήρωσε τον υπέρογκο λογαριασμό κι ύστερα βγήκε από την πίσω πλευρά και άρχισε να απομακρύνεται. Η κοπέλα του, που παρακολουθούσε τις κινήσεις του, τον φώναξε με το όνομά του και τον ρώτησε πού πήγαινε, εκείνος όμως δεν της έδωσε σημασία και τελικά εξαφανίστηκε. Ο επικεφαλής του πληρώματος ρώτησε την κοπέλα τι συνέβαινε.

  • «Δεν ξέρω. Κι εγώ απορώ γιατί το ‘σκασε και μας άφησε σύξυλους…».
  • «Γνωρίζεστε καλά;».
  • «Δύο μέρες έχουμε που γνωριστήκαμε, στο μαγαζί που δουλεύω».
  • «Σε τι μαγαζί δουλεύετε;»
  • «Σε μπαρ, στη Βουλιαγμένη». «Πώς τον λένε; Σας είπε το όνομά του;».
  • «Γιάννη, επώνυμο δε μου είπε».

Κι ενώ ο αστυνομικός ρωτούσε την κοπέλα, έφτασε το ασθενοφόρο, παρέλαβε τον άλλο νεαρό και τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Επειδή η φυγή του Γιάννη είχε κινήσει υποψίες, οι αστυνομικοί πήραν με το περιπολικό από πίσω το ασθενοφόρο και πήγαν κι αυτοί στο νοσοκομείο. Μόλις συνήλθε ο μεθυσμένος και ο γιατρός του είπε ότι μπορούσε να φύγει για το σπίτι του, εμφανίστηκαν οι αστυνομικοί. τον παρέλαβαν και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια.

Διαπιστώθηκε ότι τόσο αυτός όσο και ο φίλος του ήταν σεσημασμένοι απατεώνες, με σημαντική κακοποιό δράση στο ενεργητικό τους. Τρεις μέρες αργότερα, συνελήφθη και ο Γιάννης, που το πραγματικό του όνομα ήταν Αγησίλαος.