Τον έχουν αποκαλέσει «Δίκαιο των Εθνών» και όχι άδικα, γιατί ο εργοστασιάρχης Όσκαρ Σίντλερ βυθίστηκε στον βούρκο για να κάνει το καλό.
Ο ιδιαίτερος ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απέδειξε με τη δράση του ότι ο ηρωισμός και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο καραδοκούν στα πιο απίθανα μέρη.
Καιροσκόπος, άπληστος και καλοπερασάκιας, κατάσκοπος και μέλος του ναζιστικού κόμματος, ο τυχοδιώκτης και οπορτουνιστής Σίντλερ δεν άντεξε τη ναζιστική θηριωδία και τα ασύλληπτα εγκλήματα της δράσης της, γι’ αυτό και επιδόθηκε σε έναν προσωπικό αγώνα να σώσει όσους περισσότερους εβραίους ομήρους μπορούσε από τα χέρια των κατακτητών της Ευρώπης.
Και παρά το γεγονός ότι η πράξη του να χρησιμοποιήσει τη δωρεάν εργασία που πρόσφεραν οι κρατούμενοι στα ναζιστικά κολαστήρια είχε αρχικό κίνητρο το κέρδος, ο Σίντλερ επέδειξε απαράμιλλη επιμονή και αφοσίωση στα ανθρώπινα ιδεώδη, όταν έβαλε στόχο της ζωής του να σώσει εκατοντάδες ομήρους από τον μαρτυρικό θάνατο που τους επιφύλασσαν οι ναζί.
Κι αν ισχύει αυτό που του έγραψαν οι ευεργετηθέντες του, ότι όποιος σώζει μια ζωή, σώζει τον κόσμο όλο, τότε η ιστορία του «απατεωνίσκου» Όσκαρ Σίντλερ λειτουργεί ως ορόσημο, καθώς από πράκτορας των ναζί μετατράπηκε σε σωτήρα…
Πρώτα χρόνια
Ο Όσκαρ Σίντλερ γεννιέται στις 28 Απριλίου 1908 στη βιομηχανική πόλη Τσβιτάου της Μοραβίας, τότε γερμανική επαρχία της Αυστρο-Ουγγαρίας και σήμερα μέρος της Τσεχίας. Ο μικρός Όσκαρ μεγαλώνει μέσα σε μεγαλοαστικό περιβάλλον, με τον πατέρα του να είναι εργοστασιάρχης της περιοχής, και φοιτεί σε ιδιωτικό γερμανικό σχολείο.
Ως παιδί ήταν ιδιαίτερα αγαπητός μεταξύ των συμμαθητών του, αν και σύντομα θα επιδείξει τις γνωστές κατεργαριές του που θα του φέρουν το ψευδώνυμο «απατεωνίσκος»! Ο νεαρός Σίντλερ αποβάλλεται από το σχολείο γιατί πλαστογράφησε το ενδεικτικό του, ενώ μεγαλώνοντας τον ενδιαφέρει μόνο η καλή ζωή: τα λούσα, οι γρήγορες μηχανές και οι γυναίκες.
Στη δεκαετία του ’20 λοιπόν, ο μπον βιβέρ Σίντλερ θα βρεθεί στη δούλεψη του πατέρα του, ο οποίος θέλησε έτσι να χαλιναγωγήσει τον ξέφρενο γιο του από τα συνεχή του καμώματα. Ο Όσκαρ οργώνει τη χώρα πουλώντας τον αγροτικό εξοπλισμό που κατασκεύαζε η οικογενειακή επιχείρηση, αν και οι μικροαπατεωνιές του προκαλούν σφοδρές συγκρούσεις με τον πατέρα του.
Οι σχέσεις τους διακόπηκαν οριστικά το 1928, όταν ο 20χρονος Όσκαρ παντρεύτηκε την Έμιλι, σε πείσμα των οικογενειακών αντιρρήσεων. Η θέση του στη βιομηχανία ήταν πια παρελθόν και εκείνος πιάνει δουλειά ως εμπορικός αντιπρόσωπος της τοπικής εταιρίας ηλεκτροδοτήσεως.
