Νέο σκάνδαλο γιατρών που συνταγογράφησαν μέσα σε τριάντα πέντε ημέρες φάρμακα σε ασθενείς συνολικής αξίας 450.000 ευρώ αποκαλύφθηκε πριν από τρεις ημέρες στο υποκατάστημα του ΙΚΑ στο Περιστέρι. Πρόκειται για τέσσερις γιατρούς, δύο καρδιολόγους και δύο παθολόγους, που είχαν συνταγογραφήσει για αγορά φαρμάκων σε ασθενείς περίπου 100.000 ο καθένας ξεχωριστά.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Δημοκρατία», η σκανδαλώδης αυτή δαπάνη κίνησε τις υποψίες του υποδιοικητή του ΙΚΑ Γιάννη Σαριβουγιούκα, ο οποίος διέταξε αμέσως να τους αφαιρεθούν τα μπλοκ των συνταγών, ενώ διατάχθηκε ΕΔΕ. Κάποιοι από τους συγκεκριμένους γιατρούς είχαν απασχολήσει τη διοίκηση του ΙΚΑ και στο παρελθόν για ανάλογες ενέργειες.

Εν τω μεταξύ έντονος προβληματισμός επικρατεί στη διοίκηση του πρώτου ασφαλιστικού φορέα της χώρας μας, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις μεγάλες δαπάνες από τα φάρμακα, αλλά από την άλλη, να περιορίσει και το μεγάλο έλλειμμά του, που το 2007 ήταν 340.000 ευρώ, έναντι 109.000.000 ευρώ το 2006.

Όσον αφορά τα φάρμακα, εδώ και ένα χρόνο καθυστερεί η πολυδιαφημισμένη ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Σήμερα, οι υπηρεσίες του ΙΚΑ στεγάζονται σε 207 ιδιόκτητα ακίνητα, ενώ άλλα 551 είναι μισθωμένα σε ολόκληρη τη χώρα.
Τα μισθώματα που καταβάλλει το ΙΚΑ σε ετήσια βάση ανέρχονται σε 40.000.000 ευρώ, ενώ κάθε μήνα καταβάλλει ενοίκια 3.200.000 ευρώ περίπου. Στο τελευταίο διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος αποφασίστηκε μεταξύ άλλων να επανεξεταστούν όλες οι αποφάσεις που έχουν υπογραφεί για τα μισθωμένα κτίρια του ΙΚΑ, αφού πολλά από αυτά δεν πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται.

Από την άλλη μεριά, τεράστιες καταθέσεις γιατρών, κυρίως χειρουργών ορθοπεδικών, οδήγησαν τη Δικαιοσύνη στην άκρη του νήματος για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα διαφθοράς στον τομέα της υγείας.

Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της εισαγγελικής έρευνας, έξι γιατροί δημοσίων νοσοκομείων της Αθήνας και της περιφέρειας βρίσκονται ένα βήμα πριν από την απαγγελία σε βάρος τους κακουργηματικών κατηγοριών και θα αφορά τα αδικήματα της δωροδοκίας, σε συνδυασμό, με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου, καθώς και της νομιμοποίησης εσόδων από την παράνομη δραστηριότητα (ξέπλυμα).