Οι γονείς της Κυριακής Γρίβα, που δολοφονήθηκε την 1η Απριλίου έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων, ζητούν, σύμφωνα με το Mega, αναπαράσταση όσων συνέβησαν το μοιραίο βράδυ, ενώ έχει κατατεθεί και μήνυση, προκειμένου να προσωποποιηθούν οι ευθύνες όσων ενεπλάκησαν.
Την ίδια ώρα σε εξέλιξη είναι η Ένορκη Διοικητική Εξέταση που έχει διαταχθεί, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένονται μέσα στην εβδομάδα. Τελευταίος που αναμένεται να υποβάλλει υπόμνημα για όσα συνέβησαν το βράδυ της δολοφονίας της Κυριακής είναι ο αστυνομικός της Άμεσης Δράσης, που συνομίλησε μαζί της και της είπε πως το περιπολικό δεν είναι ταξί.
Ο αστυνομικός φρουρός του τμήματος, ο πρώτος που ενημερώθηκε από την 28χρονη ότι ήθελε να καταγγείλει κάποιον που φοβόταν, φαίνεται να βγαίνει αργά από το φυλάκιό του, ακόμη και τη στιγμή που η Κυριακή πέφτει νεκρή. «Δεν είχα οπτική εικόνα και δεν αντιλήφθηκα την επίθεση, παρά μόνο τη στιγμή που άκουσα φωνές και είδα την γυναίκα να πέφτει» υποστήριξε στο υπόμνημά του.
Σημειώνεται ότι και οι έξι αστυνομικοί που ερευνώνται για τη δολοφονία της Κυριακής, βρίσκονται σε αναρρωτική άδεια.
Η μήνυση που κατάθεσε ο πατέρας της Κυριακής
Μήνυση κατά των αστυνομικών που δεν αντέδρασαν όπως έπρεπε όταν η κόρη του ζήτησε βοήθεια, κατέθεσε ο πατέρας της Κυριακής.
Η μήνυση που αριθμεί 13 σελίδες φέρει τον τίτλο «Μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου και δη των υπηρετούντων αστυνομικών υπαλλήλων στο αστυνομικό τμήμα Αγίων Αναργύρων την 1/4/2024 και από ώρα 22:00 έως τη λήξη της βάρδιας καθώς και του υπηρετούντος στο τηλεφωνικό κέντρο της Αμέσου Δράσεως που συνομιλεί 1/4/2024 και ώρα 22:15 με τη θυγατέρα μου Κυριακή Γρίβα και όποιου άλλου αρμόδιου αστυνόμου ή όποιου άλλου τυχόν καταδειχθεί κατά την προανάκριση ή την ανάκριση».
Στη μήνυση, ο πατέρας της Κυριακής, φέρεται να αναφέρει, σύμφωνα με το Star: «Απεικονίζεται η μια αστυνομικός τη στιγμή που κατέρχεται η θυγατέρα μου από το αστυνομικό τμήμα έχοντας εισπράξει αδιαφορία και εμπαιγμό, να βγαίνει στο μπαλκόνι και να τηλεφωνεί κάπου και έχοντας (η αστυνομικός) οπτική επαφή με το συμβάν του φόνου και μετά βεβαιότητας το βλέπει από το μπαλκόνι του Αστυνομικού Τμήματος, αλλά δεν αντιδρά εγκαίρως. Προφανώς για την αστυνομική υπάλληλο οι ιδιωτικές της συνομιλίες ήταν σημαντικότερες εκείνη τη νύχτα από το καθήκον της».
Ο ίδιος, συνεχίζει: «Μέσα σε πέντε λεπτά «ξεφορτώθηκαν» τη θυγατέρα μου και την παρέπεμψαν στο να καλέσει την Άμεσο Δράση για να στείλει ένα περιπολικό αδιαφορώντας για την τύχη της και ενώ γνώριζαν ότι απειλείτο.
Κυριολεκτικά την αφήνουν απροστάτευτη στον δολοφόνο της ενώ είναι υποχρεωμένες λόγω του επαγγέλματός τους να την προστατεύσουν. Αν η θυγατέρα μου δεν ήθελε να κάνει καταγγελία ή δεν φοβόταν τότε ποιος ο λόγος να καταφύγει στις Αρχές και μάλιστα το βράδυ;»