Με χαρακτηρισμούς ιδιαίτερα τιμητικούς, όπως ας πούμε ότι λογίζεται πια ως μια από τις καλύτερες αστυνομικές πένες όλων των εποχών, η ιδιόρρυθμη Χάισμιθ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις.
Οι 8 συλλογές με διηγήματα και τα 22 μυθιστορήματα που έχει εκδώσει, στα οποία περιλαμβάνονται και τα περίφημα πέντε με τον κύριο Ρίπλεϊ, μιλούν πολύ καλύτερα γι’ αυτή από κάθε βιογραφική απόπειρα.
Ο σκοτεινός νουάρ κόσμος της φαίνεται να επιτρέπει κάθε εκτροχιασμό, ενώ ακόμα και ο φόνος είναι φυσιολογικότατος, σε ένα ζοφερό συγγραφικό σύμπαν που η ηθική είναι απλώς το καταφύγιο των ανεπαρκών χαρακτήρων.
Οι εγκληματίες της όχι μόνο τη γλιτώνουν φτηνά παρά τις ειδεχθείς τους πράξεις, αλλά την ίδια στιγμή φαίνονται να το απολαμβάνουν κιόλας, καθώς καμιά τύψη δεν προκύπτει ποτέ: «Να σκοτώνεις με στιλ, να ζεις με φαντασία», έλεγε η ίδια.
Παρά το γεγονός βέβαια ότι τα βιβλία της τα συναντάμε συνήθως στα ράφια των αστυνομικών μυθιστορημάτων, το λογοτεχνικό της σύμπαν είναι πολλά περισσότερα και προδίδει τις συγγραφικές της καταβολές: από τον Ντοστογιέφσκι και τον Καμί μέχρι τον Χένρι Τζέιμς.
Μέγιστη ανατόμος του ανθρώπινου ασυνειδήτου, οι αστυνομικές της νουβέλες εξερευνούν τα μύχια της ψυχολογίας των μοναχικών και σεξουαλικά μπερδεμένων συνήθως ηρώων της: σύζυγοι που επιθυμούν τον θάνατο της γυναίκας τους, φίλοι και εραστές της ίδιας γυναίκας που μπροστά στο πτώμα της βυθίζονται σε μια κόλαση αμφιβολιών και ο πάντα ταλαντούχος, περίεργος και υποχθόνιος κύριος Ρίπλεϊ συνιστούν τους ήρωες των αστυνομικών μυθιστορημάτων της Χάισμιθ, με τη δεινότητα της πένας της και τις πολλαπλές αναγνώσεις των ιστοριών της να την αφήνουν ανένταχτη. Την ώρα λοιπόν που στην Αμερική θεωρείται συγγραφέας αστυνομικού σασπένς, στην Ευρώπη κατατάσσεται αποκλειστικά στον χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας, γι’ αυτό εξάλλου τα βιβλία της βρίσκουν μεγαλύτερη ανταπόκριση στον ευρωπαϊκό χώρο.
Δεν θα μπορούσε φυσικά η συγγραφική της σταδιοδρομία να πάρει άλλο δρόμο από την προσωπική της ζωή: η «μαύρη ντάμα του νουάρ», όπως την αποκαλούν συχνά, έζησε μια μοναχική ζωή με λίγους φίλους και ακόμα λιγότερες συντρόφους, παλεύοντας πάντα με τις αντιφάσεις της προσωπικότητάς της: ομοφυλόφιλη, μαχόταν πάντα τόσο με την προκατάληψη όσο και με τη δική της εσωτερικευμένη ομοφοβία, αλκοολική και σχεδόν μισάνθρωπος, προτιμούσε την παρέα των ζώων (και των σαλιγκαριών της) από τους ανθρώπους (συνήθιζε να παίρνει τα σαλιγκάρια στην τσάντα της για να έχει σε κάποιον να μιλά στα πάρτι που την καλούσαν!): «Η φαντασία μου λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν δεν είμαι υποχρεωμένη να μιλάω με ανθρώπους», διατεινόταν η Χάισμιθ.
Το αμοραλιστικό σύμπαν των ηρώων της αποκαλύπτει άλλωστε πολλά για την προσωπικότητά της. Αυτό που χαρακτηρίζει τη γραφή της είναι η πλήρης αντιστροφή του αισθήματος της ενοχής, καθώς η ηθική, η ηθοπλασία και η ηθικολογία δεν εντάσσονται καθόλου στην προβληματική της. Όπως έγραψε στο ημερολόγιό της το 1942: «Νομίζω ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τις ανωμαλίες, διαστροφές, μαύρες σκέψεις που έχουν στο κεφάλι τους. Οι τρελοί είναι οι μόνοι δραστήριοι άνθρωποι και αυτοί θα έπρεπε να φτιάξουν τον κόσμο».