Ταυτοχρόνως, το πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης αλλάζει άρδην, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και το Ναζιστικό του Κόμμα αρχίζουν να κερδίζουν λαϊκό έρεισμα. Η ναζιστική προπαγάνδα καλεί τους Γερμανούς της Μοραβίας να αποδείξουν τους δίκαιους δεσμούς τους με τη μαμά Γερμανία. Ως αποτέλεσμα του εθνικιστικού παραληρήματος, μέχρι το 1935 δεν ήταν λίγοι οι γερμανόφωνοι της περιοχής που είχαν ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα, ανάμεσά τους και ο πάντα φιλόδοξος Σίντλερ. Δεν ήταν ακριβώς ότι συμπαθούσε τη ναζιστική ιδεολογία, θεώρησε πάντως καλό να ενταχθεί στο νέο άρμα με τη μεγάλη δυναμική…
Τα χρόνια της Πολωνίας
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία, αναγκάζοντας Αγγλία και Γαλλία να του κηρύξουν τον πόλεμο. Μέσα σε μόλις μία εβδομάδα, ο Σίντλερ κατέφτασε στην Κρακοβία οσμιζόμενος την ευκαιρία πλουτισμού που παρέχει συνήθως ο πόλεμος στους καιροσκόπους. Κι έτσι μέχρι τα μέσα του Οκτωβρίου, όταν η πόλη έγινε το νέο κυβερνητικό κέντρο της κατακτημένης Πολωνίας, ο Όσκαρ διατηρούσε τις καλύτερες των σχέσεων τόσο με τους αξιωματικούς της Βέρμαχτ όσο και των SS, προσφέροντάς τους στη μαύρη αγορά παράνομα αγαθά που σπάνιζαν, όπως κονιάκ και τσιγάρα.
Την ίδια εποχή γνωρίζει τον Ισαάκ Στερν, τον εβραίο λογιστή που μεσολάβησε για να ισχυροποιήσει ο Σίντλερ τις σχέσεις του με την ντόπια εβραϊκή επιχειρηματική κοινότητα. Κι έτσι, με τις διασυνδέσεις και τα πλοκάμια του που είχαν φτάσει παντού, ο δαιμόνιος επιχειρηματίας αποκτά ένα φαλιρισμένο εργοστάσιο με εμαγιέ κουζινικά σκεύη (που ανήκε πριν σε εβραϊκά χέρια), το οποίο ανοίγει εκ νέου τον Ιανουάριο του 1940. Ο Στερν προσλήφθηκε ως λογιστής, αν και σύντομα οι δύο άντρες θα συνδεθούν με βαθιά φιλία.
Το φυσικό ταλέντο του Σίντλερ στις δημόσιες σχέσεις αλλά και η προθυμία του να δωροδοκεί συνεχώς τους κατάλληλους ανθρώπους τον κάνουν να εξασφαλίσει παχυλά συμβόλαια με τον γερμανικό στρατό για τις κατσαρόλες και τα τηγάνια του. Ως υπαλλήλους του εργοστασίου του, προσέλαβε κερδοσκοπικά χίλια μέλη της εβραϊκής κοινότητας της Κρακοβίας, που αριθμούσε 56.000 ψυχές και ζούσαν στα γκέτο της πόλης. Ήταν η φτηνότερη μορφή εργασίας που μπορούσε να βρει σε όλη την Πολωνία, καθώς το πάμφθηνο προσωπικό ήταν υποχρεωμένο να δουλεύει καταναγκαστικά, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής εργασίας των εβραίων σε γερμανικά εργοστάσια, για την υποστήριξη της ναζιστικής πολεμικής προσπάθειας…
Μέχρι τα μέσα της άνοιξης του ’40 όμως το ναζιστικό μένος κατά των εβραίων ήδη είχε ξεσπάσει: ο Σίντλερ διατάζεται από το καθεστώς να πληρώνει τους μισθούς των υπαλλήλων του κατευθείαν στα SS παρά στο χέρι των εργαζομένων. Τα πράγματα έμελλε βέβαια να χειροτερεύσουν: τον Αύγουστο νέο ναζιστικό φιρμάνι παρήγγειλε στους εβραίους να εγκαταλείψουν την πόλη, μένοντας πίσω μόνο όσοι είχαν δουλειά σε γερμανικές επιχειρήσεις…
Το θεάρεστο έργο του Σίντλερ ξεκινά
Ήταν τον Ιούνιο του 1942 όταν οι ναζί άρχισαν να εξαφανίζουν την εβραϊκή παρουσία στην Κρακοβία, στέλνοντας τους εβραίους σε στρατόπεδα εργασίας. Αρκετοί υπάλληλοι του Σίντλερ, μεταξύ τους και ο διευθυντής της βιομηχανίας του, ήταν μεταξύ των πρώτων που διατάχθηκαν να παρουσιαστούν στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Ο Σίντλερ τρέχει στον σταθμό και τα βάζει με τον αξιωματικό των SS: λίγο οι απειλές, λίγο τα καλοπιάσματα, λίγο τα μεγάλα ονόματα των φίλων του ναζί που αραδιάζει στον αξιωματικό, τον πείθουν τελικά να αφήσει ελεύθερους τους εργάτες του. Ο Σίντλερ τους συνοδεύει πίσω στην ασφάλεια της βιομηχανίας του.
