Χαρακτηρίστηκε η φονικότερη βεντέτα του 20ού αιώνα, με τα θύματά της να ανέρχονται έως και στα 140 άτομα. Ανάμεσα στους νεκρούς βρίσκει κανείς όχι μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες, ακόμα και ανήλικα παιδιά.

Ξέσπασε στα Χανιά της Κρήτης μεταξύ δύο οικογενειών που μισήθηκαν κυριολεκτικά θανάσιμα: της φαμίλιας Σαρτζέτη ή Σαρτζετάκη και της φαμίλιας Πεντάρη ή Πενταράκη και, για να μπει ένα οριστικό τέλος στα αλλεπάλληλα φονικά, έπρεπε να συμβεί ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός. Η εκλογή του αρεοπαγίτη Χρήστου Σαρτζετάκη ως Προέδρου της Δημοκρατίας, που επιτεύχθηκε χάρις και στη βουλευτική ψήφο που έδωσε το μέλος της αντίπαλης οικογένειας των Πεντάρηδων.

Ειδικότερα, τον Μάρτιο του 1985 ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, είχε προτείνει για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα τον ανώτατο δικαστικό, αλλά για να εκλεγεί χρειαζόταν οπωσδήποτε και την ψήφο του βουλευτή Χανίων του ΠΑΣΟΚ, Βαγγέλη Πεντάρη.

Ο βουλευτής του Κινήματος παραμέρισε τις έχθρες και τα πάθη που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο οικογένειες (των Σαρτζετάκηδων από την οποία προερχόταν ο υποψήφιος αρχηγός του κράτους και των Πενταράκηδων που προερχόταν ο ίδιος), άκουσε την παρότρυνση του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και επέλεξε να ψηφίσει υπέρ του Χρήστου Σαρτζετάκη.

Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει εκείνη την εποχή στην εφημερίδα «Τα Νέα», ο βουλευτής Πεντάρης (που σημειωτέον έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Οκτώβριο σε ηλικία 90 ετών) ρωτήθηκε, ανάμεσα σε άλλα, και για τη βεντέτα μεταξύ των δύο οικογενειών αλλά, όπως είχε πει, δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα. Με δυσκολία έκανε μια μικρή αναφορά. Συγκεκριμένα, είπε τα εξής: «Ήταν το 1940, αν θυμάμαι καλά. Όλα άρχισαν όταν ο αρχηγός των “Μάυδων”, τότε Σαρτζέτης, σκότωσε τον Πεντάρη, δάσκαλο τότε στα Χανιά… Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο. Εδώ είναι αίμα! Πενήντα άτομα έχασαν τη ζωή τους. Πρέπει να σεβαστούμε τη μνήμη τους!». Να διευκρινίσουμε ότι «Μάυδες» αποκαλούνταν τα μέλη της ΜΑΥ (Μονάδες Ασφάλειας Υπαίθρου), της ένοπλης παραστρατιωτικής οργάνωσης που δημιουργήθηκε το 1946 για την άμυνα της επαρχίας έναντι των δυνάμεων του προσκείμενου στο ΚΚΕ Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος.

Οι προσπάθειες σασμού

Το εξώφυλλο του βιβλίου Βεντέτες – Εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

Με την αιματηρότερη βεντέτα που καταγράφηκε στη χώρα μας ασχολείται επισταμένως και ο πολύπειρος αστυνομικός συντάκτης, Πάνος Σόμπολος, στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Βεντέτες – Εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Όπως αναφέρει, είχαν καταβληθεί τεράστιες προσπάθειες, κατά χρονικά διαστήματα, από σαστάδες για να σταματήσουν οι εκδικητικές δολοφονίες και οι συμφορές.

Αξιωματικοί της αστυνομίας και του στρατού, προεστοί των χωριών, δήμαρχοι και βουλευτές, όλοι κατέβαλαν προσπάθειες, χωρίς όμως να καταφέρουν να τερματίσουν τα θανατικά και τις αιματοχυσίες. Ανάμεσα σε αυτούς που επιχείρησαν να θέσουν τέλος στη βεντέτα ήταν και ο πρωθυπουργός, Σοφοκλής Βενιζέλος, που καταγόταν από τα Χανιά, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Οι Πεντάρηδες και οι Σαρτζέτηδες δεν άκουγαν κανέναν.

