Ο άνθρωπος που συνέβαλε όσο λίγοι στη μεταμόρφωση του τρόπου που βλέπουμε και μελετάμε τα διαφορετικά κοινωνικο-πολιτισμικά πλαίσια του κόσμου, βγάζοντας από το λεξιλόγιο της δυτικής επιστήμης μια σειρά από συνήθεις μειωτικούς χαρακτηρισμούς, ταξίδεψε εκτεταμένα για να βρεθεί κοντά στην ετερότητα και να την κατανοήσει.
Η διασημότερη ίσως ανθρωπολόγος του καιρού της, ήταν μέσα από τη δική της δουλειά που θα ενημερωνόταν τόσο ο ακαδημαϊκός κόσμος όσο και το παγκόσμιο κοινό για την ολιστική εθνολογική προσέγγιση, την επιστημονική τάση δηλαδή που απομακρύνθηκε από αξιολογικά κριτήρια περί «πρωτογονισμού» και «ανώτερων κοινωνικών συστημάτων» θέλοντας να μελετήσει χωρίς προκαταλήψεις τους παραδοσιακούς πολιτισμούς της οικουμένης.
Η συνεισφορά της στο πεδίο της ανθρωπολογίας είναι ανυπολόγιστης αξίας, την ίδια ώρα που θα άφηνε το στίγμα της βαθιά και στην κοινωνική ανάλυση, αλλάζοντας το εννοιολογικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης μιας σειράς από κοινωνικές κατασκευές και καθελκύοντας στον ανθρωπολογικό στίβο τεχνικές έρευνας και παρατήρησης που θα γίνονταν έκτοτε κοινός επιστημονικός τόπος.
Προφίλ
Η Μάργκαρετ Μιντ γεννιέται στις 16 Δεκεμβρίου 1901 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ ως το πρώτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της, Edward Sherwood Mead, ήταν καθηγητής Οικονομικών και η μητέρα της, Emily (Fogg) Mead, ήταν κοινωνιολόγος, φεμινίστρια και πρωτεργάτρια του γυναικείου κινήματος. Η μικρή μεγαλώνει λοιπόν μέσα σε πλαίσιο ανθρώπων του πνεύματος, με τις σχολικές της επιδόσεις να κρίνονται ικανοποιητικότατες, παρά το γεγονός ότι άλλαζε συχνά σχολεία εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεων των γονέων της.
Η Μιντ γίνεται δεκτή στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Barnard College, από το οποίο και παίρνει το πτυχίο της το 1923. Σειρά έχουν κατόπιν οι μεταπτυχιακές σπουδές, που τη φέρνουν στο φημισμένο Πανεπιστήμιο Columbia, όπου και φοιτεί στο πλευρό του διαπρεπούς καθηγητή Franz Boas. Το 1924 ολοκληρώνει τον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών και κάνει την πρώτη της επιτόπια έρευνα στις Νήσους Σαμόα (1925).
Επιστρέφει στις ΗΠΑ την επόμενη χρονιά και ξεκινά το διδακτορικό της στο Columbia, το οποίο και ολοκληρώνει το 1929, δουλεύοντας ταυτόχρονα ως βοηθός επιμελητή στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης (από το 1926). Η ίδια θα διατηρήσει μάλιστα τη θέση του επιμελητή εθνολογίας του μουσείου από το 1946-1969.
Σειρά έχει κατόπιν το ταξίδι στη Νέα Γουινέα, απ’ όπου επιστρέφοντας εκδίδει το μνημειώδες πλέον δοκίμιο «Ενηλικίωση στη Σαμόα» (Coming of Age in Samoa – 1928) και λίγο αργότερα το επίσης εμβληματικό «Μεγαλώνοντας στη Νέα Γουινέα» (Growing Up in New Guinea – 1930), έργα που έμελλε να αφήσουν βαθιά το στίγμα τους στην ανθρωπολογική ανάλυση.
Συνολικά, η Μιντ θα κάνει 24 ταξίδια σε έξι φυλές του Νοτίου Ειρηνικού, κατανοώντας τις κοινωνίες τους βαθύτατα και μακριά από κάθε δυτική προκατάληψη περί «ανωτερότητας» και «κατωτερότητας» των πολιτισμών. Η αξιολογική κλίμακα των πολιτισμών χάθηκε από την εθνολογική ανάλυση χάρη στη δική της καινοτόμα δουλειά.
Η ίδια δίδαξε πολιτισμική ανθρωπολογία στο Columbia από το 1954-1978, αλλά και σε μια σειρά από άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα (την ίδια ώρα που τιμήθηκε με καθηγητικές θέσεις σε άλλα 28 πανεπιστήμια του κόσμου!), ετοιμάζοντας τη νέα γενιά των ανθρωπολόγων και λειτουργώντας ως μέντοράς τους, με την κληρονομιά της στην πειθαρχία να λογίζεται καθοριστικότατη: έγραψε περισσότερα από 20 δοκίμια, στα οποία αντιπαρατίθεται με μια σειρά από παραδεδομένες (και εσφαλμένες, όπως απέδειξε) ανθρωπολογικές νόρμες. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ο λόγος της υπερέβη μάλιστα τα στενά ακαδημαϊκά πλαίσια, δίνοντας πολυάριθμες διαλέξεις για «καυτά» κοινωνικά θέματα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κάνοντας δημοφιλή την ανθρωπολογία και την εθνολογία στην καθημερινότητα των δυτικών κοινωνιών.