Η ίδια αντιτάχθηκε σθεναρά στις επιταγές της κοινωνικής συναναστροφής, το σχολείο ακόμα και την οικογένεια, ισχυριζόμενη πως οι θεσμοί αυτοί είναι απλώς φυλακές που εγκλωβίζουν το αδυσώπητο ταλέντο. Κι όταν αυτό απελευθερωθεί, είναι φυσικό να μη γνωρίζει ούτε ιερό ούτε όσιο! Μπορεί η ίδια να μην ήταν ευχάριστη στους άλλους, κατάφερε όμως να διοχετεύσει τον μισογυνισμό, τον μισανθρωπισμό και τη διαστροφή σε μια παγκοσμίως αναγνωρίσιμη συγγραφική φωνή: ανατριχιαστική και χωρίς ηθικούς φραγμούς, η πένα της κάνει τους αλλοτριωμένους χαρακτήρες της περιέργως συμπαθείς.
Αυτό όμως που κάνει πραγματικά τα βιβλία της να ξεχωρίζουν είναι ότι το μυστήριο δεν έγκειται στην εξιχνίαση αυτού καθαυτού του εγκλήματος, αλλά κυρίως στη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής. Για τη Χάισμιθ, το μεγαλύτερο μυστήριο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και το πώς κινείται κοινωνικά βιώνοντας αισθήματα ενοχής: «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η επιρροή που ασκεί η ενοχή στους ήρωές μου»…
Πρώτα χρόνια
Η Μέρι Πατρίσια Πλάνγκμαν γεννιέται στις 19 Ιανουαρίου 1921 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, με τους γονείς της να χωρίζουν 5 μήνες πριν από τη γέννησή της (η ίδια θα συναντούσε για πρώτη φορά τον πατέρα της όταν ήταν πια 12 ετών). Η μητέρα της προσπάθησε μάλιστα να τερματίσει την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, αν και τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα ήθελε.
Μέσα στο ζοφερό αυτό πλαίσιο έρχεται στον κόσμο η Πατρίσια, η οποία μεγαλώνει με τη γιαγιά της, καθώς είναι βάρος στη ζωή της μητέρας της. Το 1927, η μητέρα ξαναπαντρεύεται, κάποιον Στάνλεϊ Χάισμιθ, και η φαμίλια μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Ο θυελλώδης γάμος και η αποξένωση της μικρής στιγματίζουν τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής της.
Στιγμιότυπο της παιδικής της ηλικίας ήταν ότι τη ρώτησε η μητέρα της σε ηλικία 15 ετών: «Είσαι λεσβία; Γιατί σίγουρα μιλάς σαν λεσβία», εγκαθιδρύοντας πια την αμφισβήτηση στους κόλπους της οικογένειας. Εσωστρεφής και μόνη, βρίσκει καταφύγιο στο διάβασμα και τα παιδικά όνειρα να γίνει συγγραφέας.
Μοναδική διέξοδος το πανεπιστήμιο, κι έτσι μετά το σχολείο φοιτεί στο Barnard College, παίρνοντας το πτυχίο της στην αγγλική φιλολογία (αλλά και τα λατινικά και τα ελληνικά) το 1942. Ήξερε από τα 16 της ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας, εκδίδοντας τη σχολική εφημερίδα, και τίποτα δεν μπορούσε να μπει στον δρόμο της. Δουλεύει έτσι ως πωλήτρια σε πολυκατάστημα, διαβάζει Καμί και παρατηρεί τους πελάτες εξονυχιστικά. Η πένα της ζεσταίνεται…
Συγγραφική καριέρα
Η Χάισμιθ ξεκινά τη σταδιοδρομία της στη γραφή γράφοντας σενάρια για κόμικ αλλά και μικρά διηγήματα που δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες (όπως «Η Ηρωίνη», που κυκλοφόρησε το 1945 στο περιοδικό Harper’s Bazaar).
Στα 28 της χρόνια είναι πια έτοιμη να γράψει για έναν ψυχοπαθή ήρωα, αρρωστημένο και αποκρουστικό, που παρόλα αυτά καταφέρνει να τον κάνει συμπαθή εξαιτίας ακριβώς της απόλυτης αχρειότητάς του! Το «Ξένοι στο Τρένο» («Strangers On A Train») γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και λατρεύεται ακόμα και από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος εξασφαλίζει αμέσως τα δικαιώματα και το κάνει ταινία το 1951 (σε σενάριο του Ρέιμοντ Τσάντλερ). Ο «Άγνωστος του Εξπρές» του Χίτσκοκ την καθιερώνει ως συγγραφέα με το «καλημέρα»…
Ακολουθεί το «Κάρολ», ένας πραγματικός ύμνος στη γυναικεία ομοφυλοφιλία, το οποίο εκδίδεται με ψευδώνυμο (Κλερ Μόργκαν), καθώς είμαστε ακόμα στα πουριτανικά χρόνια της δεκαετίας του 1950. Άλλη μια επιτυχία της Χάισμιθ, τα κέρδη από την οποία της επιτρέπουν να ταξιδέψει εκτεταμένα στην Ευρώπη: Λονδίνο, Παρίσι, Σάλτσμπουργκ, Μαγιόρκα, Τεργέστη, Φλωρεντία κ.α. Εκεί συλλαμβάνει το επόμενο βιβλίο της, αυτό που θα την έστελνε στην κορυφή: «Στο Ποζιτάνο μου ήρθε η ιδέα για έναν νεαρό αμερικανό απατεώνα που τον στέλνουν στην Ευρώπη για να φέρει πίσω έναν άλλο Αμερικανό».
Ο πρώτος Τομ Ρίπλεϊ κυκλοφορεί το 1955: παραμένει ο διασημότερος ήρωάς της, αφού θα εμφανιστεί σε πέντε βιβλία της (πρώτο το «Ο ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ») και θα της χαρίσει το ιδιαίτερο λογοτεχνικό ιδιόλεκτό της. Ψεύτης, εγκληματίας, μηχανορράφος, ο Ρίπλεϊ ξεπερνά τα όριά του, καθώς γι’ αυτόν δεν υπάρχουν σύνορα καλοπιστίας και αρχών. Και πάντοτε καταφέρνει να τη βγάζει καθαρή: «Βρίσκω το δημόσιο αίσθημα περί δικαιοσύνης αρκετά βαρετό και τεχνητό, γιατί ούτε η ζωή ούτε η φύση ενδιαφέρονται αν η δικαιοσύνη απονέμεται ή όχι», λέει η Χάισμιθ, που έκτοτε θα πάρει τον λογοτεχνικό φόνο «εργολαβία».
Η πενταλογία του Ρίπλεϊ αγαπήθηκε τρελά και από το παγκόσμιο σινεμά, όπου μεταφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Ρενέ Κλεμάν στην ταινία «Γυμνοί στον Ήλιο» («Plein Soleil» του 1958). Αργότερα ανέλαβε ο σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς να κάνει ταινία τον δεύτερο κύριο Ρίπλεϊ («Ένας Αμερικανός Φίλος» του 1976, βασισμένος στο «Παιχνίδι του Ρίπλεϊ»). Αν και ο γνωστότερος σε μας είναι ο «Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» του 1999, με τον Ματ Ντέιμον στον ομώνυμο ρόλο…
Άλλα βιβλία της είναι τα «Βαθιά Νερά», «Ιστορίες Μυστηρίου», «Κρυφτό με τον Θάνατο», «Μοιραίο Παιχνίδι», «Θανάσιμα Λάθη», «Επικίνδυνη Ομορφιά», «Το Εγχειρίδιο του Κτηνώδους Φόνου για Ζωόφιλους», «Η Κραυγή της Κουκουβάγιας», «Το Ημερολόγιο της Ίντιθ», «Μικρές Ιστορίες Μισογυνισμού», «Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου», «Χωρίς Ενοχές», «Αυτή η Γλυκιά Αρρώστια» κ.ά.
Προσωπική ζωή
Μέχρι να καταλάβουν οι ΗΠΑ τη θέση της Χάισμιθ στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, η συγγραφέας απομακρύνεται από την Αμερική οριστικά. Μεταφέρει τα δικαιώματα του έργου της στην Ευρώπη, ασπάζεται τον κομμουνισμό (παλιότερα ήταν ενταγμένη στις προοδευτικές δυνάμεις) και αφιερώνει τα βιβλία της «υπέρ των νεκρών και ετοιμοθάνατων της Ιντιφάντα και του κουρδικού αγώνα». Αμερικανίδα ως το κόκαλο κι όμως μισούσε την Αμερική, φιλελεύθερη αν και αρκετά προκατειλημμένη (ο αντισημιτισμός της ήταν παροιμιώδης!), ομοφυλόφιλη και μισογύνης ταυτόχρονα.
