Ως θύμα εκβιασμού εμφανίστηκε ενώπιον της ανακρίτριας κατά της Διαφθοράς η 44χρονη γιατρός του Λαϊκού Νοσοκομείου η οποία φέρεται να έχει κομβικό ρόλο στο κύκλωμα της παράνομης διακίνησης αντικαρκινικών φαρμάκων.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Η 44χρονη, η οποία μετά την απολογία της κρίθηκε προφυλακιστέα, ισχυρίζεται πως λειτούργησε ως «άβουλο πλάσμα», «ανεύθυνο εκτελεστικό όργανο» στα χέρια ενός άγνωστου ανθρώπου τον οποίο αν και περιέγραψε λέει πως δεν είναι σε θέση να κατονομάσει. Η γυναίκα, η οποία υπηρετούσε σε θέση- κλειδί ως βοηθός ογκολόγου στο νοσοκομείο, ομολόγησε πως προέβη σε παράτυπες συνταγογραφήσεις αλλά όπως ισχυρίζεται αυτό έγινε κάτω από το καθεστώς εκβιασμού κατά της ζωής της και του συζύγου της. Η κατηγορούμενη αναφέρθηκε σε ένα κύκλωμα που δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί ακόμη και μεθόδους μαφίας για να αυξάνει τα κέρδη του τονίζοντας πως απειλήθηκε ακόμη και με όπλο για να μην αποκαλύψει την υπόθεση στις αρχές στις οποίες, όπως λέει, προσπάθησε να μιλήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι ήταν τόσο ασφυκτικός ο κλοιός στον οποίο είχε περιέλθει που «στήθηκε» ακόμη και τροχαίο ατύχημα με θύμα την ίδια και τον σύζυγο της για να την τρομοκρατήσουν.
«Από την αρχή μέχρι το τέλος της δραστηριότητας μου δεν εισέπραξα το παραμικρό χρηματικό ποσό, ούτε οι ενέργειές μου αποσκοπούσαν σε χρήματα. Όλες δε οι παράνομες ενέργειές μου, ήταν προϊόν καθαρού εκβιασμού μου με απειλές κατά της ζωής μου και του συζύγου μου αλλά και συγχρόνως του φόβου μου ότι στην περίπτωση που αποκαλύψω κάτι, θα θεωρηθώ και εγώ συνυπεύθυνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η ζωή μου είχε γίνει κόλαση διότι θεωρούσα σίγουρο ότι θα ανακαλυφθώ από στιγμή σε στιγμή και δεν θα έχω τι να πω» ανέφερε.
Στην απολογία της η 44χρονη δηλώνει «απολύτως συντετριμμένη και μεταμελημένη» για τις πράξεις της «που είχαν ως συνέπεια την όποια βλάβη (οικονομική ή ηθική) προκλήθηκε τόσο σε τρίτους, όσο και στο Ελληνικό Δημόσιο» και ζητεί συγγνώμη από τους συναδέλφους της «που δεν γνώριζαν τίποτα και τους εξέθεσα». Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται, τα αδικήματα που διέπραξε δεν είχαν ως στόχο να έχει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος «αλλά υπήρξε προϊόν ισχυρού πολύμηνου εκβιασμού, δεδομένου ότι, εδώ και περίπου ένα έτος, δεχόμουν πολύ σοβαρές απειλές κατά της ζωής μου και κατά του συζύγου μου».
Όπως περιγράφει στην απολογία της στις αρχές Μαΐου 2017 την προσέγγισε ένα άγνωστο άτομο το οποίο της ζήτησε να γράφει συνταγές διαφόρων φαρμάκων με αντίτιμο χρήματα. «Φυσικά και αρνήθηκα» ανέφερε χαρακτηριστικά συμπληρώνοντας πως τις ημέρες που ακολούθησαν ο συγκεκριμένος άνθρωπος «παρουσιάζονταν έξαφνα μπροστά μου, συνήθως σε δημόσιους χώρους, είτε έξω από το ιατρείο μου ή το Ιατρείο του Λαϊκού Νοσοκομείου και προσπαθούσε να με δωροδοκήσει να συνεργαστώ στο σχέδιό του».
«Ένιωσα ένα όπλο…»
Η 44χρονη ισχυρίστηκε πως όταν διαπίστωσε πως εκείνος δεν δεχόταν την άρνηση της τον προειδοποίησε ότι θα έκανε καταγγελία στην αστυνομία και τότε την απείλησε. «Τότε μου έπιασε το χέρι μου και με ανάγκασε να αγγίξω την ζώνη του, όπου ένιωσα ένα όπλο, λέγοντας μου τα εξής: «Θα συνεργαστείς θες δε θες. Γιατί αλλιώς θα βλάψουμε και εσένα και τον άντρα σου. Σας παρακολουθούμε και τους δύο από καιρό. Αν πεις τίποτα στην αστυνομία έχετε πεθάνει και οι δύο. Από αύριο περιμένω συνταγές, σε φάκελο κάτω από το ιατρείο σου , αλλιώς τέλειωσες. Και μην κάνεις καμία βλακεία. Έχουμε μάτια παντού» υποστήριξε.
Η γιατρός ανέφερε τα χαρακτηριστικά του άγνωστου άνδρα τονίζοντας πως οι απειλές του την τρομοκράτησαν καθώς φοβήθηκε περισσότερο για τη ζωή του συζύγου της στον οποίο, όπως είπε, έχει μεγάλη αδυναμία.
« Ήταν ένα ψηλός, αδύνατος μελαμψός άνδρας με μουστάκι, 40-45 ετών, ο οποίος φαίνονταν ότι δεν ήταν Έλληνας, πλην όμως μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Τρομοκρατήθηκα.
Κυρίως φοβήθηκα να μην συμβεί κάτι στο σύζυγό μου. Έτσι, υπό την απειλή αυτή, έκανα την ανοησία να συντάξω κάποιες συνταγές στο ΑΜΚΑ ασθενών και να τις αφήσω σε κλειστό φάκελο στην είσοδο του ιδιωτικού μου ιατρείου, όπως μου είχε ζητήσει να κάνω. Αυτή ήταν και η απαρχή ενός εφιάλτη για εμένα, τον οποίο έζησα για ένα περίπου χρόνο και μέχρι την σύλληψή μου από την Οικονομική Αστυνομία» υπογράμμισε.
Η κατηγορούμενη υποστήριξε πως κάτω από «τρομερή ψυχολογική πίεση» εξαναγκάστηκε να παραδίδει συνταγές διάφορων φαρμάκων. Ανέφερε πως ο άγνωστος άνδρας της απειλούσε συνεχώς λέγοντας της: «Τώρα έμπλεξες. Δεν μπορείς να σταματήσεις. Αν πας στην αστυνομία η σε κανένα δικηγόρο, πέθανες και εσύ και άντρας σου.» (…) « Φρόντιζε δε να εμφανίζεται αναπάντεχα σε μέρη και σε στιγμές που δε το περίμενα, ώστε να μου δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν μπορούσα να διαφύγω της επιτήρησής του, κατατρομοκρατώντας με» τόνισε προσθέτοντας πως «Κάποια στιγμή στις αρχές του καλοκαιριού του έτους 2017, με τον σύζυγό μου βρισκόμαστε σε κάποιο ιατρικό συνέδριο στην Ρόδο και ενώ κινούμασταν εποχούμενοι στην μοτοσυκλέτα του επί της παραλιακής λεωφόρου, ένα άγνωστο σε εμάς αυτοκίνητο μας έκλεισε το δρόμο, με αποτέλεσμα ο σύζυγός μου να χάσει τον έλεγχο της μοτοσικλέτας, να πέσουμε στο έδαφος και να τραυματιστούμε ελαφρά. Στην συνέχεια το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Μετά από λίγες ημέρες και αφού, είχαμε γυρίσει στην Αθήνα, ο ανωτέρω με συνάντησε κάτω από το ιατρείο μου, και δείχνοντάς μου τον σύζυγό μου σε φωτογραφία που είχε λάβει στο κινητό του τηλέφωνο, μου είπε: «Είδες τι παθαίνει όποιος δεν συνεργάζεται; Φρόντισε την επόμενη φορά να μην έχετε χειρότερη κατάληξη»».
«Έχω καταντήσει άβουλο πλάσμα… ανεύθυνο εκτελεστικό του όργανο»
Η γιατρός ισχυρίστηκε πως οι απειλές και ο εκβιασμός που δεχόταν ήταν τόσο ισχυρός που είχε καταντήσει «άβουλο πλάσμα». «Μου απέσπασε ένα σύνολο συνταγών αντικαρκινικών φαρμάκων, των οποίων τον ακριβή αριθμό δεν θυμάμαι. Τις συνταγές αυτές, αφού τις εξέδιδα, τις άφηνα σε κλειστούς φακέλους στην είσοδο της πολυκατοικίας του γραφείου μου και δεν γνωρίζω ποιος τις παραλάμβανε μετά, παρ’ όλο που κάποιες στιγμές, προσπάθησα να διαπιστώσω ποιος το έκανε, χωρίς να τα καταφέρω» ανέφερε συμπληρώνοντας: «Αυτό το άτομο είχε κατορθώσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να κάνει την ζωή μου κόλαση. Με είχε αναγκάσει με έντονες και δραστικές απειλές άμεσου και σπουδαίου κινδύνου ζωής εμού και του συζύγου μου, να πράττω με τον τρόπο που σας προανέφερα χωρίς κανένα περιθώριο επιλογής, καθιστώντας με επι της ουσίας, ουσιαστικά άβουλο και συνακόλουθα, ανεύθυνο εκτελεστικό του όργανο, έρμαιο στις εγκληματικές του διαθέσεις».
Η κατηγορούμενη, μάλιστα, είπε στην ανακρίτρια, πως επιχείρησε να ξεσκεπάσει τη δράση του άγνωστου άνδρα που την απειλούσε γράφοντας λάθος κωδικούς στις επίμαχες συνταγές.
«Εσκεμμένα στις συνταγές που συνέτασσα ανέγραφα κωδικούς ασθενειών αν-αντίστοιχους προς τις θεραπείες που συνταγογραφούνταν στους ασθενείς με την ελπίδα οι συνταγές αυτές να γίνουν αντιληπτές από τον ελεγκτικό μηχανισμό του αρμόδιου φορέα, με σκοπό τον μεν να μην εκτελεστούν το δε να προκαλέσω εκτεταμένη έρευνα σε όλα τα Νοσοκομειακά ιδρύματα της χώρας» κάτι που δεν έγινε καθώς οι συνταγές εκτελέστηκαν κανονικά από τον ΕΟΠΥΥ και για το λόγο αυτό η 44χρονη ζήτησε να ερευνηθεί το θέμα.
Η γιατρός αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση των παράνομης διακίνησης αντικαρκινικών φαρμάκων υπογραμμίζοντας πως δεν γνωρίζει κανέναν από τους συγκατηγορουμένους της ενώ διευκρίνισε παράλληλα πως το πρόσωπο που, όπως λέει, την εκβίαζε δεν βρίσκεται ανάμεσα στους συλληφθέντες.
«Συνέταξα τις συνταγές εκβιαζόμενη»
«Συντετριμμένη και μεταμελημένη, ΟΜΟΛΟΓΩ ΟΤΙ ΣΥΝΕΤΑΞΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ (ΟΧΙ ΟΛΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ) εκβιαζόμενη. Αναγνωρίζω δε ότι όφειλα να είχα πράξει αλλιώς. Αλλά τότε δεν ήμουν στην θέση να σκεφτώ καθαρά. Δεν γνωρίζω με ποιο σκεπτικό, τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από όλο αυτό, με διάλεξαν και άρχισαν να με εκβιάζουν» αναφέρει στην απολογία της και προσθέτει: «Πιθανολογώ ότι αυτό οφείλεται στο ότι είχα πρόσβαση στους ασθενείς όλων των καθηγητών, λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν στο πρόσωπό μου αλλά και ίσως γιατί ήμουν η μοναδική γυναίκα στο Ιατρείο και με θεώρησαν, ως πιο ευάλωτη». Η γιατρός ισχυρίζεται πως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν ο «εκβιαστής της» είχε κάποια σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους στην υπόθεση, ή ενεργούσε μόνος του ή συνεργαζόμενος με άλλα πρόσωπα. «Μετά την σύλληψη των ανωτέρω, πίστευα ότι μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και το πρόσωπο που με εκβίαζε. Διότι συσχέτισα τα γεγονότα μεταξύ τους και θεώρησα ότι οι συλληφθέντες ήταν τα πρόσωπα πίσω από το άτομο αυτό και συνεπώς ο εκβιασμός και η εξ αυτού δραστηριότητά μου θα λάμβανε ένα τέλος» είπε.
Η 44χρονη ισχυρίστηκε πως μίλησε για τα γεγονότα του τελευταίου έτους στο σύζυγο της λίγες μόλις ημέρες πριν την εξαφάνιση τους.
«Αυτός, όταν άκουσε τι είχε συμβεί έμεινε άναυδος και στην αρχή δεν με πίστευε. Με ρώτησε γιατί δεν του είχα αναφέρει τίποτα όλο αυτό τον καιρό και γιατί δεν είχα ζητήσει την προστασία της αστυνομίας. Τον ρώτησα: «Τι να σου έλεγα ; Αφού ακόμη και εσύ ο ίδιος δεν με πιστεύεις και με λες υπερβολική». Πήραμε την συν-απόφαση την επόμενη ημέρα να βρούμε ένα δικηγόρο για να με εκπροσωπήσει και για πρώτη φορά ένιωθα κάπως καλά, διότι πίστευα ότι η αλήθεια θα με λύτρωνε- απελευθέρωνε» είπε αλλά τα δεδομένα άλλαξαν όταν την επομένη το βράδυ της 8ης Μαΐου 2018 «ενώ διέσχιζα το αλσύλλιο πίσω από τον χώρο της Πινακοθήκης Αθηνών, γυρίζοντας στο σπίτι από όπου είχα βγει για να αγοράσω τσιγάρα, αισθάνθηκα κάτι να με αγγίζει στην πλάτη. Γύρισα και είδα το πρόσωπο που με εκβίαζε μέχρι τότε, να με απειλεί με ένα πιστόλι το οποίο κρατούσε και το οποίο είχε εμφανώς στραμμένο προς το πρόσωπό μου. Μου είπε δε τα εξής: « Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό στον οποιοδήποτε, σε 24 ώρες θα έχετε πεθάνει και οι δύο. Μην νομίζεις ότι τελείωσες μαζί μας».
Όταν επέστρεψε στο σπίτι της, υποστήριξε, ήταν σε πολύ κακή κατάσταση «ανήμπορη να σκεφτώ και θέλοντας να αυτοκτονήσω πηδώντας από το μπαλκόνι». Όπως ανέφερε επικοινώνησε με το σύζυγο της ο οποίος επέστρεψε στο σπίτι τους και στη συνέχεια «πανικόβλητοι» έφυγαν από αυτό πιστεύοντας πως κινδύνευαν. Η κατηγορουμένη περιγράφει την περιπλάνηση τους από την Αθήνα στο Σούνιο. « Εκεί για πρώτη φορά, συζητώντας μέσα στο αυτοκίνητο, του είπα (σ.σ. συζύγου) ότι είχα πάρει απόφαση να αυτοκτονήσω γιατί θεωρούσα ότι είχα καταστραφεί και τον είχα καταστρέψει επίσης. Του ζήτησα δε να μου εξασφαλίσει φαρμακευτικές ουσίες (νιτρικό κάλλιο), από κάποιο φαρμακείο που θα με βοηθούσαν να αυτοκτονήσω.
Ο σύζυγός μου προσπάθησε να με κάνει να σκεφτώ λογικά και άρχισε να οδηγεί και να μου μιλά». Τελικά, ταξιδεύοντας όλη νύχτα έφτασαν στην ερημική -ακόμη- παραλία Διστόμου «Άσπρα Σπίτια» όπου όπως ισχυρίστηκε ξέφυγε από την προσοχή του συζύγου της και επιχείρησε να θέσει τέλος στη ζωή της. Στη συνέχεια , χωρίς να ενημερώσουν κανένα, λέει, ταξίδεψαν στην Κρήτη όπου φίλος τους , τους έφερε σε επαφή με δικηγόρο ο οποίος με τη σειρά του την συμβούλεψε να παραδοθεί στις αρχές κάτι που είχε αποφασίσει και γι’ αυτό επέτρεψαν στο σπίτι τους όπου, τελικά, την συνέλαβε η οικονομική αστυνομία.