Στις συνθήκες μεταγωγής και κράτησης στις φυλακές Δομοκού αναφέρεται ο καταδικασθείς για συμμετοχή στη 17Ν Βασίλης Τζωρτζάτος, με επιστολή του στο «Έθνος», ενώ χαρακτηρίζει ελεγχόμενη τη «νεοτρομοκρατία» στην Ελλάδα.
Ειδικά για τη μεταγωγή του στις φυλακές Δομοκού ισχυρίζεται: «Οδηγήθηκα στις φυλακές Δομοκού ναρκωμένος μετά από εντολή της επόπτη εισαγγελέως της Φυλακής Κορυδαλλού. Ξύπνησα μετά από 40 ώρες. Εκτός από τους επικίνδυνους κρατούμενους, εμένα και τον Γιωτόπουλο, μετέφεραν στην πτέρυγά μου 20χρονο Πακιστανό από τις φυλακές, ο οποίος έχει τελειώσει το δημοτικό σχολείο και σπούδαζε στο γυμνάσιο.
Επίσης δεύτερο Πακιστανό, πάλι από τις φυλακές ανηλίκων, ο οποίος και αυτός πήγαινε στο δημοτικό σχολειό. Αλβανός που παρακολουθούσε πέντε χρόνια το πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ και αυτός μεταφέρθηκε στον Δομοκό. Επίσης 25χρονος Ρουμάνος που αποφυλακίζεται σε 2 χρόνια και αυτός στον Δομοκό. Πέντε Πακιστανούς που έχουν κατηγορηθεί για την απαγωγή 180 συμπατριωτών τους που βρισκόντουσαν σε κτίριο και οι 180 οι δύο από αυτούς μεταφέρθηκαν και αυτοί στον Δομοκό».
Για το οργανωμένο έγκλημα και τη «νεοτρομοκρατία», όπως την αποκαλεί, αναφέρει: «Στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη όπως και στη χώρα μας, η επίσημη συνεργασία του κράτους με το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί θέσφατο, όπου αναπτύσσεται μία αλυσίδα συνεργειών (πολιτικών και κοινωνικών) μεταξύ ποινικού εγκλήματος, αστυνομίας – σωφρονιστικού και δικαστικού συστήματος, κάποιων χώρων της πολιτικής και ενδιαφερόμενων επαγγελματιών.
Στη χώρα μας το οργανωμένο έγκλημα είναι ελεγχόμενο και ουδέποτε ανησύχησε το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Το ίδιο συμβαίνει και σε μεγάλο μέρος της με τη νεοτρομοκρατία στη χώρα μας, η οποία είναι και αυτή σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη και δεν ανησυχεί ούτε αυτή το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Τους βολεύει να υπάρχει αυτού του είδους η τρομοκρατία, την επιζητούν και την επιδιώκουν για ευνόητους λόγους. Οι κοινωνικά ισχυροί εγκληματίες δεν θα δουν ποτέ τη φυλακή ή θα τη δουν σπάνια και σε ειδικές συνθήκες κράτησης (Κοσκωτάς – Τσοχατζόπουλος). Τα εγκλήματά τους αποτελούν μία θεσμοθετημένη φανερή ή κρυφή δυνατότητα ή ακόμα και με τα νομικά μέσα που διαθέτουν, η έκθεσή τους στη δημοσιότητα είναι πολύ μικρή έως μηδαμινή».
Τέλος για τις συνθήκες που επικρατούν στον Κορυδαλλό σημειώνει: «Ο Κορυδαλλός έχει βουλιάξει στα ναρκωτικά σε σημείο που να είναι σήμερα κέντρο εξάρτησης. Οχι μόνο δε φαίνεται τίποτα για την καταπολέμηση διακίνησης και χρήσης, αλλά η γενικευμένη χρήση βολεύει, αφού μέσω αυτής επιτυγχάνεται η διατήρηση της ειρήνης μέσα στη φυλακή.
Τα ναρκωτικά έχουν γίνει εργαλείο διοίκησης της φυλακής. Αυτό το κενό εξουσίας, νομιμότητας, κρατικής εποπτείας έχει μετατρέψει τις φυλακές Κορυδαλλού σε ένα ιδιότυπο Γκουαντανάμο με την έννοια ότι δεν υπάγεται στους νόμους και το υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά στην πλήρη και εγκληματική ασυδοσία των μυστικών υπηρεσιών, ντόπιων και ξένων, που έχουν το πάνω χέρι και κάνουν ό,τι τους καπνίσει εδώ μέσα».