Στο εδώλιο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας θα καθίσουν στις 5 Μαρτίου τέσσερις κατηγορούμενοι, οι οποίοι φέρεται να συνδέονται με τις εμπλεκόμενες εταιρείες στην υπόθεση των υποκλοπών.

Οι κατηγορούμενοι θα δώσουν εξηγήσεις για αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος, οι οποίες αφορούν στην παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών. Η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο μετά την ολοκλήρωση της πολύμηνης έρευνας του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση για την υπόθεση των υποκλοπών. Η έρευνα του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού, ο οποίος συνέταξε πολυσέλιδο πόρισμα που αφορούσε στην πολυπλόκαμη υπόθεση, έφερε στη θέση του κατηγορουμένου συγκεκριμένα πρόσωπα. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Αρείου Πάγου, από την έρευνα προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση ποινικής δίωξης εις βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.λπ.

Τα τέσσερα πρόσωπα, εκπρόσωποι εταιρειών που φέρεται να ενεπλάκησαν με το κακόβουλο λογισμικό και παραπέμπονται για πλημμελήματα, είχαν κληθεί σε ανωμοτί εξηγήσεις ως ύποπτοι. Η παραπομπή τους, μάλιστα, μόνο για πλημμεληματικές πράξεις γίνεται, όπως είχε διευκρινίσει η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επειδή υπερισχύει ο ευμενέστερος νόμος, καθώς πλέον τα αδικήματα αυτού του τύπου είναι κακουργήματα.

«Οι απαιτούμενες αυτές στο παρόν στάδιο “επαρκείς ενδείξεις” για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά των ως άνω ιδιωτών, οι οποίες ερείδονται, κυρίως, στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.ά., πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ. και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων “στόχων’ και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής ή όχι» ανέφερε σε ανακοίνωσή της η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός.

Με την ίδια ανακοίνωση, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου σημείωνε ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε στο πλαίσιο της έρευνας «συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (ΔΑΕΕΒ) και γενικότερα της ΕΛ.ΑΣ. (υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».