Οι έρευνές της για τα σεξουαλικά έθιμα των παραδοσιακών κοινωνιών του Νοτίου Ειρηνικού και της Νοτιοανατολικής Ασίας θα μπόλιαζαν τον αμερικανικό πουριτανισμό, συντελώντας υπό μία έννοια στη σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του ’60. Ας μην ξεχνάμε ότι το σύγγραμμά της για την «Ενηλικίωση στη Σαμόα» έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ, μετατρέποντας την ίδια σε «γκουρού» των διευρυμένων σεξουαλικών ηθών μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του θρησκευτικού περιορισμού των κοινωνικών συστημάτων της Δύσης.
Ταυτόχρονα, συμμετείχε σε αναρίθμητους οργανισμούς διεθνούς κύρους αλλάζοντας καθοριστικά τόσο το εννοιολογικό οπλοστάσιο όσο και τον τρόπο που ασκείται πλέον η ανθρωπολογική έρευνα, γεγονός που αναγνώρισε και ο ΟΗΕ…
Προσωπική ζωή
Η Μάργκαρετ Μιντ παντρεύτηκε τρεις φορές στη ζωή της. Ο πρώτος της γάμος έρχεται αρκετά νωρίς, το 1923, με τον σύζυγό της να είναι φοιτητής θεολογίας στα πέντε χρόνια που διάρκεσε ο γάμος: ο Αμερικανός Luther Cressman, κάτω από την επιρροή της, θα γινόταν τελικά ανθρωπολόγος. Ο δεύτερος σύζυγος ήταν ο Νεοζηλανδός Reo Fortune, διαπρεπής ανθρωπολόγος και απόφοιτος του Κέιμπριτζ. Το ζευγάρι παρέμεινε μαζί από το 1928-1935.
Ο τρίτος και μακροχρόνιος γάμος της (1936-1950) ήταν με τον επιφανή βρετανό ανθρωπολόγο Gregory Bateson, με τον οποίο απέκτησε μάλιστα το μόνο της παιδί, τη Mary Catherine Bateson, η οποία θα γινόταν επίσης ανθρωπολόγος.
Από το 1955 μέχρι και τον θάνατό της το 1978, η Μιντ ανέπτυξε προσωπικό και επαγγελματικό δεσμό με την ανθρωπολόγο Rhoda Metraux: οι επιστολές που αντάλλαζαν οι δύο γυναίκες όταν δεν ήταν μαζί -οι οποίες εκδόθηκαν το 2006- αποκαλύπτουν ότι επρόκειτο ξεκάθαρα για ερωτική σχέση.
Η Μάργκαρετ Μιντ πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 1978 στη Νέα Υόρκη από καρκίνο στο πάγκρεας…
Κληρονομιά
Η συμβολή της Μιντ στην ιστορία της ανθρωπολογίας είναι βαθιά και καθοριστική. Ήταν αυτή που εγκαινίασε την ιδέα ότι η ατομική εμπειρία στα αναπτυξιακά στάδια του ατόμου διαμορφώνεται από κοινωνικές επιταγές και πολιτισμικές προσδοκίες, κάνοντας την ενήλικη ζωή περισσότερο ή λιγότερο προβληματική.
Και βέβαια δίδαξε στην «πολιτισμένη» Δύση ότι κάτι έχει να πάρει από τις «πρωτόγονες» κοινωνίες: αφού αναίρεσε τη δημοφιλή εθνολογική προσέγγιση της εποχής ότι οι «πρωτόγονοι» είναι «σαν παιδιά», έδωσε βάρος στη διαπολιτισμική προοπτική φέρνοντας στο φως την ανάγκη για ενδελεχή μελέτη του πλαισίου εγγραφής των κοινωνικών φαινομένων κάθε πολιτισμού.
Ήταν ταυτόχρονα η πρώτη που υπαινίχθηκε ότι το φύλο είναι εν πολλοίς κοινωνική κατασκευή, καθώς έδειξε ότι οι ρόλοι του αρσενικού και του θηλυκού διαφέρουν στα εκάστοτε πολιτισμικά πλαίσια και εξαρτώνται από την κουλτούρα τουλάχιστον όσο και από τον βιολογικό παράγοντα.
Στα κατοπινά της έργα περιλαμβάνονται το «Αρσενικό και Θηλυκό» (Male and Female – 1949) και «Ανάπτυξη και Πολιτισμός» (Growth and Culture – 1951), στα οποία ισχυρίζεται ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, όπως μάλιστα εντοπίζονται από τις διαφορές τους με βάση το φύλο, μορφοποιούνται περισσότερο από πολιτισμικούς παράγοντες παρά από κληρονομικά χαρακτηριστικά. Η κοινωνικότητα του φύλου θα μπόλιαζε γόνιμα τη θεωρητική ανάλυση εγκαινιάζοντας τη σύγχρονη εποχή της ανθρωπολογικής σκέψης…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr