Με την συγκλονιστική μαρτυρία του Αιγύπτιου ψαρά Εμπάρακ Αμπουζίντ ο οποίος δέχτηκε δολοφονική επίθεση τα ξημερώματα της 12ης Ιουνίου 2012, στο Πέραμα, άνοιξε η αυλαία της δεύτερης δικογραφίας η οποία εξετάζεται στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Με τη βοήθεια μεταφράστριας και καθισμένος σε μια καρέκλα, καθώς επικαλέστηκε προβλήματα υγείας, ο Αιγύπτιος περιέγραψε στο δικαστήριο λεπτό προς λεπτό πως εκείνο το βράδυ ομάδα μαυροφορεμένων τον αιφνιδίασε ενώ κοιμόταν στην ταράτσα του σπιτιού της οικογένειας που τον φιλοξενούσε. «Δυο – τρία άτομα με χτυπούσαν με ξύλα και άλλα άτομα με κλωτσούσαν και ένας με χτύπησε στο πρόσωπο με σίδερο και μου έσπασε τα δόντια και το κεφάλι. Με χτύπησαν και στα πόδια».
Ο μάρτυρας εξέφρασε την πεποίθηση πως δέχτηκε επίθεση από μέλη της Χρυσής Αυγής τα οποία λειτούργησαν με οργανωμένο σχέδιο. Αν και ο ίδιος, όπως είπε, δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα άτομα τα οποία του επιτέθηκαν οι φίλοι του, υποστήριξε, γνώριζαν τη δράση τους και είχαν δεχτεί απειλές.
«Ήταν σαν να ήρθαν να με σφάξουν», είπε συμπληρώνοντας «έφυγαν όταν νόμιζαν ότι με σκότωσαν. Αν ήξεραν πως είμαι ζωντανός δεν θα με άφηναν», είπε τονίζοντας πως αποχώρησαν από την ταράτσα του σπιτιού όταν κάποιο μέλος της ομάδας φώναξε «πάμε».
«Φοβάμαι ακόμη και να περπατήσω στο δρόμο. Είμαι πεθαμένος αφού δεν μπορώ να εργαστώ για να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν έχει διαφορά ακόμη και αν με σκοτώσουν έξω από το δικαστήριο» είπε ο μάρτυρας αναφερόμενος στην ζωή του σήμερα.
«Ήρθα στην Ελλάδα να βρω μια καλύτερη ζωή για να ταΐσω τα παιδιά μου»
Ο Εμπάρακ Αμπουζίντ κατέθεσε πως αποφάσισε να φύγει από την Αίγυπτο γιατί είχε ανάγκη να δουλέψει για να συντηρήσει την οικογένεια του.
«Ήρθα στην Ελλάδα από την Αίγυπτο πριν από περίπου 5 χρόνια μαζί με άλλους συμπατριώτες μου. Ήρθα στην Ελλάδα να δουλέψω για να ταΐσω τα παιδιά μου. Έχω μεγάλη οικογένεια και είναι δική μου ευθύνη να τους ταΐζω. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Μητέρα, αδέλφια και πέντε παιδιά είναι στην Αίγυπτο. Εγώ ήρθα σε δω για να βρω καλύτερη ζωή και να ταΐσω τα παιδιά μου και μου συνέβη αυτό», είπε.
Ο μάρτυρας κατέθεσε πως όταν ήρθε στην Ελλάδα φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειας του Άχμετ στο οποίο δέχτηκε και την επίθεση. Ενώπιον του δικαστηρίου περιέγραψε πως ξύπνησε από τα χτυπήματα που δέχτηκε.
«Ξημερώματα της 12ης Ιουνίου του 2012 κοιμόμουν στην ταράτσα. Εκεί κοιμόμουν τις τελευταίες 10 ημέρες. Ήμουν σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Περίπου στις 3 τα ξημερώματα, είχα την κουβέρτα επάνω μου, με χτύπησαν δυο – τρεις φορές. Είχα κοιμηθεί περίπου στις 11.30 το βράδυ και δεν μπορώ να πω ακριβώς την ώρα που δέχτηκα την επίθεση γιατί κοιμόμουν. Χτύπησα στο γόνατο 2-3 φορές. Έβγαλα την κουβέρτα από το πρόσωπο μου και είδα άτομα που φορούσαν μαύρα ρούχα. Σε μια άκρη είδα τέσσερα άτομα να με χτυπάνε και ακόμη 15-17 άτομα πάνω στην ταράτσα. Δυο – τρία άτομα με χτυπούσαν με ξύλα και άλλα με κλωτσούσαν και ένας με χτύπησε στο πρόσωπο με σίδερο και μου έσπασαν τα δόντια και το κεφάλι. Με χτύπησαν και στα πόδια».
«Ήμουν πεθαμένος»
Ο Εμπάρακ Αμπουζίντ υποστήριξε πως δεν είχε προηγούμενα με κανένα , άλλωστε, όπως είπε, είχε μόλις 6 μήνες στην Ελλάδα.
Μάρτυρας: Ξύπνησα από τα χτυπήματα που δέχτηκα.
Πρόεδρος: Θυμάστε να περιγράψετε τα άτομα που σας επιτέθηκαν;
Μάρτυρας: Όλοι φορούσαν μαύρες μπλούζες . Μόνο ο Άχμετ μπορεί να ξέρει πως ακριβώς ήταν γιατί όταν έσπασαν την πόρτα τους είδε από το παράθυρο. Μετά ο Άχμετ είπε πως ήθελαν να μας σκοτώσουν.
Πρόεδρος: Ύψος, βάρος, χρώμα μαλλιών, οτιδήποτε.
Μάρτυρας: Όχι τίποτα.
Πρόεδρος : Αν βλέπατε κάποιον μπροστά σας θα μπορούσατε να τον θυμηθείτε;
Μάρτυρας: Ήταν βράδυ και μόνο ο Άχμετ τους είδε.
Πρόεδρος: Γυναίκα ήταν μαζί τους;
Μάρτυρας: Δεν θυμάμαι. Δεν ήμουν σε θέση να αναγνωρίσω κανέναν λόγω των χτυπημάτων που δέχτηκα , ήμουν πεθαμένος . Ήμουν χτυπημένος σε όλο το σώμα μου. Έκανα πολλά ράμματα, ένα δόντι μου έσπασε. Δεν ήξερα αν ήταν βράδυ ή πρωί. Στο νοσοκομείο κατάλαβα τι έγινε. Άκουσα ότι ένας από αυτούς που μου επιτέθηκαν είπε «πάμε» γιατί νόμιζαν ότι πέθανα. Τότε ήξερα 15 λέξεις όλες και όλες στα ελληνικά. Το «πάμε» το άκουσα. Νόμιζαν ότι πέθανα γιατί ήμουν σαν πεθαμένος από τα χτυπήματα. Στο νοσοκομείο κοιμόμουν και όταν ξύπνησα δεν ήξερα πόσες μέρες πέρασαν. Νοσηλεύτηκα περίπου 17 ημέρες . Ήθελα να ζήσω και τίποτα άλλο.
Όπως είπε ο μάρτυρας όταν βγήκε από το νοσοκομείο για 33 ημέρες έτρωγε με καλαμάκι αφού τα δόντια του είχαν σίδερα γιατί έσπασαν τα κόκαλα. Μάλιστα, πλησίασε την έδρα και έδειξε στο δικαστήριο την τομή από την εγχείρηση που υποβλήθηκε στην κάτω γνάθο. Λίγο αργότερα, κοιτάζοντας φωτογραφίες που του υπέδειξαν λύγισε και συναισθηματικά φορτισμένος είπε: «Είναι εκεί όπου κοιμόμουν και αυτό είναι το δικό μου αίμα».
«Ήμουν χτυπημένος παντού, σε όλο το κεφάλι. Ακόμη και τώρα υπάρχουν στιγμές που δεν καταλαβαίνω πράγματα, το μυαλό μου φεύγει . Δεν έχω υγεία για να δουλέψω από τότε . Πάω την μια ημέρα για δουλειά και την επόμενη φεύγω. Στην Αίγυπτο πούλησα ένα οικόπεδο για να ζήσει η οικογένειά μου», είπε συμπληρώνοντας: «Δέχτηκα πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την κοιλιά 20 – 50. Δεν θυμάμαι, με χτύπησαν πολύ ήμουν σαν ναρκωμένος από τα χτυπήματα».
«Σήμερα φοβάμαι ακόμη και να περπατήσω»
Σε σχετικές ερωτήσεις της προέδρου ο μάρτυρας επανέλαβε πως δεν είχε διάφορες με κανέναν.
«Μετά έμαθα πως είχαν απειλήσει τον Άχμετ νωρίτερα. Τους είχαν πει “θα σας σκοτώσουμε απόψε” γιατί είχαν πρόβλημα με όλους του αλλοδαπούς και συγκεκριμένα με τους Αιγύπτιους».
Πρόεδρος: Για ποιο λόγο;
Μάρτυρας: Επειδή είναι ξένοι. Αυτοί που χτυπάνε τους ξένους είναι η Χρυσή Αυγή. Εγώ δεν τους ήξερα τότε αλλά ο Άχμετ και οι άλλοι μου το είπαν. Σήμερα, φοβάμαι ακόμη και να περπατήσω. Είμαι πεθαμένος αφού δεν μπορώ να εργαστώ για να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν έχει διαφορά ακόμη και αν με σκοτώσουν έξω από το δικαστήριο.
Ο μάρτυρας υποστήριξε πως δεν έχει χρήματα για να υποβληθεί σε επέμβαση στο στόμα υπογραμμίζοντας πως «ακόμη και τώρα έχω δυσκολία να φάω. Έχω προβλήματα στο πόδι και όλο το σώμα, δεν μπορώ ούτε πέντε λεπτά όρθιος».