Ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου προσέφυγε μια αλλοδαπή κάτοικος της Ρόδου κατά της δημάρχου Τήλου, Μαρίας Καμμά, για to περιστατικό που είχε προκαλέσει αίσθηση και σημειώθηκε την Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024 στο λιμάνι της Τήλου κατά την άφιξη μεταναστών.
Η δήμαρχος της Τήλου, Μαρία Καμμά, κατήγγειλε ότι μια γυναίκα ζήτησε σχετικά με τους μετανάστες που μόλις είχαν φτάσει στο λιμάνι «να τους πετάξουν στη θάλασσα» και άρχισε να τραβάει βίντεο.
Τη θέση της για το θέμα έδωσε η γυναίκα με ανάρτησή της στο facebook, καθώς και η ίδια τραβούσε βίντεο και διαψεύδει τα όσα της καταλογίζουν.
Η αλλοδαπή ζήτησε χθες με τη μήνυση που άσκησε ο δικηγόρος Γιώργος Βήτας, την ποινική δίωξη και τιμωρία της δημάρχου για το αδίκημα της εξύβρισης, της ηθικής αυτουργίας σε εξύβριση, της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση, της παραβίασης του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, της ηθικής αυτουργίας στην παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, της απειλής, του αδικήματος της δημόσιας υποκίνησης μίσους, καθώς και για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα κρίνει η Εισαγγελική αρχή ότι έχει τελεστεί και για κάθε άλλο υπαίτιο πρόσωπο, όπως και για τα πρόσωπα που συνέπραξαν και συμμετείχαν στις ως άνω πράξεις, όπως μεταδίδει το dimokratiki.gr.
Σε βίντεο που είχε δημοσιοποιήσει η μηνύτρια φέρεται να ακούγεται η δήμαρχος να μονολογεί «άντε μη σου δώσω μια και πας στη θάλασσα», απευθυνόμενη στην ίδια.
Όπως αναφέρει στη μήνυσή της ενώ βρισκόταν με δύο φίλους της από τη Γαλλία στο δεξί πλαϊνό σημείο του κεντρικού λιμανιού του νησιού, όπου και ψάρευαν, είδε να καταφτάνει προς το λιμάνι το μεγάλο πλοίο της γραμμής, που εκτελούσε δρομολόγιο με προορισμό την Τήλο.
Το πλοίο, ενώ είχε πλησιάσει αρκετά, εν τέλει δεν άραξε στο λιμάνι για να αποβιβαστεί ο κόσμος, αντιθέτως αγκυροβόλησε έξωθεν του όρμου και περίμενε.
Παρατήρησε τότε, να έρχεται ακριβώς από πίσω, ένα αρκετά μεγάλο σκάφος του Λιμενικού Σώματος. Τότε κατάλαβε ότι θα είχε γίνει κάτι αρκετά σοβαρό, και για τον λόγο αυτό έπρεπε να φτάσει πρώτο στο λιμάνι το σκάφος του Λιμενικού Σώματος, ενώ το επιβατικό πλοίο έπρεπε να περιμένει.
Πράγματι, το μεγάλο σκάφος του Λιμενικού εισήλθε στο λιμάνι του νησιού και άραξε στη μύτη της προβλήτας. Παρακολουθούσε, όπως λέει, με μεγάλο ενδιαφέρον για να δει τι ήταν αυτό που είχε συμβεί και έπρεπε το Λιμενικό να προσαράξει άμεσα.
Κι εκείνη τη στιγμή αντίκρυσε έκπληκτη, τι ήταν αυτό που είχε συμβεί. Πάνω στο σκάφος, βρίσκονταν δεκάδες άνθρωποι, παιδιά, γυναίκες αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία νεαροί και απόλυτα υγιείς νεαροί άνδρες, που αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για αλλοδαπούς πρόσφυγες, που είχαν διασωθεί από το Λιμενικό και μεταφέρονταν στην δομή υποδοχής στην Τήλο. Με το που προσάραξε το πλοίο, άρχισαν να αποβιβάζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τη βοήθεια των Ελλήνων λιμενικών, φορτωμένοι με τα πράγματά τους.
Ήταν ένα θέαμα, όπως λέει, που της προκάλεσε σοκ και τρομερή εντύπωση, όπως θα ήταν απολύτως λογικό να προκαλέσει σε κάθε θεατή, που δεν είχε ξαναδεί μια τόσο ιδιαίτερη στιγμή, όπως αυτή της αποβίβασης και μεταφοράς από το Λιμενικό των προσφύγων σε ασφαλές μέρος. Διατείνεται δε ότι ενώ στεκόταν και έβλεπε σοκαρισμένη όλους αυτούς τους ανθρώπους που αποβιβάζονταν παρατήρησε ότι λίγα μέτρα πιο δίπλα από εκείνη, και σε απόσταση τριών – τεσσάρων περίπου μέτρων, στεκόταν μια γυναίκα, άγνωστη σε εκείνην.
«Να τους πετάξουμε στη θάλασσα;»
Η μηνύτρια διατείνεται ότι ρώτησε τη δήμαρχο σχεδόν μονολογώντας, τι συνέβη και περίμενε το πλοίο της γραμμής να έρθει πρώτα το σκάφος του Λιμενικού, και ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που αποβιβάστηκαν από το σκάφος, από πού έρχονταν και πού πάνε, και πώς θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να χωρέσουν σε ένα τόσο μικρό νησί.
Το θάρρος της αυτό και τον αυθορμητισμό με τον οποίο απευθύνθηκε φαίνεται, όπως ισχυρίζεται, πως για άγνωστους λόγους την «ερέθισαν» και γύρισε προς το μέρος της και της απάντησε με σκωπτικό ύφος, φανερά ενοχλημένη και θυμωμένη, «και συ γιατί ρωτάς;».
Η προσπάθεια της, όπως ισχυρίζεται, να κατευνάσει τα πνεύματα έπεσε στο κενό, αφού της απάντησε επιθετικά και εριστικά «και τι σε νοιάζει εσένα: Να τους πετάξουμε στη θάλασσα;».
Υποστηρίζει ότι της είπε ότι ήταν η δήμαρχος του νησιού και ξεκίνησε παράνομη βιντεοσκόπησή της και προκάλεσε με μονόλογο της απέδωσε λόγια που δεν είχε πει ποτέ και στη συνέχεια διέρρευσε το βίντεο.
Υπήρξαν δε αναρτήσεις της στα social media, συνεντεύξεις της στο διαδίκτυο και σε κανάλια.
Σημειώνεται ότι η τουρκική πρεσβεία είχε διαψεύσει ότι η μηνύτρια εργάζεται εκεί.