Όταν είσαι απατεώνας και με το επίθετό σου σφραγίζεις τα χρονικά της επενδυτικής απάτης, τότε ξέρεις ότι τα έχεις καταφέρει στον κόσμο του εγκλήματος και με το παραπάνω!
Το «Σχήμα Πόνζι» παραμένει λοιπόν ως όρος στον κόσμο της οικονομίας για να περιγράψει τη γνώριμη επενδυτική κομπίνα της «πυραμίδας», καθώς αυτό ακριβώς έκανε ο ιταλός μετανάστης, εξαπατώντας χιλιάδες εύπιστους επενδυτές και απομυζώντας τους από τις οικονομίες μιας ζωής.
Ήταν το 1920 όταν ο δαιμόνιος Ιταλός υποσχέθηκε στο αμερικανικό επενδυτικό κοινό τεράστια κέρδη και εγγυημένες αποδόσεις, κάνοντας τον εαυτό του ζάμπλουτο μέσα σε λίγους μόνο μήνες! Όσο για τις στρατιές των επενδυτών, αυτοί έχασαν περισσότερα από 20 εκατ. δολάρια (περισσότερα από 200 εκατ. δολάρια σε σημερινές τιμές!) και έκλαιγαν κατόπιν γοερά.
Αν και δεν θα μακροημέρευε στην απατεωνίστικη καριέρα του, καθώς πολλοί άρχισαν να διερευνούν το επικερδές επενδυτικό πλάνο του Πόνζι και ανακάλυψαν ότι ο επιχειρηματίας πλήρωνε τους πρώτους επενδυτές με τα χρήματα των νέων, σε ένα αδιάκοπο αλισβερίσι κεφαλαίων που τον έκαναν εκατομμυριούχο στη στιγμή. Ταυτοχρόνως βέβαια η αφαίμαξη του Πόνζι γονάτισε την τοπική οικονομία της Βοστόνης και γκρέμισε 6 τραπεζικά ιδρύματα!
Κατόπιν φυλακίστηκε, απελάθηκε στην Ιταλία και αργότερα βρέθηκε στη Βραζιλία, καθώς η οδύσσεια του αεικίνητου και αμετανόητου απατεώνα για την εξαπάτηση των εύπιστων τέλος δεν είχε…
Πρώτα χρόνια και άφιξη στον Νέο Κόσμο
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του διαβόητου απατεώνα δεν είναι εύκολο να εξακριβωθούν, καθώς οι αναφορές προέρχονται από τον ίδιο, ένα καθόλου αξιόπιστο πρόσωπο δηλαδή. Πιστεύεται πάντως ότι ο άνθρωπος που θα γινόταν γνωστός ως Τσαρλς Πόνζι (ή Τσαρλς Μπιάνκι ή Τσαρλς Μπορέλι κ.λπ.) γεννήθηκε στην Πάρμα της Ιταλίας στις 3 Μαρτίου 1882 ως Κάρλο Πιέτρο Τζιοβάνι Πόνζι.
Τίποτα άλλο δεν είναι γνωστό ή επιβεβαιωμένο για τα χρόνια της Ιταλίας, αν και ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα στην εφημερίδα «New York Times» ότι ήταν γόνος εύπορης επιχειρηματικής οικογένειας, αν και φέρεται να εργάστηκε στα ιταλικά ταχυδρομεία πριν γίνει δεκτός κάποια στιγμή στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης.
Τον Νοέμβριο του 1903, ο 21χρονος Κάρλο αποβιβάζεται στη Βοστόνη των ΗΠΑ με το ποντοπόρο «Βανκούβερ», έχοντας στην τσέπη του μόλις λίγα δολάρια, καθώς έχασε όλο του το βιος τζογάροντας πάνω στο υπερωκεάνιο. «Προσγειώθηκα σε αυτή τη χώρα με 2,5 δολάρια σε μετρητό και άλλο 1 εκατομμύριο σε ελπίδες, και αυτές οι ελπίδες ποτέ δεν με εγκατέλειψαν», εξομολογήθηκε πολύ αργότερα στους «Times». Και θα ήταν ακριβώς τα χαρίσματά του αλλά και η απαράμιλλη αυτοπεποίθησή του που θα τον βοηθούσαν αργότερα να σκαρώσει μια από τις διαπρεπέστερες κομπίνες στην παγκόσμια οικονομική ιστορία!