Στις αρχές του 1943, οι ναζί παρήγγειλαν την τελική εκκαθάριση του γκέτο της Κρακοβίας. Υπεύθυνος για τη ζοφερή κίνηση ήταν ο αξιωματικός των SS, Amon Goeth, ο διοικητής του στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας λίγο έξω από την Κρακοβία: οι εβραίοι που μπορούσαν να δουλέψουν μένουν στο κέντρο κράτησης και οι υπόλοιποι ξαποστέλνονται στα κολαστήρια του θανάτου (ή εκτελούνται επιτόπου).
Ο Σίντλερ έγινε μάρτυρας της βάρβαρης επιδρομής των Γερμανών στο γκέτο και σοκαρίστηκε από την άγρια δολοφονία των εβραίων. Αποφάσισε τότε να δράσει δυναμικά, καθώς συγκλονίστηκε από το δράμα των ανθρώπων. Σύμφωνα λοιπόν με το νέο διάταγμα, όλα τα γερμανικά εργοστάσια της Κρακοβίας έπρεπε πλέον να μετεγκατασταθούν στο γειτονικό στρατόπεδο εργασίας (Plaszow). Ο Σίντλερ, λαδώνοντας τον Goeth, καταφέρνει να πάρει την άδεια να φτιάξει ένα μίνι στρατόπεδο εργασίας μέσα στη βιομηχανία του!
Ταυτοχρόνως, δημιουργεί στο εργοστάσιό του τμήμα παραγωγής όπλων, ώστε να ενταχθεί στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ναζί και να είναι σε θέση να προστατεύσει εκ νέου τους εργαζομένους του. Με αυτό το επιχείρημα ήταν που θα πείσει τον υπεύθυνο αξιωματικό Goeth να κρατήσει τους εργάτες του, επειδή ήταν απαραίτητοι στην παραγωγή όπλων για το Γ’ Ράιχ…
Η περίφημη λίστα
Στις αρχές του 1944 όμως όλα άλλαξαν: το στρατόπεδο εργασίας της Κρακοβίας (Plaszow) χαρακτηρίστηκε στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάτι που σήμαινε ότι οι τρόφιμοί του ήταν πια έτοιμοι για τη μεταφορά τους στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε στα γερμανικά στρατόπεδα από τα ανατολικά, οι ναζί άρχισαν να μεταφέρουν άρον-άρον όλους τους εβραίους κρατουμένους δυτικά.
Και σαν να μην έφταναν τα κακά νέα για την επιχείρηση του Σίντλερ (τόσο την οικονομική όσο και τη διασωστική), το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησαν οι φήμες ότι το στρατόπεδο θα έκλεινε, όπως και το εργοστάσιο του Σίντλερ.
Για άλλη μια φορά, σε ένα δαιμόνιο μείγμα κολακείας και δωροδοκίας, ο Όσκαρ πείθει τον Goeth να του επιτρέψει να μεταστεγάσει την επιχείρησή του στην Τσεχοσλοβακία, ώστε να είναι λέει σε θέση να συνεχίσει να προμηθεύει το Γ’ Ράιχ με τον απαραίτητο πολεμικό εξοπλισμό του. Και βέβαια για να μην μπει σε περιπέτειες η απρόσκοπτη παραγωγή της πολεμικής βιομηχανίας του, ο Σίντλερ ζήτησε να πάρει μαζί του όλους τους «εξειδικευμένους» εργάτες του!
Ο αξιωματικός των SS του ζήτησε λοιπόν μια λίστα με τους εβραίους κρατουμένους που ήθελε, κι έτσι γεννήθηκε η περίφημη Λίστα του Σίντλερ, μια θέση στην οποία σήμαινε απλά-απλά ζωή. Το έργο του βιομήχανου μόνο εύκολο δεν ήταν, καθώς ήξερε καλά ότι κάθε όνομα που θα έμενε έξω ισοδυναμούσε με τον θάνατό του. Έπειτα από σκέψη, ο Σίντλερ κατέληξε σε 1.200 περίπου ονόματα, στα οποία περιλαμβάνονταν όλοι οι υπάλληλοι του εργοστασίου του (Emalia), αλλά και μερικοί ακόμα. Ήταν σαφώς πολλοί περισσότεροι απ’ όσους χρειαζόταν το εργοστάσιό του για να λειτουργήσει.
Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του ’44, ο Σίντλερ έκανε όλες τις απαραίτητες ενέργειες (και τις εξίσου απαραίτητες δωροδοκίες φυσικά) για να αρχίσει η μεταφορά εξοπλισμού και έμψυχου δυναμικού στον νέο χώρο του εργοστασίου του, στο Μπρούνλιτζ της Τσεχοσλοβακίας. Πάνω στην ώρα δηλαδή, καθώς τον Οκτώβριο άρχισε και η τελική εκκαθάριση του στρατοπέδου Plaszow.
Αμέσως μετά, κάπου 800 εβραίοι άντρες στοιβάζονται σε βαγόνια με κατεύθυνση το Μπρούνλιτζ. Όσο για τα 300 γυναικόπαιδα του Σίντλερ, στέλνονται από λάθος στο Άουσβιτς αντί για την Τσεχοσλοβακία. Ο Σίντλερ δρα αστραπιαία και τους σώζει από τους θαλάμους αερίων, κανονίζοντας την εκ νέου μεταφορά τους στο εργοστάσιό του…
Παραγωγή… μηδέν
Παρά τον ικανότατο αριθμό του έμψυχου δυναμικού του, το εργοστάσιο του Σίντλερ δεν έφτιαξε ούτε έναν λειτουργικό κάλυκα για σφαίρες στους 7 μήνες της λειτουργίας του! Στον ναζιστικό στρατό δικαιολογούνταν ότι έφταιγαν οι συνθήκες και οι αρχικές δυσκολίες που κάθε νέα επιχείρηση αντιμετωπίζει, ο ίδιος και οι εβραίοι του ήξεραν όμως καλά ότι ο Σίντλερ είχε σκοπίμως αποδυναμώσει τη γραμμή παραγωγής για να είναι σίγουρος ότι καμία σφαίρα δεν θα περνούσε ποτέ τους ελέγχους ποιότητας…
Το τέλος του πολέμου
Τελικά, τον Μάιο του 1945 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πια παρελθόν, μετά την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Και βέβαια, όπως ήταν λογικό μετά την πλήρως αποτυχημένη λειτουργία του εργοστασίου του αλλά και τα τεράστια ποσά που είχε ξοδέψει σε δωροδοκίες, ο Σίντλερ ήταν πια χρεοκοπημένος!
Αφού συγκέντρωσε όλους τους εργάτες του για να τους ενημερώσει για τα καλά νέα, τους ζήτησε κατόπιν να μην ψάξουν εκδίκηση για όλα όσα τους είχαν συμβεί. Αφού τήρησαν και ενός λεπτού σιγή για τα θύματα του πολέμου, ο Σίντλερ ευχαρίστησε τα μέλη των SS που ήταν παρόντα στο εργοστάσιό του, ενθαρρύνοντάς τους να επιστρέψουν ειρηνικά στα σπίτια τους και να αποφύγουν την περαιτέρω αιματοχυσία.
Ο ίδιος ήταν όμως στόχος! Φοβούμενος τη σύλληψή του ως συνεργάτη των ναζί, πήρε τη γυναίκα του παραμάσχαλα και διέφυγε προς τα δυτικά, για να αποφύγει τη ρωσική προώθηση από τα ανατολικά. Αποφάσισε να το ρισκάρει και να προσεγγίσει τα αμερικανικά στρατεύματα, καθώς πίστευε ότι θα έδειχναν μεγαλύτερη κατανόηση στην ιδιαίτερη περίπτωσή του.