Μια γυναίκα με μεγάλες αντιφάσεις δηλαδή, που δεν ήταν ποτέ χαρούμενη και ευτυχισμένη. Ταξίδευε συνεχώς, λες και έψαχνε πάντα την ταυτότητά της, και ποτέ δεν αγάπησε τόπο ως πατρίδα: από το Μανχάταν της δεκαετίας του 1940 στη βρετανική εξοχή τη δεκαετία του 1960 και από τις επαρχίες της Γαλλίας το 1970 στην Ελβετία, όπου εγκαταστάθηκε μέχρι τον θάνατό της. Όπου κι αν πήγαινε βέβαια, τα μαύρα σκυλιά της χρόνιας κατάθλιψής της την ακολουθούσαν κατά πόδας.
Τα προσωπικά προβλήματα πολλά, από αλκοολισμό και νευρική ανορεξία μέχρι και αισθήματα ανεπάρκειας και ενοχής, η ψυχανάλυση τη συντρόφευε στο σύνολο σχεδόν της ζωής της. Η τεράστια εκδοτική της επιτυχία και η ζηλευτή φήμη που απέκτησε λόγω του σινεμά είναι λες ένα διάλειμμα στον βίο της, ο οποίος μαστίζεται από χαμένους έρωτες και ατελέσφορες σχέσεις: «Όλη μου η ζωή είναι ένα αναφιέρωτο μνημείο στις γυναίκες», γράφει στο ημερολόγιό της, προτού αποκηρύξει οριστικά τον έρωτα: «Ο έρωτας δεν είναι πάθος. Είναι αρρώστια».
Όταν, στα 60 της χρόνια πια, ο ατζέντης της διαμαρτυρήθηκε ότι τα βιβλία της δεν πουλούσαν καλά στην Αμερική επειδή οι χαρακτήρες της δεν ήταν συμπαθείς, εκείνη αποκρίθηκε φυσικότατα: «Αυτό συμβαίνει πιθανότατα επειδή δεν συμπαθώ κανέναν». Μπορεί βέβαια να μην αγαπούσε κανέναν, αγάπησε όμως στα σίγουρα μια σειρά από ανθρώπους, όπως τις γυναίκες που πλάγιασαν μαζί της και τα παθιασμένα ειδύλλιά της.
Τελευταίος ερωτικός σταθμός ήταν στα 57 της, με μια νεαρά γερμανίδα καλλιτέχνιδα, επιτρέποντας από κει και έπειτα στον εαυτό της να φλερτάρει μόνο στο χαρτί. Αφοσιώθηκε έτσι με υπερβολική θέρμη στις γάτες, τα φίδια και τα σαλιγκάρια της, τα οποία όπως είπαμε κουβαλούσε πάντα μαζί της στις σπάνιες εξόδους της!
Αποτραβηγμένη τα τελευταία χρόνια στη Ζυρίχη, κλείστηκε στο σπίτι και εργαζόταν νυχθημερόν, ζώντας έτσι την παραγωγικότερη συγγραφικά περίοδό της.
Η Πατρίσια Χάισμιθ βραβεύτηκε εκτεταμένα για το συγγραφικό της έργο, αποσπώντας πλήθος κορυφαίων λογοτεχνικών βραβείων (Grand Prix Αστυνομικής Λογοτεχνίας, Βραβείο Edgar Allan Poe, Henry Memorial Award αλλά και το Silver Dagger), ζώντας πια σαν ερημίτισσα στην Ελβετία.
Παλεύοντας με τη μοναξιά και την κατάθλιψη, κατάφερε να γεμίσει πολλές σελίδες με το καλύτερό της έργο, αυτό το πολυεπίπεδο σκάρωμα χαρακτήρων της όψιμης εποχής που λατρεύτηκε στα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Χτυπημένη από καρκίνο, άφησε την τελευταία της πνοή στο Λουγκάνο της Ελβετίας στις 4 Φεβρουαρίου 1995, κρατώντας την καλύτερή της ίσως ατάκα για το τέλος: «Ήταν όλα τόσο προβλέψιμα»…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr