Η ίδια η ζωή έχει αποδείξει ότι μία και μόνο στιγμή μπορεί να καθορίσει το μέλλον ενός ανθρώπου. Και αυτή η παραδοχή δεν αφορά μόνο μια κακή απόφαση που θα ανατρέψει τα δεδομένα σε προσωπικό ή επαγγελματικό επίπεδο αλλά που μπορεί να αποβεί μοιραία.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Μια τέτοια, μοιραία στιγμή, ήταν αυτή που ο 26χρονος αστυνομικός Κ.Σ. σήκωσε το υπηρεσιακό του περίστροφο και πυροβόλησε τον 42χρονο Β.Π., στέλεχος του Ληξιαρχείου μεγάλης πόλης, μέσα στο γραφείο του. Ο νεαρός αστυνομικός πυροβόλησε πέντε φορές σκοτώνοντας τον 42χρονο και τραυματίζοντας, ευτυχώς ελαφρά, έναν πολίτη ο οποίος βρέθηκε στο Ληξιαρχείο για να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητές του. Είχε προηγηθεί έντονη λογομαχία μεταξύ δράστη και θύματος.
Ήταν ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι του 1963 όταν οι πόρτες του Ληξιαρχείου για το κοινό έκλεισαν. Ωστόσο, ο κόσμος που περίμενε για να εξυπηρετηθεί κατάφερε να παραβιάσει την πόρτα και να μπει στο κτίριο. Ο 26χρονος αστυνομικός ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον κόσμο που όρμησε στα γραφεία. Και εκείνη την ώρα επενέβη ο 42χρονος κάνοντας δριμύτατη παρατήρηση στον αστυνομικό. «Σπρώξανε όλοι μαζί και άνοιξαν την πόρτα…», απολογήθηκε ο νεαρός αστυνομικός.
Η συζήτηση συνεχίστηκε και εξελίχθηκε σε καβγά με τον 42χρονο να μπαίνει στο γραφείο του και να καλεί στο τηλέφωνο τον διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος που υπηρετούσε ο 26χρονος και να τον ενημερώνει για την συμπεριφορά του ζητώντας την αντικατάσταση του. «Μη μου κάνεις κακό. Όλοι εκνευριζόμαστε…», είπε ο νεαρός στον διευθυντή και όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να τον πείσει έβγαλε το όπλο του και τον πυροβόλησε…
Τον Μάρτιο του 1964 ο 26χρονος κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείο κατηγορούμενος για τη δολοφονία του 42χρονου.
Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν υπάλληλοι του Ληξιαρχείου αλλά και πολίτες οι οποίοι άθελά τους έγιναν αυτόπτες μάρτυρες της εν ψυχρώ δολοφονίας του 42χρονου. Ένας αντισυνταγματάρχης ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να αφοπλίσει τον αστυνομικό. «Όρμησα επάνω του και κατάφερα να του πάρω το όπλο και τότε εκείνος κλαίγοντας μου είπε: “Με εξευτέλισε και τον πυροβόλησα. Τώρα είμαι άχρηστος”. Είχε ένα βουβό παράπονο το οποίο ξέσπασε εκείνη τη στιγμή με την μορφή πρωτόγνωρης αντεκδικήσεως», είπε ο μάρτυρας για να ακούσει τον συνήγορο πολιτικής αγωγής να σχολιάζει: «Κι εμένα κύριε μάρτυς με πιάνει το παράπονο αλλά δεν σκοτώνω».
Ενώπιον του δικαστηρίου κατέθεσαν και μέλη των οικογενειών τόσο του θύματος, όσο και του δράστη. Ήταν δυο συνηθισμένοι άνθρωποι…
Και όταν ήρθε η ώρα για να απολογηθεί, ο νεαρός κατηγορούμενος ξέσπασε σε λυγμούς και δήλωσε μετανιωμένος. «Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη στιγμή παρά μόνο τη λάμψη που ακολούθησε τους πυροβολισμούς», είπε ο 26χρονος και συνέχισε αναφερόμενος στο υπηρεσιακό του περίστροφο: «Όταν έχεις αυτό το σατανά επάνω σου μπορείς να κάνεις μεγάλο κακό. Απορώ, μάλιστα, γιατί εξακολουθούν να οπλοφορούν οι αστυνομικοί…».
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών που υπηρετούσε, είχε υποστεί μεγάλη ψυχολογική πίεση από τους προϊσταμένους του. Και αυτό γιατί, όπως είπε, ήταν πολύ αυστηροί μαζί του, τον επέπλητταν συνεχώς και του επέβαλλαν πρόστιμα για ασήμαντη αφορμή.
«Την μοιραία ημέρα πήγα στο Ληξιαρχείο με εντολή να τηρήσω την τάξη. Έφτασα εκεί λίγο πριν το μεσημέρι και είδα στην είσοδο δεκάδες πολίτες να συνωστίζονται. Έκλεισα την πόρτα και ανακοίνωσα ότι θα ξανανοίξει την επομένη, σύμφωνα με το ωράριο που είχε ορίσει η υπηρεσία. Άκουσα τις διαμαρτυρίες και τις βρισιές των ανθρώπων που περίμεναν. Ένας, μάλιστα, μου επιτέθηκε αλλά εγώ δεν αντέδρασα», αφηγήθηκε ο κατηγορούμενος και ισχυρίστηκε πως η κατάσταση του δημιούργησε εκνευρισμό με αποτέλεσμα να χάσει την ψυχραιμία του. Όπως περιέγραψε, λίγα μόνο λεπτά αργότερα, ο κόσμος κατάφερε να παραβιάσει την πόρτα και να ορμήσει μέσα στο Ληξιαρχείο.
«Τότε εμφανίστηκε το θύμα και άρχισε να με βρίζει. “Βρε αλήτη γιατί σε έχουμε εδώ πέρα; Δεν αξίζεις τίποτα… Πάω να τηλεφωνήσω στο διοικητή σου, να σε αντικαταστήσει…”, μου φώναξε.
Ο κατηγορούμενος είπε πως παρακάλεσε τον 42χρονο να μην κάνει το τηλεφώνημα αλλά εκείνος δεν τον άκουσε και επικοινώνησε με τον διοικητή του.
«Θόλωσε το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Έτρεξα πίσω του αλλά εκείνος με έσπρωξε με το αριστερό του χέρι… Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι πότε βγήκε το έρημο…(σ.σ. το όπλο)», υποστήριξε.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του εισηγήθηκε την ενοχή του κατηγορούμενου για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση εν βρασμώ ψυχής.
Οι ένορκοι αποφάσισαν ότι η δολοφονία διαπράχθηκε με πρόθεση και εν βρασμώ ψυχικής ορμής, σημειώνοντας πως ο δράστης οδηγήθηκε στην πράξη αυτή λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος. Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον 26χρονο σε κάθειρξη 11 ετών και ενός μηνός.