Πρώτες απατεωνίστικες απόπειρες
Ο υπερφιλόδοξος Πόνζι έπιασε αμέσως δουλειά και μέχρι το 1907 εργάστηκε σε αρκετές δουλειές του ποδαριού, καθώς δεν στέριωνε πουθενά: λαντζιέρης σε εστιατόριο και άλλα πολλά, καθώς τα πρώτα χρόνια προσπάθησε να παραμείνει στον ίσιο δρόμο. Αν και η μοίρα δεν φαινόταν διατεθειμένη να τον αφήσει στην ησυχία του, καθώς το 1907 εξασφαλίζει θέση ταμία σε τράπεζα του καναδικού Μόντρεαλ!
Η Bank Zarossi είχε ιδρυθεί από ιταλό μετανάστη στον Καναδά ως τραπεζικό ίδρυμα για την τοπική ιταλική κοινότητα, προσφέροντας μάλιστα διπλάσιο επιτόκιο από τον ανταγωνισμό! Σύντομα τα επιχειρηματικά χαρίσματα του Πόνζι θα δικαιώνονταν και έφτασε μέχρι και τη θέση του διευθυντή, αν και ο Λουίτζι Ζαρόσι αποδείχθηκε απατεώνας και το έσκασε στο Μεξικό αγκαλιά με τα αποθεματικά της τράπεζάς του.
Χωρίς φράγκο στην τσέπη, ο διευθυντής Πόνζι παραχαράσσει επιταγή και τσεπώνει μερικές εκατοντάδες δολάρια, αν και η απάτη αποκαλύφθηκε σύντομα, με τον ίδιο να περνά για πρώτη φορά την πόρτα της φυλακής, σε ένα μοτίβο που θα επαναλαμβανόταν πολλάκις στην περιπετειώδη ζωή του. Στα 3 χρόνια που πέρασε στις φυλακές του Κεμπέκ έγινε ξεφτέρι στις απατεωνιές. Και κάτι ακόμα: αντί να γράψει στη μητέρα του ότι ήταν τρόφιμος των καναδικών φυλακών, της είπε ότι δούλευε στο σωφρονιστικό κατάστημα!
Με το που αποφυλακίστηκε το 1911, η παλιά και έντιμη ζωή του ήταν πια παρελθόν. Εμπλέκεται αμέσως σε άλλη μια εγκληματική δραστηριότητα, περνώντας λαθραία ιταλούς μετανάστες από τον Καναδά στις ΗΠΑ. Άλλα 2 χρόνια φυλακής στην Ατλάντα βάλθηκαν να του βάλουν μυαλό, αν και εκεί θα γνώριζε, πέρα από σωρεία μαφιόζων, και τον άνθρωπο που θα γινόταν ο μέντοράς του: ο έγκλειστος για οικονομική απάτη μεγαλοχρηματιστής της Γουόλ Στριτ, Τσαρλς Μορς!
Το «Σχήμα Πόνζι» – Κλέβοντας τον Πέτρο για να πληρώσεις τον Παύλο
Επιστρέφοντας στη Βοστόνη, παντρεύεται το 1918 τη στενογράφο Rose Gnecco και αποφασίζει για δεύτερη φορά να ζήσει νομοταγής. Κάνει και πάλι μια μακρά σειρά από δουλειές του ποδαριού, καθώς δεν στεριώνει πουθενά, ούτε στο μανάβικο του πεθερού του!
Ήταν αυτή ακριβώς την εποχή που ο Πόνζι θα συλλάβει την κομπίνα που θα τον ενθρόνιζε στην κορυφή των οικονομικών απατεώνων της Ιστορίας. Όλα ξεκίνησαν όταν έλαβε ένα γράμμα από μια ισπανική εταιρία που περιείχε ένα ταχυδρομικό απαντητικό κουπόνι (Ιnternational Reply Coupon). Ο απατεώνας μας συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να βγάλει λεφτά αγοράζοντας τα ταχυδρομικά κουπόνια από χώρες που τα διέθεταν φθηνά και πουλώντας τα ως γραμματόσημα σε κράτη με αλμυρότερες τιμές.
Σύντομα ο ιταλός εμιγκρές είχε στήσει την εταιρία του, τη Security Exchange Company: έστελνε χρήματα σε πράκτορές του στο εξωτερικό, αυτοί τα μετέτρεπαν σε κουπόνια και τα έστελναν πίσω στις ΗΠΑ, όπου τα αντάλλασσε ο Πόνζι με γραμματόσημα που άξιζαν σαφώς περισσότερα από τα χρήματα που είχε δαπανήσει για την αγορά των κουπονιών. Πόσο περισσότερα; Μέχρι και 400% σε κάποιες περιπτώσεις!