Ο πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Βαγγέλης Πεντάρης

Όπως αναφέρει ο κ. Σόμπολος, υπήρξε μεταξύ άλλων «κι ένα ηρωικό και θρυλικό πρόσωπο της Κρήτης που είχε καταβάλει προσπάθειες να τους συμφιλιώσει, δεδομένου ότι είχε πετύχει πολλούς σασμούς σε διάφορες περιοχές του νησιού. Ήταν ο Σταύρος Καπριδάκης, ο οποίος είχε δώσει συνέντευξη στον συνάδελφό μου, Πάνο Μπαΐλη, και είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Εγώ ήμουνα ήρωας. Ήταν φορές που πολέμησα μόνος μου τους Γερμανούς. Σκοτώθηκαν πολλοί από κείνους. Πολέμησα στη Φλώρινα, πολέμησα παντού. Όμως αυτή η βεντέτα με τους Σαρτζέτηδες και τους Πεντάρηδες με τρόμαξε. Αίμα, πολύ αίμα! Ήταν τόσο το μίσος, ήταν τόσο αλαφιασμένοι όλοι τους, που κανένας δεν με άκουγε. Στην αρχή, θυμάμαι, πήγα και βρήκα κάτι μακρινούς τους συγγενείς, από τους οποίους ζήτησα να τους μεταφέρουν ότι θέλω να τους βοηθήσω να τα βρουν. Η απάντηση ήταν αρνητική. Έβαλα κοινούς γνωστούς να τους μιλήσουν. Τίποτε! Καμία απάντηση. Ή εμείς ή αυτοί, έλεγαν».

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης τόνιζε: «Τους έλεγα: “Έχεις παιδιά, άμα σκοτώσεις θα πας φυλακή. Τι θα γίνουν αυτά; Και το άλλο πού το βάζεις, κάποιος θα βρεθεί από αυτούς και θα σε πυροβολήσει. Κι αν δεν μπορέσει εσένα, θα σκοτώσει έναν δικό σου. Και άντε πάλι από την αρχή…”. Πάντως, οι γυναίκες των δύο οικογενειών ήταν αυτές που θύμιζαν, πολλές φορές με προσβλητικό τρόπο, το χρέος της εκδίκησης. Πετούσαν το φαγητό στο τραπέζι, σχεδόν από μακριά, και όλο έλεγαν για το αίμα που πρέπει να ξεπλυθεί, Η αντίδραση των γυναικών δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι συνέβαλε στο να συνεχίζεται το φαινόμενο της βεντέτας στην Κρήτη».

Τα αίτια και τα πρώτα φονικά

Ας προχωρήσουμε όμως στα αίτια που οδήγησαν στον θάνατο και στις συμφορές τα μέλη αυτών των δύο θανάσιμα αλληλομισούμενων οικογενειών, και στη συνέχεια θα πάμε στις υποθέσεις βεντέτας, βάσει των στοιχείων που ανέδειξε η δημοσιογραφική έρευνα του Πάνου Σόμπολου. Ως προς τα αίτια, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. «Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το κακό ξεκίνησε από την ατίμωση μιας μικρής κοπέλας, χωρίς όμως να υπάρχουν στοιχεία. Άλλοι, στα χωριά του νομού Χανίων, δίνουν διαφορετικές εκδοχές. Δηλαδή η πλευρά των Σαρτζέτηδων υποστήριζε ότι όλα ξεκίνησαν από κτηματικές διαφορές που είχαν μεταξύ τους, ενώ η πλευρά των Πεντάρηδων υποστήριζε ότι όλα τα κακά άρχισαν από τις πολιτικές διαφορές», αναφέρει ο συγγραφέας.

Ο Χρήστος Σαρτζετάκης

Πάμε τώρα στα φονικά των δύο οικογενειών, για τα οποία τα στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι τόσο διαφωτιστικά. Το πρώτο φονικό θεωρείται βέβαιο ότι ήταν αυτό που ανέφερε και ο βουλευτής Πεντάρης πιο πάνω. Δηλαδή η δολοφονία του δάσκαλου Πεντάρη. Ειδικότερα:

  • Το 1940, σε κεντρικό σημείο των Χανίων, ο Ι. Σαρτζέτης, αρχηγός των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ), πυροβόλησε και σκότωσε τον δάσκαλο Πεντάρη. Περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς έγινε το φονικό, αν προηγήθηκε λογομαχία για κάποιο λόγο, αν συνελήφθη και δικάστηκε ο δράστης κ.λπ., δεν υπάρχουν.
  • Άλλο περιστατικό. Τον Οκτώβριο του 1947, σύμφωνα με δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας, ο καπετάν Γιώργος Π. με την ομάδα του (σ.σ. βρισκόμαστε στην εποχή του Εμφυλίου) πήγε στο χωριό της αντίπαλης οικογένειας και απήγαγε την Αριστέα Σ., τον γιο της και τον δεκαεπτάχρονο Γιάννη Σ. Τους κατεύθυναν προς το οροπέδιο Ομαλός. Εκεί, αφού πυρπόλησαν την αγροικία της οικογένειας Σ., απελευθέρωσαν τη μητέρα και τον γιο της. Ωστόσο, το δημοσίευμα αναφέρει ότι αγνοείτο η τύχη ενός άλλου μικρού παιδιού της Αριστέας, για το οποίο εκφράζονταν φόβοι ότι κάηκε ζωντανό μέσα στην αγροικία.
  • Τον Μάρτιο του 1949, στην οδό Νεάρχου των Χανίων ο χωροφύλακας Λευτέρης Σ. είχε στήσει καρτέρι και πυροβόλησε εναντίον των διερχομένων Ανδρέα Π., Γιάννη Π. και Γιάννη Π., τραυματίζοντάς τους βαρύτατα. Μια σφαίρα τραυμάτισε ελαφρά και μια υπηρέτρια, η οποία βρισκόταν στην αυλή του απέναντι σπιτιού. Οι τραυματισθέντες διακομίστηκαν σε κλινική, και λίγο αργότερα ο Ανδρέας Π. και ο Γιάννης Π. υπέκυψαν στα τραύματά τους. Ως προς τα αίτια, σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα της εποχής, ο αδερφός του πρώτου νεκρού, Ανδρέα Π., είχε σκοτώσει τον αδερφό του χωροφύλακα πριν από περίπου έναν μήνα. Ο χωροφύλακας, που υπηρετούσε τότε στη Διοίκηση Χωροφυλακής Λέσβου, πήρε άδεια, πήγε στα Χανιά και εκδικήθηκε τον θάνατο του αδερφού του. Άλλο δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας αναφέρει ότι ο χωροφύλακας το είχε σκάσει από την υπηρεσία του, επειδή δεν του έδιναν άδεια για να πάει από τη Μυτιλήνη στα Χανιά και να εκτελέσει το σχέδιο που είχε στο μυαλό του.
  • Τον Απρίλιο του 1950, σε κεντρικό σημείο των Χανίων, ο Βαγγέλης Π., 17 χρονών, πυροβόλησε από κοντινή απόσταση και σκότωσε τον Ευτύχη Σ., 52 χρονών. Μετά την πράξη του ο νεαρός εξαφανίστηκε και συνελήφθη αργότερα από τη χωροφυλακή. Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα, ο δεκαεπτάχρονος παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο, όπου τελικά αθωώθηκε «λόγω πλήρους συγχύσεως».
  • Τη νύχτα της 1ης Μαΐου του έτους 1955, ο Απόστολος Σ., 20 χρονών, ενώ επέστρεφε στο σπίτι στο χωριό του τραγουδώντας μια μαντινάδα, δέχτηκε πέντε πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα να σωριαστεί στο έδαφος νεκρός. Ο δράστης, που του είχε στήσει καρτέρι σε απόσταση ογδόντα μέτρων από το σπίτι του, τράπηκε σε φυγή και εξαφανίστηκε.
  • Μία ή δύο μέρες αργότερα, ο δράστης Μιχάλης Μ., 29 χρονών, συνελήφθη. Στην αρχή έλεγε ότι δεν είχε σχέση με το έγκλημα, αργότερα όμως ομολόγησε και είπε ότι σκότωσε τον Απόστολο, επειδή πριν από έναν χρόνο είχε διαφθείρει την αδερφή του και γι’ αυτό τον εκδικήθηκε. Επομένως, αυτή η υπόθεση, παρά το γεγονός ότι το θύμα προέρχεται από τη γνωστή οικογένεια, δεν έχει σχέση με τη συγκεκριμένη βεντέτα. Αρχικά όλοι είχαν πιστέψει ότι επρόκειτο για άλλη μία υπόθεση των εκδικητικών φονικών που είχαν ξεκινήσει το 1940, αλλά διαψεύσθηκαν.
  • Ένα άλλο φονικό έγινε τον Μάρτιο του 1965. Στον δρόμο Χανίων-Σελήνου, ένας από την οικογένεια Π. σκότωσε ένα μέλος της οικογένειας Σ. Όπως αναφέρουν τα σχετικά δημοσιεύματα, με αυτό το φονικό τερματίστηκε η φονική βεντέτα που είχε στείλει στον άλλο κόσμο τόσους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους δεν έφταιγαν σε τίποτα, αλλά πλήρωσαν μόνο επειδή έτυχε να ανήκουν στις δύο αντιμαχόμενες οικογένειες.
Ο πολύπειρος αστυνομικός συντάκης, Πάνος Σόμπολος

«Τα περιστατικά της πολύνεκρης βεντέτας που ανέφερα πιο πάνω δημοσιογραφικά δεν είναι πλήρη. Δυστυχώς, παρά την επίμονη έρευνα, δεν κατέστη δυνατόν να βρω περισσότερα στοιχεία και να δώσω ολοκληρωμένη εικόνα στους αναγνώστες», ξεκαθαρίζει ο Πάνος Σόμπολος.