Την ώρα του αποχαιρετισμού, οι 1.200 εβραίοι του χάρισαν ένα δαχτυλίδι, στο οποίο είχαν σκαλίσει τη φράση «Όποιος σώζει μια ζωή, σώζει τον κόσμο ολόκληρο». Δυο-τρεις μέρες αργότερα, οι εβραίοι του Σίντλερ απελευθερώθηκαν από μοναχικό ρώσο αξιωματικό, ο οποίος έφτασε στο εργοστάσιο καβάλα στο άλογο του…
Τι απέγινε ο Όσκαρ Σίντλερ
Η ζωή του Σίντλερ μετά τον πόλεμο ακολούθησε τα ίδια χνάρια με τις προπολεμικές περιπέτειές του: σημαδεύτηκε από μια σειρά αποτυχημένων επιχειρηματικών πειραμάτων, από οικονομικές ατασθαλίες, σπατάλες, ποτό και γυναίκες!
Το 1949, ο Σίντλερ βρέθηκε στην Αργεντινή, όπου αγόρασε μια φάρμα. Μέχρι το 1957 είχε ωστόσο πτωχεύσει και πλέον βασιζόταν σε μια σειρά από εβραϊκές οργανώσεις για την επιβίωσή του. Το 1958, αφού εγκατέλειψε τη σύζυγό του, επέστρεψε στη Δυτική Γερμανία, όπου και πάλι μια χούφτα εβραϊκών σωματείων αλλά και μερικοί γενναιόδωροι χορηγοί τού έδειξαν την ευγνωμοσύνη τους για τα ανδραγαθήματά του στον πόλεμο.
Με τα κονδύλια αυτά, επιδόθηκε σε άλλη μια επιχειρηματική απόπειρα, μια τσιμεντοβιομηχανία στη Φρανκφούρτη, η οποία πτώχευσε όμως λίγο αργότερα, το 1961. Έκτοτε συντηρούνταν αποκλειστικά από την αγαθοεργία των «εβραίων του Σίντλερ», που δεν ξέχασαν ποτέ τον ευεργέτη τους, αλλά και από μια πενιχρή σύνταξη που του εκχώρησε η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας το 1968.
Τη χρονιά μάλιστα που έχασε την τσιμεντοβιομηχανία του, προσκλήθηκε για πρώτη φορά στο Ισραήλ. Ο ίδιος, συγκινημένος από τη θερμή υποδοχή που έλαβε, καθώς εν τω μεταξύ είχε ήδη καταθέσει αναρίθμητες φορές στο δικαστήριο εναντίον τόσων και τόσων ναζί εγκληματιών πολέμου, έκανε το Ισραήλ τόπο ετήσιας επίσκεψης: κάθε άνοιξη για το υπόλοιπο της ζωής του παρέμενε στο Ισραήλ μπόλικες εβδομάδες, απολαμβάνοντας την παρέα των εβραίων που είχε σώσει και των απογόνων τους.
Και όταν πέθανε από νεφρικά και καρδιακά προβλήματα στις 9 Οκτωβρίου 1974, τάφηκε σε καθολικό κοιμητήριο της Ιερουσαλήμ, σύμφωνα πάντα με τις επιθυμίες του. Περίπου 500 επιζήσαντες από τους εβραίους που είχε σώσει παρέστησαν στην κηδεία του. Χάρη στον Όσκαρ Σίντλερ, 1.200 άνθρωποι επιβίωσαν του Ολοκαυτώματος και έκαναν οικογένεια και απογόνους, ζώντας μέχρι και τη δεκαετία του ’90 για να διηγηθούν την απίστευτη ιστορία του τυχοδιώκτη ναζιστή που έγινε Δίκαιος των Εθνών.
Κανείς μάλιστα δεν γνώριζε μέχρι τη δεκαετία του 1980 τον γερμανό επιχειρηματία Όσκαρ Σίντλερ που έσωσε από τα ναζιστικά κολαστήρια τόσους ανθρώπους. Και ήταν ακριβώς ένας από τους εβραίους του, ο Poldek Pfefferberg, που αφηγήθηκε την ιστορία του στον αυστραλό συγγραφέα Τόμας Κενάλι, ο οποίος την έκανε βιβλίο: η «Λίστα του Σίντλερ» εκδόθηκε το 1982, έπρεπε ωστόσο να περιμένει άλλη μια δεκαετία, μέχρι το 1993 δηλαδή, όταν η ομώνυμη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ έκανε την ιστορία του παγκοσμίως γνωστή…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr