Στα ίχνη κυκλώματος διακίνησης «κόκκινου υδραργύρου» με επίκεντρο την Αθήνα βρίσκονται οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας μας, τις οποίες «συνδράμουν» και πράκτορες ξένων μυστικών υπηρεσιών.
Το «πυρηνικό» θρίλερ παραπέμπει σε παρόμοιες υποθέσεις της δεκαετίας του 1990, όπου διακινούνταν λαθραία μεγάλες ποσότητες ραδιενεργού υλικού με πρωταγωνιστές επιστήμονες και λαθρέμπορους όπλων από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Η εξιχνίαση της υπόθεσης αποτελεί άμεση προτεραιότητα για τις αρχές ασφαλείας, λόγω των πολλαπλών κινδύνων που εγκυμονεί η ανεξέλεγκτη κατοχή και διακίνηση ραδιενεργού υλικού.
Υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. και της ΕΥΠ, όπως αναφέρει το Βήμα της Κυριακής, διαθέτουν ήδη επιβεβαιωμένες πληροφορίες για ρώσους και βούλγαρους λαθρέμπορους, οι οποίοι έχουν μεταφέρει και επιχειρούν να πουλήσουν, αντί πολλών εκατομμυρίων ευρώ, στην Ελλάδα σημαντικές ποσότητες «κόκκινου υδραργύρου» και πλουτωνίου.
Στα χέρια των ελλήνων αξιωματικών έφτασαν μάλιστα και δείγματα του πυρηνικού υλικού, ενώ γι’ αυτό το θέμα ενημερώθηκε και ερευνητικό κέντρο στην Αθήνα.
Στελέχη των αρχών ασφαλείας, προκειμένου να προσεγγίσουν τους λαθρέμπορους, έστησαν ολόκληρη επιχείρηση, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει 62χρονος έλληνας επιχειρηματίας.
Τα ραντεβού για την «παραλαβή» του ραδιενεργού υλικού πραγματοποιούνται σε περιοχή της Κηφισιάς. Για το θέμα ενημερώθηκε και η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα.
Ο Βούλγαρος και οι Ρώσοι
Έναυσμα γι’ αυτή τη μυστική έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. και της ΕΥΠ υπήρξαν πληροφορίες που περιήλθαν στην κατοχή τους πριν από περίπου δύο μήνες, σύμφωνα με τις οποίες στη χώρα μας βρίσκονται ένας 45χρονος Βούλγαρος, πρώην αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του, μαζί με δύο Ρώσους «αγνώστων λοιπών στοιχείων», ηλικίας 37 ως 40 ετών, οι οποίοι κατέχουν σημαντικές ποσότητες υλικών που χρησιμοποιούνται σε πυρηνικά όπλα!
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν σε στελέχη της Ασφάλειας Αττικής και στην Γ’ Διεύθυνση Αντικατασκοπίας της ΕΥΠ, οι αλλοδαποί λαθρέμποροι φέρεται να κατείχαν περίπου δέκα κιλά «κόκκινου υδραργύρου» για το οποίο απαιτούσαν συνολικά περίπου επτά εκατομμύρια ευρώ.
Σε δεύτερη φάση έγινε γνωστό ότι, εκτός από τον «κόκκινο υδράργυρο», είχαν στην κατοχή τους και 10 συσκευασίες «πλουτωνίου 241» βάρους 6,7 γραμμαρίων τις οποίες κοστολογούσαν προς 600.000 ευρώ.
Σύμφωνα με στελέχη των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ., ο «κόκκινος υδράργυρος» είναι οξείδιο του υδραργύρου με μεγάλη τοξικότητα που χρησιμοποιούσαν οι Σοβιετικοί στο πυρηνικό τους οπλοστάσιο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, χρησιμοποιούνταν ως πυροκροτητής στις πυρηνικές κεφαλές και γενικά στη βιομηχανία κατασκευής πυρηνικών όπλων.
Από τους λαθρέμπορους, «ο κόκκινος υδράργυρος» πωλείται σε υπερενισχυμένα μεταλλικά φιαλίδια, «σαν μείγμα απεμπλουτισμένου ουρανίου και πλουτωνίου».
Τα ραντεβού στην καφετέρια
Σύμφωνα με πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η εφημερίδα, την πρώτη επαφή με τον βούλγαρο και τους ρώσους λαθρέμπορους είχε 62χρονος επιχειρηματίας (είναι ιδιοκτήτης ξενοδοχείου), ο οποίος έχει υποβοηθήσει τις διωκτικές αρχές και σε άλλη σοβαρή υπόθεση. Οι πληροφορίες για την επιχείρηση διακίνησης των ραδιενεργών ουσιών φέρεται να είχαν δοθεί από ιδιώτη.
Επειτα από συνεννόηση με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., ο 62χρονος εμφανίζεται ως «εκπρόσωπος επίορκου επιστήμονα ερευνητικού κέντρου στην Ελλάδα που επιθυμεί την εκμετάλλευση και τη μεταπώληση των πυρηνικών υλικών σε άτομα από τη Μέση Ανατολή».
Σε ορισμένες από τις συναντήσεις συμμετείχε και αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. που παρουσιαζόταν σαν υπάλληλος σεκιούριτι του ερευνητικού κέντρου και ο οποίος υποτίθεται ότι διατηρούσε επαφές με τον ίδιο «επιστήμονα».
Οι συναντήσεις για τις συνεννοήσεις για την πώληση των ραδιενεργών ουσιών πραγματοποιούνταν σε καφετέρια στη Νέα Κηφισιά, κοντά στην εθνική οδό.
Μετά τις πρώτες συναντήσεις οι τρεις λαθρέμποροι δέχθηκαν να παραδώσουν στους έλληνες συνομιλητές τους περίπου μισό κιλό «κόκκινου υδραργύρου», το οποίο κοστολόγησαν προς 350.000 ευρώ. Από τον επιχειρηματία όμως ζητήθηκε αυτό το δείγμα να εξεταστεί από ερευνητικό κέντρο στην Αθήνα, προκειμένου να διαπιστωθεί η σύνθεσή του και η γνησιότητά του.
Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις των λαθρεμπόρων με τους έλληνες υποψήφιους αγοραστές. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις οι αλλοδαποί επέδειξαν στους Έλληνες και πλακέτα πλουτωνίου που είχαν στην κατοχή τους.
Επιπλέον εξέφρασαν την επιθυμία μέσω του ίδιου ελληνικού «παράνομου» διαύλου να «ξεπλύνουν» και ποσό δύο εκατομμυρίων δολαρίων που είχαν στην κατοχή τους.
Σ’ εκείνη τη φάση φαίνεται να ανακύπτει πρόβλημα στη συνεννόηση των υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ. και της ΕΥΠ, που είχαν ενημερωθεί για το λαθρεμπόριο «πυρηνικών υλικών», με το ερευνητικό κέντρο που θα αναλάμβανε την εξέτασή τους.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς στελεχών της ΕΛ.ΑΣ, το «κώλυμα» είχε σχέση με το διαδικαστικό, το τυπικό μέρος της υπόθεσης.
Για τη μεταφορά και την εξέταση του ύποπτου υλικού στο ερευνητικό κέντρο θα έπρεπε, σύμφωνα με τον νόμο, να συνταχθούν έγγραφα που θα επιβεβαίωναν την προέλευσή του. Ακόμη έπρεπε να ακολουθηθούν συγκεκριμένες διαδικασίες ασφαλείας, αλλά και ολοκληρωμένη προκαταρκτική έρευνα από την ΕΛ.ΑΣ. ή τις δικαστικές αρχές, προτού παραδοθεί το υλικό, κάτι που σε αυτή την περίπτωση, όπως διατείνονται οι αξιωματικοί, δεν μπορούσε να συμβεί διότι υπήρχαν μόνο άτυπες διαπραγματεύσεις με τους αλλοδαπούς λαθροδιακινητές ραδιενεργών υλικών.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι η επ’ αυτοφώρω σύλληψη των λαθρεμπόρων ήταν εξαιρετικά δυσχερής αφού αυτοί φρόντιζαν στις κρίσιμες συναντήσεις να μη μεταφέρουν ενοχοποιητικά στοιχεία μαζί τους.