Παρά το γεγονός ότι έβγαζε πολλά από το επικερδές πλάνο του, δεν ήταν ευχαριστημένος και σύντομα άρχισε να αναζητεί επενδυτές για να αυξήσει τα κέρδη του. Υποσχόταν εξωφρενικές αποδόσεις της τάξης του 50% σε 45 μέρες και του 100% σε 90 μέρες! Και μάλιστα πλήρωνε στην ώρα τους τις αδιανόητες αποδόσεις, χρησιμοποιώντας τα χρήματα των νέων επενδυτών για να αποπληρώνει τους παλιούς. Κι έτσι όλα τα πραγματικά κέρδη από την ομολογουμένως έξυπνη κίνηση με την ανταλλαγή των ταχυδρομικών κουπονιών έμπαιναν στην τσέπη του!
Κι έτσι, εκεί που είχε ξεκινήσει την επιχείρησή του στις 26 Δεκεμβρίου 1919 με ένα δάνειο 200 δολαρίων, μέσα σε λίγους μήνες διατηρούσε δύο γραφεία στη Βοστόνη με δεκάδες υπαλλήλους και αγόρασε και μια βίλα στο αστρονομικό για την εποχή ποσό των 35.000 δολαρίων (με κλιματισμό και θερμαινόμενη πισίνα)!
Πλέον ζούσε μέσα στην αηδιαστική χλιδή και την πολυτέλεια, καθώς έβγαζε περισσότερα από 250.000 δολάρια την ημέρα, αν και η φίρμα του δεν είχε πραγματικά κέρδη: τα ταχυδρομικά κουπόνια δεν έφταναν να καλύψουν τη ζήτηση και σύντομα σταμάτησε να τα αγοράζει, παίζοντας πλέον αποκλειστικά και μόνο με τις καταθέσεις των επενδυτών…
Η πτώση που έκανε πάταγο
Μέχρι την επόμενη χρονιά, το 1920, οι ουρές των επενδυτών έξω από τα δύο γραφεία της εταιρίας του έφταναν μέχρι τη γωνία! Δεκάδες χιλιάδες πελάτες αγόραζαν τα γραμμάτια του Πόνζι, επενδύοντας από 10 μέχρι και 50.000 δολάρια, με τη μέση επένδυση να κυμαίνεται στα 325 δολάρια. Στα ταμεία του Πόνζι συνέρρεαν περισσότερο από 1 εκατ. δολάρια την εβδομάδα (το 1920!) και πλέον τα συρτάρια των γραφείων, οι ντουλάπες και οι αρχειοθήκες ήταν γεμάτες με το μετρητό των επενδυτών.
Το «Σχήμα Πόνζι» άρχισε να αποκαλύπτεται στο απόγειο της δημοτικότητάς του, τον Αύγουστο του 1920, όταν η εφημερίδα «Boston Post» άρχισε να διερευνά τις τρελές και εγγυημένες αποδόσεις που έδινε ο ζάμπλουτος πια Πόνζι. Η δημοσιογραφική έρευνα ήταν που γκρέμισε την κομπίνα, καθώς οι μεροκαματιάρηδες επενδυτές έσπευδαν τώρα να αποσύρουν τις οικονομίες τους.
Ο Πόνζι συνελήφθη στις 12 Αυγούστου 1920 και κατηγορήθηκε για 86 υποθέσεις απάτης! Χρωστώντας περισσότερα από 7 εκατ. δολάρια, δήλωσε ένοχος, η φίρμα του πτώχευσε και τα πολυτελέστατα υπάρχοντά του κατασχέθηκαν, αφού η τρύπα που άφησε στην αγορά άγγιζε τα 20 εκατ. δολάρια! Όσα ψιλά του απέμειναν, δαπανήθηκαν στα δικαστικά έξοδα.
Αφού καταδικάστηκε σε 5 χρόνια κάθειρξη στις Ομοσπονδιακές Φυλακές της Βοστόνης, την ώρα που ήταν πίσω από τα κάγκελα διώχθηκε ξανά για εγκλήματα κατά της Πολιτείας της Μασαχουσέτης! Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η διπλή δίωξή του για τα ίδια αδικήματα παραβίαζε τον νόμο και η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δικαίωσε όμως τον εισαγγελέα: στη νέα πολιτειακή του δίκη, την ώρα που ήταν πίσω από τα κάγκελα, έφαγε άλλα 7-9 χρόνια.
Βγαίνοντας από την πρώτη φυλακή και με δεύτερη καταδικαστική απόφαση να εκκρεμεί, πήρε αναστολή για να εφεσιβάλει την απόφαση και διέφυγε στη Φλόριντα, όπου έστησε αμέσως νέα «πυραμιδική» κομπίνα, αυτή τη φορά στον κτηματομεσιτικό κλάδο, πουλώντας ούτε λίγο ούτε πολύ οικόπεδα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας! Ήταν όμως διάσημος τώρα, καθώς η ιστορία και οι φωτογραφίες του είχαν γίνει πρωτοσέλιδο στον Τύπο, και σύντομα τον έπιασαν: αφού πέρασε έναν χρόνο στις φυλακές της Φλόριντα, σκηνοθέτησε την αυτοκτονία του και αποπειράθηκε να διαφύγει από τις ΗΠΑ, αν και παραήταν διαβόητος για να γλιτώσει έτσι εύκολα.
Έφτασε όμως πολύ κοντά: όντας πάνω στο καράβι για τη Ρώμη, το υπερωκεάνιο έκανε μια στάση στη Νέα Ορλέανη, όπου τον αναγνώρισε σερίφης του Τέξας και τον συνέλαβε. Δεν είχε όμως δικαιοδοσία εκεί και στην ουσία τον απήγαγε χωρίς ένταλμα σύλληψης στα χέρια του! Από το Τέξας όπου μεταφέρθηκε στάλθηκε τελικά στις Πολιτειακές Φυλακές της Μασαχουσέτης, όπου εξέτισε άλλα 7 χρόνια. Το 1934 αποφυλακίστηκε οριστικά και στάλθηκε πακέτο στην Ιταλία ως ανεπιθύμητος, καθώς ουδέποτε είχε λάβει την αμερικανική υπηκοότητα.
Τελευταία χρόνια
Στην Ιταλία, σε ηλικία 52 ετών, έπρεπε να ξαναρχίσει πάλι από το μηδέν. Έγραψε την αυτοβιογραφία του και έλαβε κάποια στιγμή (1937) την αίτηση διαζυγίου της συζύγου του, η οποία παρέμενε όλα αυτά τα χρόνια πιστή στο πλευρό του. Τώρα ζούσε ως μεταφραστής της αγγλικής στη Ρώμη, αν και παραήταν φίρμα για να περάσει στο περιθώριο της ιταλικής ζωής. Ο ίδιος ο Μουσολίνι του πρόσφερε θέση στη νεοσύστατη αεροπορική της Ιταλίας και τον ξαπέστειλε στη Βραζιλία ως διευθυντή του εκεί παραρτήματος.
Από το 1939-1942 κάθισε στα αυγά του, καθώς η καλοπληρωμένη δουλειά του στο Ρίο ντε Τζανέιρο του εξασφάλιζε μια άνετη ζωή. Αν και οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα: ο Πόνζι συνειδητοποίησε ότι πολλοί διεφθαρμένοι αξιωματούχοι του αερομεταφορέα χρησιμοποιούσαν τα αεροπλάνα για να εισάγουν λαθραία όλων των ειδών τα καλούδια και θέλησε μερίδιο.
Όταν του το αρνήθηκαν, κατέδωσε τη σπείρα στην αστυνομία και σύντομα τρεις υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε ωστόσο απρόοπτο τέλος στις περιπέτειες της ιταλικής αεροπορικής και ο Πόνζι ήταν για μια ακόμα φορά άνεργος. Παρόλα αυτά, παρέμεινε στο Ρίο και προσπάθησε για μια τελευταία φορά να πιάσει την καλή, στήνοντας μια ταξιδιωτική κομπίνα με το ξενοδοχείο όπου εργαζόταν, αν και απέτυχε παταγωδώς.
Με την υγεία του σε κακό χάλι πια, ο Πόνζι ψευτοπερνούσε την καθημερινότητα συλλέγοντας τα κοινωνικά επιδόματα του Ρίο και δουλεύοντας περιστασιακά ως μεταφραστής και δάσκαλος αγγλικής και ιταλικής. Σκιά του εκατομμυριούχου που ήταν κάποτε, ο Πόνζι πέθανε πάμφτωχος, μόνος και ξεχασμένος στις 18 Ιανουαρίου 1949 σε πτωχοκομείο του Ρίο, σε ηλικία 67 ετών.
Όπως έγραψε η εφημερίδα «Boston Globe», η τελευταία του φωτογραφία που τραβήχτηκε στο φιλόπτωχο νοσοκομείο του Ρίο τον έδειχνε με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr